Κυριάκος Μητσοτάκης: Εάν δεν έριχναν τον Σαμαρά θα είχαμε βγει από τα Μνημόνια
Σε σκληρή και κατά μέτωπο επίθεση στον Α. Τσίπρα και τον Π. Καμμένο προχώρησε ο Πρόεδρoς της ΝΔ Κυριάκος Μητσοτάκης, για πρώτη φορά από τότε που ανέλαβε την αρχηγία του κόμματος, λέγοντας τους ότι «η Ελλάδα θα είχε βγει από τα μνημόνια το 2015 εάν δεν είχαν ρίξει την κυβέρνηση του Αντώνη Σαμαρά με πρόσχημα την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας».
Συνεχίζοντας την ομιλία του, απευθυνόμενος και στους δυο τους είπε, «ότι δέσμευσαν την χώρα σε πολύ υψηλά πλεονάσματα για πολλά χρόνια χαρακτηρίζοντας μύθο και άδεια πουκάμισα την έξοδο από τα μνημόνια το 2018 καθώς από την 1η Ιανουαρίου του 2019 ξεκινά ένα τέταρτο μνημόνιο με μέτρα 5 δισ, περικοπές συντάξεων και μείωση του αφορολόγητου. Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε «πρόκειται για μέτρα Τσίπρα-Καμμένου»
Ολόκληρη η ομιλία του προέδρου της Νέας Δημοκρατίας κ. Κυριάκου Μητσοτάκη.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
Ξέρετε ότι αποτελεί πεποίθησή μου ότι οι συνεδριάσεις της Κοινοβουλευτικής μας Ομάδας πρέπει να είναι τακτικές γιατί θεωρώ πως είναι απολύτως αναγκαίες. Όχι μόνο γιατί βλέπουμε πύκνωση των πολιτικών γεγονότων και μαζί επιτάχυνση του πολιτικού χρόνου. Αλλά γιατί εσείς είστε οι φορείς της λαϊκής βούλησης. Εσείς οφείλετε να κρατάτε – και κρατάτε – ζωντανό το δεσμό της κοινωνίας με τα όργανα της δημοκρατικής Πολιτείας.
Τί θέλει σήμερα η κοινωνία; Το ξέρετε, πρώτα απ’ όλα, εσείς, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι. Η κοινωνία θέλει, η κοινωνία απαιτεί να γίνει πάλι η Ελλάδα μια κανονική χώρα. Να βγει οριστικά από την κρίση, να δώσει πραγματικές ευκαιρίες προόδου στους πολλούς. Γι’ αυτό και οι πολίτες ζητούν πολιτική αλλαγή. Με απλά λόγια: Οι Ελληνίδες και οι Έλληνες θέλουν να φύγει το συντομότερο δυνατό η Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ.
Μίλησα για πύκνωση των πολιτικών γεγονότων και για επιτάχυνση του πολιτικού χρόνου. Παρακολουθούμε τον πρωθυπουργό του ψεύδους και των φόρων Αλέξη Τσίπρα να προσπαθεί να αντιδράσει, να έχει την αυταπάτη ότι μπορεί να αντιδράσει, προπαγανδίζοντας καινούργιους μύθους. Βγαίνουμε, μας λένε, από τα Μνημόνια. Υπάρχει πλεόνασμα και περισσεύει και μάλιστα, μας λένε, θα μοιραστεί σε κοινωνικές δαπάνες. Επιστρέφει, μας λένε επίσης, η ελληνική οικονομία σε κανονικούς ρυθμούς. Μάλιστα.
Μόνο που, με Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, η Ελλάδα ούτε είναι ούτε μπορεί να γίνει μια κανονική χώρα. Γιατί δεν είναι κανονική μια χώρα, η σημερινή Ελλάδα, που οι πολίτες της αδυνατούν να πληρώσουν τους φόρους και τις ασφαλιστικές τους υποχρεώσεις. Σας θυμίζω ότι οι συνολικές υποχρεώσεις των πολιτών απέναντι στην εφορία και στα ασφαλιστικά ταμεία έχουν ξεπεράσει τα 130 δις ευρώ. Δεν είναι κανονική μια χώρα όταν το Κράτος χρωστά στους πολίτες του περισσότερα από 6 δις. Σίγουρα δεν είναι κανονική μια χώρα αυτή στην οποία, κάθε τρεις και λίγο, γίνεται πάρτι με μολότοφ εναντίον αστυνομικών και πολιτών. Δεν ζούμε σε μια κανονική χώρα όταν τρεις Ευέλπιδες δέχονται βίαιη επίθεση στο κέντρο της Αθήνας και κανείς δεν αντιδρά. Δεν είναι κανονική μια χώρα στην οποία τα Πανεπιστήμιά μας γίνονται πολλές φορές θερμοκοιτίδες αναρχίας και βίας. Δεν ζούμε σε μία κανονική χώρα, όταν ο βασικός της ενεργειακός πάροχος, η Δ.Ε.Η., βρίσκεται στα πρόθυρα της χρεοκοπίας.
Με λίγα λόγια, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, όσο κυβερνούν οι κύριοι Τσίπρας και Καμμένος, μια αλλοπρόσαλλη και κυνική ομάδα που ενδιαφέρεται μόνο για την εξουσία, τόσο η Ελλάδα θα απομακρύνεται από το να γίνεται μια κανονική χώρα. Τόσο θα χάνει ευκαιρίες. Όταν όλη η Ευρώπη αναπτύσσεται ταχύτατα, ο κ. Τσίπρας θεωρεί μεγάλη του επιτυχία την επιστροφή σε αναιμική ανάπτυξη μετά από δυο χρόνια ύφεσης. Το κάνει μάλιστα αυτό – προσέξτε – με αυταρέσκεια, χαμογελώντας. Προκαλώντας με αυτό τον τρόπο το δημόσιο αίσθημα. Η Κυβέρνηση επαίρεται, κομπάζει για δήθεν περιορισμό της ανεργίας. Και το κάνει αυτό την ώρα που οι νέοι εγκαταλείπουν κατά δεκάδες χιλιάδες τη χώρα για το εξωτερικό – και βέβαια με αυτό τον τρόπο δεν προσμετρώνται στους ανέργους. Την ώρα που οι μισθοί έπεσαν στο μισό από τη γενιά των 700 ευρώ, για την οποία κατηγορούσαν εμάς. Προσέξτε σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία, ένας στους τρεις εργαζόμενους στον ιδιωτικό τομέα είναι με μερική απασχόληση και με αμοιβές κάτω από τα 400 ευρώ. Και μάλιστα, συχνά σε εξαθλιωμένες συνθήκες μιας αγοράς εργασίας που μόνο ο κ. Τσίπρας θεωρεί κανονική και χθες είχε το θράσος να πανηγυρίζει γι’ αυτό στα Γιάννενα. Ο κ. Τσίπρας είναι αυτός που δημιούργησε τη γενιά των 360 ευρώ.
Κι όλα αυτά συμβαίνουν, ενώ συνεχίζεται το στράγγισμα της πραγματικής οικονομίας. Με νέους – κυρίως έμμεσους – φόρους, αλλά το σημαντικότερο και με εξοντωτικές ασφαλιστικές εισφορές. Με περικοπές στις συντάξεις και στα κοινωνικά επιδόματα. Με κατασχέσεις. Με εσωτερική στάση πληρωμών. Αυτή είναι η κανονική Ελλάδα του κ. Τσίπρα. Ή μάλλον αυτή είναι μια χώρα στην οποία τίποτε δεν είναι κανονικό λόγω της ανερμάτιστης πολιτικής στην οικονομία. Αν, βέβαια, θεωρήσουμε ότι αποτελεί πολιτική για την οικονομία το να μετατρέπουν διαρκώς σε μέτρα λιτότητας την πλήρη ανικανότητά τους να κυβερνήσουν.
Το διαθέσιμο εισόδημα των πολιτών έχει συρρικνωθεί. Η φοροδοτική ικανότητα των πολιτών έχει εξαντληθεί. Οι ληξιπρόθεσμες οφειλές του Δημοσίου συνεχίζουν να «τραβούν την ανηφόρα», αυξημένες κατά 57% από το τέλος του 2014. Σήμερα, ξεπερνούν τα 6 δις. Είναι χρήματα που λείπουν από τις επιχειρήσεις και από τους εργαζόμενους. Και είναι χρήματα – θέλω να σας θυμίσω – που με βάση το τρίτο Μνημόνιο η Κυβέρνηση έπρεπε να είχε εξοφλήσει, να είχε μηδενίσει τις ληξιπρόθεσμες οφειλές της προς τους ιδιώτες από το δεύτερο τρίμηνο του 2017. Η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας υποχωρεί. Συνεχίζει να υποχωρεί. Όλοι οι σχετικοί δείκτες το «φωνάζουν». Η αναπτυξιακή απόσταση, από τις υπόλοιπες χώρες, δυστυχώς, αντί να μικραίνει, μεγαλώνει. Και συνεχίζει να διευρύνεται, καθώς η Κυβέρνηση Τσίπρα – Καμμένου κατόρθωσε – γιατί περί κατορθώματος πρόκειται – να έχουμε σήμερα τους χαμηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης στην Ευρωζώνη. Σε μια εξαιρετικά θετικά συγκυρία για την υπόλοιπη Ευρώπη.
Το 21% των Ελλήνων, ένας στους πέντε συμπολίτες μας, είναι σήμερα φτωχοί. Και το 35% ζει κάτω από τη σκιά της φτώχειας που τους απειλεί. Ένας στους τρεις. Ο κ. Τσίπρας κάνει τους φτωχούς φτωχότερους και περισσότερους και μετά παίζει θέατρο ότι δήθεν νοιάζεται γι’ αυτούς. Αυτή είναι η Ελλάδα που ο κ. Τσίπρας θεωρεί κανονική. Η Ελλάδα που, κατά τα λεγόμενά του, επιστρέφει. Για «Greturn» μας μιλάει ο κ. Τσίπρας. Έχει μάλλον χαθεί στη μετάφραση. Έχει χαθεί στη μετάφραση ως επικεφαλής μιας Κυβέρνησης με σημαία ευκαιρίας που τρέμει ένα πράγμα: Μήπως και χάσει την εξουσία. Δεν επιστρέφει έτσι η Ελλάδα στην κανονικότητα, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι. Όπως, δυστυχώς δεν επιστρέφουν οι 400,000 νέοι μετανάστες που έφυγαν τα χρόνια της κρίσης. Όπως δεν επιστρέφουν οι επενδύσεις που φεύγουν, δυστυχώς η μια μετά την άλλη.
Ο ΣΥΡΙΖΑ έκανε, δυστυχώς, την Ελλάδα μια χώρα φτωχοποιημένη, απελπισμένη, εξαντλημένη, όπου οι περισσότεροι συμπολίτες μας αγωνίζονται σήμερα να επιβιώσουν οικονομικά. Και παρόλα αυτά – και θέλω να το τονίζουμε και να το επαναλαμβάνουμε όλοι – η Κυβέρνηση προσθέτει και νέες επιβαρύνσεις ύψους σχεδόν 2 δις ευρώ και για το 2018. Μας λέει ο κ. Τσακαλώτος «όχι νέα μέτρα για το 2018». Μα έχουμε ψηφισμένα ήδη νέα μέτρα για το 2018. Αναφέρω ενδεικτικά ορισμένα από αυτά:
- Νέες περικοπές στο ενιαίο μισθολόγιο.
- Πρόσθετες περικοπές στις συντάξεις και κυρίως στα οικογενειακά επιδόματα.
- Πλήρης κατάργηση του ΕΚΑΣ.
- Κατάργηση σημαντικών φοροαπαλλαγών, όπως είναι η έκπτωση φόρου για ιατρικές εξετάσεις.
- Κατάργηση του μειωμένου Φ.Π.Α. και στα υπόλοιπα νησιά.
- Περικοπή – κάτι που αφορά την Βόρεια Ελλάδα – του επιδόματος θέρμανσης.
- Ο νέος φόρος διαμονής στα τουριστικά καταλύματα.
- Οι πρόσθετες επιβαρύνσεις στις ασφαλιστικές εισφορές για τους ελεύθερους επαγγελματίες.
Μέτρα που θα μικρύνουν ακόμη περισσότερο το διαθέσιμο εισόδημα των πολιτών. Αυτά για το μύθο ότι η Ελλάδα γίνεται μια κανονική χώρα.
Ο άλλος μύθος, για τον οποίο αγωνίζεται να μας πείσει ο κ. Τσίπρας, είναι ο μύθος ότι η Ελλάδα βγαίνει από τα Μνημόνια τον Αύγουστο του 2018.
Πρώτα – πρώτα, θέλω να πω ότι η Κυβέρνηση, με τους γνωστούς “χαλαρούς” ρυθμούς της, τρέχει και τώρα να ολοκληρώσει την τρίτη αξιολόγηση, έχει μεταθέσει την ολοκλήρωσή της για το Δεκέμβριο. Θα έπρεπε να είχε ήδη ολοκληρωθεί για τον Οκτώβριο. Και φυσικά έχουμε σοβαρές αμφιβολίες κατά το πόσο θα συμβεί και αυτό αν κρίνουμε από τον αριθμό των προαπαιτούμενων που μέχρι σήμερα δεν έχουν ολοκληρωθεί. Αλλά ακόμη κι αν ολοκληρωθεί κάποια στιγμή το αχρείαστο τρίτο Μνημόνιο τον Αύγουστο του 2018, ήδη από την 1.1.2019 ξεκινά ένα τέταρτο Μνημόνιο με πρόσθετα μέτρα ύψους 5 δις ευρώ, με νέες μεγάλες περικοπές στις κύριες και επικουρικές συντάξεις και κυρίως με νέα, μεγάλη μείωση του αφορολόγητου. Μέτρα που θα θίξουν κυρίως τους πιο αδύναμους. Είναι τα μέτρα Τσίπρα – Καμμένου. Τα μέτρα που τραυματίζουν και εξοντώνουν ακόμα περισσότερο τους αδύναμους συμπολίτες μας.
Δυστυχώς – το έχουμε πει πολλές φορές , αλλά πρέπει να το επαναλαμβάνουμε συνέχεια – ο κ. Τσίπρας είναι αυτός που δέσμευσε τη χώρα σε πολύ υψηλά πλεονάσματα για πολλά χρόνια. Τα πλεονάσματα αυτά αποτελούν το τίμημα της δικής του αναξιοπιστίας. Μόνο που αυτή την αναξιοπιστία την πληρώνουν οι Έλληνες πολίτες. Η σκληρή και αμείλικτη αλήθεια είναι ότι από τα Μνημόνια θα βγαίναμε οριστικά στις αρχές του 2015, αν την Κυβέρνηση Σαμαρά δεν την είχαν ρίξει κάποιοι με πρόσχημα την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας. Αν δεν είχε έρθει η Κυβέρνηση Τσίπρα – Καμμένου να γυρίσει την χώρα τουλάχιστον τρία χρόνια πίσω, αλλά και να κοστίσει στην Ελλάδα τουλάχιστον 100 δις ευρώ, και δύο αχρείαστα Μνημόνια. Η λεγόμενη καθαρή έξοδος λοιπόν είναι ένα άδειο κοστούμι. Αν κ. Τσίπρας θέλει πραγματικά να μας πείσει ότι βγαίνουμε από τα Μνημόνια ας έρθει στη Βουλή να καταργήσει τις περικοπές των συντάξεων και τη μείωση του αφορολόγητου που έχει ήδη ψηφίσει.
Και κάτι ακόμα σημαντικό: Για να μπορέσει η χώρα να δανείζεται από τις αγορές με λογικά επιτόκια, μετά την λήξη του τρίτου προγράμματος, πρέπει να έχει ένα συγκροτημένο σχέδιο μεταρρυθμίσεων για μετά το 2018. Να πείσει, δηλαδή, τις αγορές ότι δεν θα επιστρέψει στις κακές συνήθειες της δημοσιονομικής χαλαρότητας και του πελατειακού Κράτους. Αυτό ο κ. Τσίπρας δεν μπορεί να το κάνει. Κινδυνεύουμε να βρεθούμε μετά τον Αύγουστο του 2018 σε ένα περιβάλλον που το κόστος δανεισμού για την πατρίδα μας θα είναι βαρύ, δυσβάστακτο και τελικά παράλογο. Εαν δεν υπάρξει γρήγορη αποκλιμάκωση των επιτοκίων, η λεγόμενη καθαρή έξοδος θα είναι μια πανάκριβη υπόθεση για τη χώρα μας. Ο κ. Τσίπρας μπορεί για άλλη μια φορά να αφηγείται ιστορίες και παραμύθια, αλλά θα έχει στείλει για άλλη μια φορά το λογαριασμό στους πολίτες.
Το πιο πρόσφατο παραμύθι, του κ. Τσίπρα – ο τρίτος μύθος που προσπαθεί να οικοδομήσει – αφορά το δήθεν πλεόνασμα, που θα επιστραφεί και μάλιστα ως αποτέλεσμα της δήθεν επιτυχημένης οικονομικής του πολιτικής. Ας το ξεκαθαρίσουμε λοιπόν. Η Κυβέρνηση, όχι μόνον δεν θα έπρεπε να πανηγυρίζει για το μεγαλύτερο πλεόνασμα που τάχα πέτυχε, αλλά ακριβώς αυτό το υπερπλεόνασμα είναι η επιβεβαίωση της αποτυχημένης οικονομικής πολιτικής της. Και θέλω να το εξηγήσω αυτό με πολύ απλά λόγια για να το καταλάβουν αυτό όλοι οι πολίτες. Κανείς δεν μας υποχρεώνει να έχουμε μεγαλύτερο πλεόνασμα πέραν αυτού που μας υποχρεώνουν τα αχρείαστα Μνημόνια του κ. Τσίπρα.
Πώς προκύπτει, λοιπόν, αυτό το μεγαλύτερο πλεόνασμα; Προκύπτει πολύ απλά από τους αχρείαστους φόρους που έχει επιβάλει ο κ. Τσίπρας. Ακριβώς το ίδιο έκαναν και πέρσι. Πανηγύριζαν γιατί πετύχαν πλεόνασμα – λένε – πολύ μεγαλύτερο από αυτό που μας ζητούσαν. Και αποσιώπησαν ότι το πλεόνασμα αυτό το είχαν επί της ουσίας υφαρπάξει από όλους τους συνεπείς φορολογούμενους, που εξοντώθηκαν από την υπερβολική υπερφορολόγηση. Ο στόχος κάθε σοβαρής Κυβέρνησης πρέπει να είναι ο περιορισμός των πλεονασμάτων και όχι η αύξησή τους. Ιδιαίτερα όταν αυξάνουμε τεχνητά το πλεόνασμα με ανελέητη φορολόγηση, αλλά και με στάση πληρωμών του Κράτους προς τους πολίτες. Και εδώ τον πρώτο λόγο έχει, δυστυχώς, πάλι ο λαϊκισμός. Ο κ. Τσίπρας, αφού πρώτα διέλυσε την ελληνική κοινωνία με μια πρωτοφανή επιδρομή φόρων, έχει το θράσος, να πανηγυρίζει επειδή θα επιστρέψει κάποια χρήματα σε κάποιους. Την ίδια ώρα παραπάνω από 300.000 συνταξιούχοι περιμένουν να πάρουν τη σύνταξή τους. Δεν πρόκειται απλά για κυνισμό, πρόκειται για βαθιά ανήθικη διακυβέρνηση.
Μέσα σε τρία χρόνια οι κυβερνώντες έχουν νομοθετήσει μέτρα σχεδόν 15 δις ευρώ. Και, αφού το κάνουν αυτό, χαρακτηρίζουν ως κατόρθωμά τους το γεγονός ότι μπορεί να επιστρέψουν 1,5 δις πίσω. Δηλαδή το 1/10 των μέτρων τα οποία επέβαλαν στους Έλληνες πολίτες. Το ξέρω – το ξέρετε και εσείς και οι πολίτες – ότι ο κ. Τσίπρας δεν τα πάει πολύ καλά με τις παροιμίες. Πάει όμως πολύ, επειδή του αρέσει το καραβάνι της εξουσίας, να θεωρεί τους πολίτες ως μόνιμα υποζύγια.
Σε κάθε περίπτωση, θέλω να είμαι τελείως ξεκάθαρος σε αυτό το θέμα. Αν υπάρξει οποιοδήποτε υπερπλεόνασμα – που ενδέχεται να υπάρξει λόγω των ανελέητων φόρων – ένα μέρος του πρέπει να κατευθυνθεί στους πιο αδύναμους συμπολίτες μας. Αλλά και ένα μέρος του να επιτρέψει στην κοινωνία μέσω επιστροφής φόρων. Και το υπόλοιπο να κατευθυνθεί στην εξόφληση ληξιπρόθεσμων οφειλών του Κράτους. Η πρότασή μας είναι πολύ σαφής και πολύ συγκεκριμένη. Ο κ. Τσίπρας, εφόσον υπάρξει υπερπλεόνασμα, να δώσει ένα εφάπαξ βοήθημα σε όλους τους μακροχρόνια εγγεγραμμένους ανέργους του ΟΑΕΔ. Και να δώσει επιτέλους η Κυβέρνηση μία έκπτωση σε όλους τους πολίτες που κατέβαλαν ΕΝΦΙΑ. Και τον καλώ για μια ακόμη φορά δημοσίως: Πάψτε κ. Τσίπρα να πανηγυρίζετε για το υπερπλεόνασμά σας. Γιατί αυτό το κλέβετε από το υστέρημα μιας κοινωνίας την οποία κάνετε να υποφέρει.
Αυτοί, λοιπόν, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, οι τρείς νέοι μύθοι του κ. Τσίπρα. Αυτούς διαδίδει. Αυτή επαναλαμβάνω δεν είναι μια κανονική Ελλάδα. Δεν είναι η Ελλάδα που μας αξίζει ύστερα από τόσες θυσίες. Μια Ελλάδα που σέρνεται, μπορεί να ικανοποιεί τον κ. Τσίπρα, δεν ικανοποιεί όμως τους Έλληνες. Αξίζουμε καλύτερα. Μπορούμε καλύτερα. Και θα πάμε πολύ καλύτερα. Θα πάμε καλύτερα με την πολιτική αλλαγή η οποία αργά ή γρήγορα έρχεται. Και που θα μας επιτρέψει να εφαρμόσουμε το δικό μας σχέδιο για ανάπτυξη. Διότι εμείς είμαστε η μόνη πολιτική δύναμη που έχει συγκροτημένο σχέδιο για το μέλλον. Για το πως θα δημιουργήσουμε νέες θέσεις εργασίας μέσα από μια έκρηξη ιδιωτικών επενδύσεων. Για το πως θα μειώσουμε τα φορολογικά βάρη κάνοντας ταυτόχρονα το Κράτος μας πιο αποτελεσματικό. Για το πως θα στηρίξουμε τις πιο ευάλωτες κοινωνικές ομάδες και ιδιαίτερα τους νέους μας.
Το σχέδιό μας για την επόμενη μέρα – το βασικό πυρήνα του οποίου είχα την ευκαιρία να αναπτύξω στην Δ.Ε.Θ. – στηρίζεται σε οριοθετημένες αρχές και ξεκάθαρες προτεραιότητες. Και είναι απολύτως ρεαλιστικό. Δεν παραβλέπει τις μεγάλες δυσκολίες που εξακολουθούν να υπάρχουν στο δημοσιονομικό επίπεδο, λόγω των στόχων στους οποίους έχει, δυστυχώς, δεσμεύσει τη χώρα μας, για αρκετά χρόνια, η σημερινή Κυβέρνηση. Ούτε παραβλέπει όμως την σκληρή και συχνά αμείλικτη πραγματικότητα των αγορών, στις οποίες, κάποια στιγμή – και ελπίζω αυτό να γίνει σύντομα – θα πρέπει να απευθυνθούμε για να εξασφαλίσουμε τη χρηματοδότησή μας. Αλλά αυτό να γίνει με ένα λογικό και βιώσιμο κόστος δανεισμού. Το σχέδιό μας όλα αυτά τα έχει μετρήσει. Εκτός από ολοκληρωμένο, είναι ρεαλιστικό και άμεσα εφαρμόσιμο. Γίνεται βήμα – βήμα κτήμα του ελληνικού λαού. Διότι το εκπονούμε μαζί με τους πολίτες. Το εκθέτουμε, το συζητάμε, το συνδιαμορφώνουμε, σε ανοιχτά προγραμματικά Προσυνέδρια.
Στη Νίκαια, στο πρώτο Προσυνέδριο, παρουσιάσαμε το σχέδιό μας για το πώς θα δημιουργηθούν νέες δουλειές και μιλήσαμε για τα εργασιακά δικαιώματα που σήμερα καταπατώνται.
Στην Πάτρα, στο Προσυνέδριο για τους Νέους, μιλήσαμε για το σχέδιό μας για μια Ελλάδα ευκαιριών και αξιοκρατίας. Με μεγαλύτερη ελευθερία και αυτονομία για όλες τις βαθμίδες της δημόσιας εκπαίδευσης. Με υψηλού επιπέδου επαγγελματική κατάρτιση. Με διαδικασίες αξιολόγησης, διαφάνειας και λογοδοσίας παντού.
Στο τρίτο μας Προσυνέδριο (από τα 7 συνολικά μέχρι το Τακτικό Συνέδριο στις 16 – 17 Δεκεμβρίου) θα μιλήσουμε για ένα θέμα κρίσιμο για την Παράταξή μας. Για τις πιο αδύναμες κοινωνικές ομάδες, αυτές που έχουν τραυματισθεί από την κρίση. Και εδώ θα παρουσιάσουμε τον τρόπο που εμείς σχεδιάζουμε να στηρίξουμε τους συμπολίτες μας που το χρειάζονται. Γιατί είναι υποχρέωσή μας και ευθύνη μας να θέσουμε ως πρωταρχικό στόχο τη μείωση της φτώχειας στην Ελλάδα. Η φτώχεια, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, δεν αντιμετωπίζεται με οριζόντια επιδόματα. Ούτε με επιδοτήσεις. Η φτώχεια ξεριζώνεται με δουλειές. Αλλά, όσο οι επενδύσεις δεν έρχονται και δουλειές δεν υπάρχουν, μια πολιτική είναι δοκιμασμένη και αποτελεσματική. Και είναι η πολιτική του Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος. Μια πολιτική που ξεκίνησε από την προηγούμενη Κυβέρνηση, πολεμήθηκε στην αρχή από τον κ. Τσίπρα και την ανέστειλε προσωρινά. Χωρίς όμως να έχει εναλλακτική λύση. Διότι, όπως αποδεικνύεται περίτρανα, ο κ. Τσίπρας δεν έχει κανένα σχέδιο για τη χώρα. Δεν είχε το 2015 όταν ταυτίστηκε με τον ανεκδιήγητο κ. Βαρουφάκη. Δεν είχε όταν αποφάσισε να υπογράψει τα αχρείαστα Μνημόνια. Δεν έχει ούτε σήμερα που πειθαναγκαστικά και στο πάρα – πέντε εφαρμόζει κάποια μέτρα, ανερμάτιστα, χωρίς συνοχή, χωρίς να τα πιστεύει, απλώς και μόνο για να νέμεται την εξουσία. Σε βάρος του ελληνικού λαού. Καταστρέφοντας τις προοπτικές μας. Στερώντας μας ένα μέλλον που αξίζουμε.
Είναι μια Κυβέρνηση απροετοίμαστη και ένας πρωθυπουργός που άγεται και φέρεται από μία μόνη μόνο αγωνία. Πως να μείνει στην εξουσία. Κυβέρνηση χωρίς καμία συνοχή, κανένα σχέδιο και κανένα στόχο. Κυβέρνηση χωρίς πυξίδα.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
Το πρόσφατο ταξίδι του πρωθυπουργού στις Ηνωμένες Πολιτείες ήταν μια μεγάλη ευκαιρία να αναβαθμιστεί ο διεθνής ρόλος της χώρας και να προωθηθούν ουσιαστικά και αποτελεσματικά τα εθνικά μας συμφέροντα. Δυστυχώς η ευκαιρία χάθηκε. Καλέσαμε, με παρρησία και υπευθυνότητα, τον πρωθυπουργό να αξιοποιήσει την ευνοϊκή για μας συγκυρία – λόγω της αστάθειας στην περιοχή μας, αλλά της κρίσης στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις – ώστε να πετύχει κάποιους συγκεκριμένους στόχους. Ποιοι ήταν αυτοί;
- Να διασφαλίσει μια επωφελή συμφωνία μακράς πνοής για τη βάση της Σούδας, ώστε να αναβαθμιστεί έμπρακτα ο περιφερειακός ρόλος της Ελλάδας.
- Να δώσει έμφαση στην προσέλκυση συγκεκριμένων επενδύσεων για την ανάκαμψη της οικονομίας μας.
- Να επιτύχει κάποιες συγκεκριμένες δεσμεύσεις της αμερικανικής ηγεσίας σε εθνικά μας ζητήματα, που αφορούν την Τουρκία, το Κυπριακό, τα Σκόπια, το μεταναστευτικό.
- Και φυσικά να αξιοποιήσει τη δύναμη και την επιρροή της ομογένειας, να συζητήσει μαζί τους, για το πως θα ενισχυθούν οι σχέσεις της μητέρας Πατρίδας με τη δυναμική ομογένεια των Η.Π.Α..
Τί έκανε για όλα αυτά ο κ. Τσίπρας; Ουσιαστικά τίποτε. Με εξαίρεση κάποιες ωραίες φωτογραφίες και κάποια λόγια διπλωματικής αβρότητας, από αυτά που πάντα λέγονται, δεν ελήφθη στην Ουάσιγκτον καμιά πραγματική απόφαση που να αναβαθμίζει το γεωστρατηγικό ρόλο της Ελλάδας στην περιοχή. Στα ζητήματα της ελληνοαμερικανικής συνεργασίας επίσης δεν είδαμε χειροπιαστό αποτέλεσμα. Ούτε καν για το ζήτημα της Σούδας, όπου η Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ προτιμά τις ετήσιες ανανεώσεις, αντί να υπογράψει μία πολυετή συμφωνία, φυσικά με τα μεγαλύτερα δυνατά ανταλλάγματα για τη χώρα μας. Γιατί το κάνει αυτό ο κ. Τσίπρας; Για τον απλό λόγο, ότι οι ετήσιες ανανεώσεις δεν χρειάζονται έγκριση της Βουλής, ενώ η πολυετής συμφωνία αμυντικής συνεργασίας πρέπει να εγκριθεί από το Εθνικό Κοινοβούλιο. Και ο κ. Τσίπρας δεν θέλει να μπει σε μια τέτοια δοκιμασία. Ως γνωστόν ο ίδιος δεν φοβάται, ούτε ντρέπεται από τη μια να συκοφαντεί κάποιον και από την άλλη να τον κολακεύει. Μέσα σε ένα χρόνο κατάφερε να εκθειάσει και τον Φιντέλ Κάστρο στην κηδεία του και τον κ. Τραμπ στην επίσκεψή του στον Λευκό Οίκο. Και τους δύο πάντα για το καλό της ανθρωπότητας! Τόση συνέπεια. Φοβάται όμως ο κ. Τσίπρας, όλους όσοι ζουν ακόμα – και είναι αρκετοί μέσα στο ΣΥΡΙΖΑ – με τις αναμνήσεις των διαδηλώσεων έξω από την αμερικανική πρεσβεία. Και επειδή δεν μπορεί να τους χειριστεί, επειδή τα ψέματά του έχουν κοντά πόδια και δεν κολυμπούν μέχρι την άλλη άκρη του Ατλαντικού, ο κ. Τσίπρας στερεί τη χώρα από ένα δυνατό διαπραγματευτικό όπλο. Ένα όπλο που θα βελτίωνε το ρόλο και τη θέση της σε μία ταραγμένη εποχή. Για άλλη μια φορά, οι εσωκομματικές ισορροπίες του ΣΥΡΙΖΑ μπαίνουν πάνω από τα ζωτικά συμφέροντα της χώρας.
Για τα εθνικά μας ζητήματα, για την μεγάλη προκλητικότητα της Τουρκίας, το Κυπριακό, το μεταναστευτικό, δεν ακούστηκε μία λέξη. Δεν ξέρω αν υπήρχαν καν στην ατζέντα. Στο ζήτημα των επενδύσεων επίσης δεν ελήφθη καμία ουσιαστική απόφαση. Δεν υπήρχε καμία επιχειρηματική αποστολή που να συνόδεψε τον κ. Τσίπρα. Μερικά «ΘΑ» μόνο, από αυτά που ακούμε τακτικά από τον κ. Τσίπρα και στα οποία πλέον κανείς δεν δίνει σημασία.
Εδώ θέλω να είμαι σαφής: Η αναβάθμιση των μαχητικών μας αεροσκαφών είναι απολύτως αναγκαία. Για την Παράταξή μας το αξιόμαχο των Ενόπλων Δυνάμεων και η αμυντική θωράκιση της χώρας μας είναι αδιαπραγμάτευτα ζητήματα υψίστης προτεραιότητας. Ο τρόπος όμως με τον οποίο έχει χειριστεί μέχρι τώρα το ζήτημα η Κυβέρνηση γεννά πολλά ερωτήματα. Οι Έλληνες πολίτες έμαθαν τι έχει συμβεί, όχι από τον Έλληνα πρωθυπουργό, αλλά από τον Πρόεδρο Τραμπ. Το ίδιο κι εμείς, τα Κόμματα της Αντιπολίτευσης. Δεν είχαμε και δεν έχουμε ακόμα καμία σοβαρή και υπεύθυνη ενημέρωση για το τι θα συμβεί. Και αυτό δείχνει πώς χειρίζεται η ερασιτεχνική παρέα του Μαξίμου ένα κρίσιμο θέμα υψίστης εθνικής σημασίας. Βασικά θέματα, δεν έχουν ακόμα διευκρινιστεί. Πόσο τελικά θα είναι το ύψος της δαπάνης; 2,4 δις ευρώ είπε ο κ. Τραμπ, χωρίς να τον διορθώσει κανείς ή 1,1 δις λέει ο κ. Καμμένος και ο κ. Τσίπρας. Πόσα αεροσκάφη θα αφορά; Πότε θα παραδοθούν τα αναβαθμισμένα αεροσκάφη; Ποια θα είναι η συμμετοχή της Ελληνικής Αμυντικής Βιομηχανίας; Ποιες είναι οι δράσεις που θα αναλάβει; Ποιοι είναι οι όροι αποπληρωμής τους; Θα υπάρξουν αντισταθμιστικά; Δεν γνώριζε ο Υπουργός Άμυνας για τα αντισταθμιστικα ότι αυτά έχουν καταργηθεί; Και προφανώς δεν θυμάται ότι τα αντισταθμιστικά στο παρελθόν ήταν πεδία αδιαφάνειας και σκανδάλων. Σήμερα ποιος θα μας ενημερώσει τι ακριβώς θα περιλαμβάνουν; Για όλα αυτά χρειάζονται απαντήσεις. Τις οποίες μέχρι τώρα δεν έχουμε λάβει. Κάθε μέρα ακούγονται από τον Υπουργό Εθνικής Αμύνης διαφορετικά σενάρια. Γι’ αυτό το λόγο ζητήσαμε να υπάρξει υπεύθυνη και αξιόπιστη ενημέρωση της αρμόδιας Επιτροπής της Βουλής.
Θέλω να είμαι τελείως ξεκάθαρος. Δεν πρόκειται να αποδεχθούμε καμία απόφαση που δεν λαμβάνεται σε συνθήκες απόλυτης διαφάνειας. Αρκετά πληρώσαμε τους μεσάζοντες και τα αντισταθμιστικά από τα οποία κάποιοι έγιναν πλούσιοι από το υστέρημα του ελληνικού λαού. Δεν μπορεί η αμυντική θωράκιση της χώρας να γίνεται εισιτήριο για να πάνε ταξίδια ο κ. Τσίπρας και ο κ. Καμμένος, με την ελπίδα ότι θα παραμείνουν στην εξουσία.
Και για να κλείσω το κεφάλαιο Τσίπρας – Καμμένος στην Αμερική, υπενθυμίζω ότι ζητήσαμε, επιτακτικά από την Κυβέρνηση να ενισχύσει τους δεσμούς της μητέρας Πατρίδας με τους Έλληνες της ομογένειας. Και να συζητήσει μαζί τους το πάγιο αίτημα των ομογενών, να μπορούν – όσοι έχουν το δικαίωμα, όσοι είναι εγγεγραμμένοι στους εκλογικούς καταλόγους – να ψηφίζουν στις εθνικές εκλογές από τον τόπο της κατοικίας τους. Τους το χρωστάμε. Όχι μόνο σ’ αυτούς που έφυγαν από την Ελλάδα και έκτισαν την ζωή τους στο εξωτερικό, αλλά και στους 400 χιλιάδες συμπολίτες μας που έφυγαν από τη χώρα τα τελευταία χρόνια της κρίσης. Τα ελάχιστο που τους οφείλει το ελληνικό Κράτος είναι να τους δώσει τη δυνατότητα να μπορούν να ασκούν το αυτονόητο εκλογικό τους δικαίωμα στις βουλευτικές εκλογές από το μόνιμο τόπο κατοικίας τους. Όπως ήδη συμβαίνει με Βρετανούς, Γάλλους, Ιταλούς, Αυστριακούς, Κολομβιανούς, Φιλιππινέζους. Σχεδόν όλες οι χώρες δίνουν αυτή τη δυνατότητα στους πολίτες οι οποίοι διαμένουν εκτός της Πατρίδας τους, να ψηφίζουν από το μόνιμο τόπο της διαμονής τους. Αναγκάστηκα να επανακαταθέσω προχθές την πρόταση νόμου μας για να δοθεί η δυνατότητα της ψήφου στους Έλληνες που διαμένουν στο εξωτερικό. Μια πρόταση νόμου που Κυβέρνηση έχει αρνηθεί εδώ και ενάμιση χρόνο να συζητήσει. Δεν μπορεί όμως το άγχος της πολιτικής επιβίωσης μιας ανήθικης Κυβέρνησης, να στερεί θεμελιώδη δημοκρατικά δικαιώματα από εκατοντάδες χιλιάδες – για να μην πω εκατομμύρια – συμπατριώτες μας.
Συνοψίζω λοιπόν για το ταξίδι του κ. Τσίπρα στην Αμερική: Αντί η Κυβέρνηση να αξιοποιήσει τις περιστάσεις, αποδείχθηκε κατώτερη τους.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
Όσο η χώρα θα σέρνεται, τόσο η διεθνής παρουσία της θα υποβαθμίζεται. Και αυτό γίνεται σε μια εξαιρετικά κρίσιμη διεθνή συγκυρία. Σε μια Ευρώπη που αλλάζει, η Ελλάδα πρέπει να επανέλθει το συντομότερο στο κέντρο των εξελίξεων. Οι επόμενοι 15 μήνες, είναι μήνες κρίσιμοι για το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μια Ένωση, που όλοι συμφωνούμε, ότι ειδικά μετά το τραύμα του Brexit, πρέπει να αλλάξει, να θεραπεύσει τις αδυναμίες της, να βρει το βηματισμό της, να ενισχύσει τη θέση της στο παγκόσμιο στερέωμα. Είναι πάρα πολύ σημαντικό για την Πατρίδα μας, για την Ελλάδα, να προσέλθει σε αυτήν τη συζήτηση ως ισότιμος συνομιλητής και όχι ως το προβληματικό μέλος της Ευρωζώνης. Ένας ισότιμος συνομιλητής με άποψη για την Ευρώπη στο σύνολό της. Και όχι μόνο για τα θέματα ελληνικού ενδιαφέροντος. Ειδικά στα ζητήματα που αφορούν στην κοινή αμυντική πολιτική, στην μεταναστευτική πολιτική, στην πολιτική φύλαξης των συνόρων, η Ελλάδα πρέπει, για αυτονόητους λόγους, να έχει βαρύνοντα λόγο. Τα ελληνικά σύνορα είναι και ευρωπαϊκά σύνορα. Το προσφυγικό – μεταναστευτικό πρόβλημα είναι ευρωπαϊκό. Δεν είναι μόνο ελληνικό. Δεν είναι μόνο περιφερειακό. Ο τρόπος που θα αντιμετωπιστεί το φλέγον προσφυγικό ζήτημα που αναζωπυρώνεται καθημερινά, θα κρίνει σε μεγάλο βαθμό το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ήδη καθορίζει εκλογικά αποτελέσματα σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Διότι η Ευρωπαϊκή Ένωση δίχως αλληλεγγύη απλά θα καταρρεύσει.
Απαιτούνται συντονισμένες ευρωπαϊκές πρωτοβουλίες στις οποίες η Ελλάδα, ως η πλέον επαπειλούμενη χώρα, θα έπρεπε να πρωτοστατεί. Δυστυχώς, η σημερινή Κυβέρνηση δεν είναι σε θέση να αναλάβει αξιόπιστες πρωτοβουλίες. Όχι μόνο διότι είναι αναξιόπιστη. Αλλά γιατί και στο προσφυγικό πρόβλημα, όπως και οπουδήποτε αλλού, η Κυβέρνηση Τσίπρα δεν είχε κανένα σχέδιο. Είναι δέσμια των ιδεολογικών της αγκυλώσεων. Χωρίς να αντιλαμβάνεται ότι η προστασία των συνόρων είναι πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας. Δυστυχώς, σε μια εποχή που τα νησιά μας γεμίζουν πάλι μετανάστες, ο αριθμός των οποίων έχει ξεπεράσει τις αντοχές των τοπικών κοινωνιών. Αλλά για όλα αυτά δεν μιλά ο κ. Τσίπρας. Φοβάται μήπως ερεθίσει τα αριστερά αντανακλαστικά κάποιων συντρόφων του. Το προσφυγικό μπορεί να περιμένει, θυσία και αυτό στο βωμό των εσωκομματικών ισορροπιών.
Και βέβαια, στο βωμό των εσωκομματικών ισορροπιών θυσιάζονται και τα ζητήματα ασφάλειας. Οι συμμορίες λυμαίνονται τα Πανεπιστήμια μας. Η αστυνομία είναι απούσα από το κέντρο της Αθήνας. Χιλιάδες βαρυποινίτες έχουν αποφυλακιστεί με τον νόμο Παρασκευόπουλου. Νέα γκέτο ανομίας δημιουργούνται στη Δυτική Αθήνα. Και σε όλα αυτά θέλω να είμαι απόλυτος. Η Νέα Δημοκρατία δεν θα ανεχθεί την κατάλυση του Κράτους Δικαίου. Δεν θα επιτρέψει φαινόμενα ανομίας που πλήττουν καθημερινά τους συμπολίτες μας και ιδίως τους πιο αδύναμους. Η Νέα Δημοκρατία δεν θα δεχθεί να ξαναγίνει η χώρα ξέφραγο αμπέλι.
Και αν αυτό δεν αρέσει σε κάποιους, αν σπεύδουν κάποιοι να δώσουν ιδεολογικό πρόσημο σε αυτή την πολιτική, να γνωρίζουν ότι με τις απόψεις αυτές συντάσσεται η μεγάλη πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας ασχέτως ιδεολογικών αποχρώσεων.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
Η Ελλάδα είναι δυστυχώς ανίσχυρη και απούσα σε μια πολύ κρίσιμη συγκυρία. Χρειαζόμαστε μια ισχυρή Ελλάδα σε μια ισχυρή Ευρώπη. Και είναι αυτονόητο πως όσο καλύτερη είναι η εσωτερική κατάσταση της χώρας, όσο ισχυρότερη είναι η οικονομία μας, τόσο ισχυρότερη θα είναι και η φωνή μας στην Ευρώπη. Σε αυτή τη συζήτηση, που είναι ζωτικής σημασίας για τα άμεσα συμφέροντα της χώρας, η Νέα Δημοκρατία συμμετέχει ενεργά.
Είχα την ευκαιρία, την προηγούμενη εβδομάδα να μιλήσω για τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τη νέα Ευρώπη και το ρόλο της Ελλάδας σε αυτή. Συνομίλησα με τον Πρόεδρο Γιούνκερ με πολλούς Επιτρόπους, είχα την ευκαιρία να εκθέσω τις απόψεις μου. Θα έχω την ευκαιρία πολύ σύντομα, σε δύο εβδομάδες, να βρεθώ στην Ολομέλεια του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος στο Στρασβούργο να συμμετέχω, με τον Αντιπρόεδρο της Επιτροπής κ. Κατάινεν, σε μια συζήτηση για το μέλλον και το σχέδιό μας για τη νέα Ευρώπη.
Η Νέα Δημοκρατία είναι η μόνη πολιτική δύναμη που έχει συγκροτημένο σχέδιο για την επόμενη μέρα. Και μπορεί να προτάξει τον ρόλο της Ελλάδας σε μια Ευρώπη που αλλάζει. Να αξιοποιήσει ουσιαστικά και όχι επικοινωνιακά τα γεωπολιτικά συγκριτικά πλεονεκτήματά μας. Γιατί εμείς, εν αντιθέσει με το ΣΥΡΙΖΑ, δεν ανακαλύψαμε την Ευρωπαϊκή Ένωση το 2016 και την Αμερική το 2017. Είμαστε η μεγάλη υπεύθυνη και προοδευτική Παράταξη που, για ακόμη μια φορά, θα επωμιστεί το μεγάλο βάρος της εξόδου της χώρας από μεγάλη εθνική κρίση, όπως αυτή που δυστυχώς ενέτεινε ο ΣΥΡΙΖΑ. Γι’ αυτό οι επόμενοι μήνες έχουν μεγάλη σημασία.
Μην έχετε – και είμαι σίγουρος ότι δεν έχετε – καμία αμφιβολία: Οι κυβερνώντες θα κάνουν τα πάντα για να μείνουν γαντζωμένοι στην εξουσία. Αυτό μεγιστοποιεί τις ευθύνες μας. Είμαστε εδώ για να κάνουμε δυναμική και ταυτόχρονα υπεύθυνη Αντιπολίτευση. Αυτός είναι ο δημοκρατικός μας ρόλος. Είμαστε εδώ να καταγγείλουμε, για να στηλιτεύσουμε τα νέα ψέμματα και τον απωθητικό κυνισμό μιας ανεύθυνης Κυβέρνησης.
Αλλά – και θα επιμείνω σε αυτό – είμαστε εδώ και για να προβάλουμε το θετικό μας λόγο. Να πείσουμε τους πολίτες ότι υπάρχει άλλος δρόμος για τη χώρα. Να δώσουμε σε μια κουρασμένη κοινωνία, που αντιμετωπίζει την πολιτική με μεγάλο κυνισμό, πραγματική ελπίδα και προοπτική.
Έχουμε ξεκινήσει την πορεία προς το Συνέδριό μας. Θεωρώ ότι τα δύο πρώτα Προσυνέδριά μας – για όσους τα παρακολούθησαν – είχαν μεγάλη επιτυχία. Κάναμε κάτι διαφορετικό από τα συνηθισμένα. Και αυτό είναι κάτι το οποίο αναγνωρίστηκε και από αυτούς που συμμετείχαν, αλλά και από όσους τα παρακολούθησαν.
Αποδεικνύουμε διαρκώς ότι είμαστε ένα Κόμμα ανοιχτό στην κοινωνία, σε διάλογο μαζί της. Ένα Κόμμα που δίνει φωνή σε κάθε πολίτη που θέλει να ενισχύσει την προσπάθειά μας. Θα συνεχίσουμε με πέντε ακόμα Προσυνέδρια για να καταλήξουμε στο Συνέδριό μας στις 16 και 17 Δεκεμβρίου, όπου θα δείξουμε στις Ελληνίδες και τους Έλληνες ότι υπάρχει εναλλακτική πολιτική πρόταση. Ότι υπάρχει ένα σχέδιο ικανό και αξιόπιστο να πάει την Ελλάδα μπροστά. Και αυτή η πρότασή μας πρέπει να φτάσει σε κάθε γειτονιά, σε κάθε σπίτι, σε κάθε χώρο εργασίας. Και περιμένω πολλά από εσάς σε αυτή την κατεύθυνση. Σας θέλω όλους στην πρώτη γραμμή. Θέλω ακόμη να σας ζητήσω να στηρίξετε, όπως εσείς ξέρετε, τα νεότερα στελέχη που τώρα μπαίνουν στην πολιτική. Ξέρετε – και ακούω συχνά και κάποιες επιφυλάξεις για αυτό – η ανανέωση δεν είναι απειλή για ένα Κόμμα, πόσο μάλλον για τους βουλευτές του. Αποτελεί ανάγκη και όρο εκσυγχρονισμού και προόδου.
Τολμώ να πω ότι μπορεί να αποτελεί μέχρι και συνθήκη πολιτικής επιβίωσης. Και αυτό είναι τελικά σε όφελος όλων μας. Όσο πιο δυνατή και μεγάλη είναι η Νέα Δημοκρατία τόσο πιο ωφελημένοι θα είμαστε όλοι και ανανέωση ανανέωση είναι μια εντολή την οποία έλαβα όταν εκλέχτηκα αρχηγός από τη βάση. Και η ανανέωση της Νέας Δημοκρατίας θα προχωρήσει.
Το Κόμμα θα συνεχίσει να διευρύνεται και να μεγαλώνει. Αυτό ζητά η μεγάλη πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας την οποία πρέπει να εκφράσουμε.
Και η μεγάλη μας πρόκληση και μπορούμε να το κάνουμε είναι ότι έχουμε την δυνατότητα να ενώνουμε την πείρα και τη γνώση με το νέο. Πάμε μπροστά, όλοι μαζί.
Κυρίες και κύριοι,
Αγαπητοί μου συνάδελφοι,
Δεν μας αρκεί να κερδίσουμε επειδή ο κόσμος έχει αποφασίσει ότι η σημερινή Κυβέρνηση πρέπει να φύγει. Δεν θέλουμε μόνο να χάσει ο ΣΥΡΙΖΑ. Αν αρκεστούμε σε αυτό θα έχουμε υπονομεύσει την επόμενη μέρα στην εξουσία. Θέλουμε να κερδίσει η Νέα Δημοκρατία. Ζητάμε τη θετική στήριξη των πολιτών. Ζητάμε την εμπιστοσύνη τους. Έχουμε διδαχθεί από τα λάθη μας, από το παρελθόν μας. Έχουμε μάθει κι από τα δικά μας λάθη, αλλά έχουμε μάθει κι από τα λάθη των άλλων. Δεν ερχόμαστε πάλι για να κάνουμε ακριβώς τα ίδια, αλλά για να κάνουμε την διαφορά. Με ένα σχέδιο ανάπτυξης και κοινωνικής συνοχής. Σε μια Ευρώπη που αλλάζει και προχωρά με γρήγορους ρυθμούς εμείς δεν μπορούμε να μένουμε καθηλωμένοι. Το μέλλον δεν μπορεί να περιμένει. Όχι άλλα χαμένα χρόνια. Όχι άλλες χαμένες ευκαιρίες. Όχι άλλες ξενιτεμένες γενιές. Όχι στη φτώχεια και στον φόβο. Όχι στους φόρους και στα ψέματα. Ναι σε μια Ελλάδα που αξίζει πολύ καλύτερα.