1821. Θα μάθουμε την αλήθεια; (Α΄ μέρος)

Από τον Στέλιο Παρασκευόπουλο για λογαριασμό της Boulevard, μηνιαία free pres εφημερίδα

Τι διδάσκει σήμερα το 1821; Δεν νομίζω πολλά πράγματα στους συγκαιρινούς Έλληνες της μεταπολιτευτικής αποδομημένης Ελλάδος· αν και πιστεύω ότι σε κάποια μικρή αποθήκη της ατομικής ή συλλογικής ιστορικής συνείδησης υπάρχουν φυλαγμένες –έστω σκονισμένες, οι αρετές των Ελλήνων, τα νοήματα και οι μεγάλες αξίες του Ελληνισμού. Οι νέου τύπου Έλληνες, έτσι όπως διαμορφώθηκαν τα τελευταία σαράντα χρόνια, δεν διδάχτηκαν (στην πλειονότητά τους) τίποτε για το πιο μέγιστο γεγονός της πατρίδας τους και αυτό επειδή ποτέ δεν θέλησαν να διαβάσουν και να μάθουν την ιστορία τους. Και όσοι την έμαθαν, την έμαθαν όχι στα βαθύτερα διδάγματά της, όχι σε αδιάψευστα γεγονότα, αλλά απλοϊκά, πάνω σε εύκολους και βολικούς μύθους. Μύθους που απλώς τροφοδότησαν είτε έναν εθνικό εγωκεντρισμό μιας αποϊδεολογικοποιημένης και αδιάβαστης «Δεξιάς» (λεβεντοπατρωτισμός) είτε μία ιδεοληπτική μονολιθικότητα της «Αριστεράς» που άμεσα ή έμμεσα οδήγησε σε εθνική αποστέγνωση (εθνομηδενισμός).

Η μία πλευρά απαρνήθηκε να υπερασπιστεί παρακαταθήκες και παραδόσεις. Ίσως και να εναντιώθηκε. Ταυτόχρονα, αρνήθηκε με αναχρονιστική αντίληψη να συζητήσει λάθη και ανακρίβειες, οχυρωμένη πίσω από γυάλινους μύθους. Η άλλη πλευρά αποκήρυξε, με μυωπική κομματική αντίληψη, τον εθνικό αγώνα του ’21. Με συστηματική απομόνωση ή διαστρέβλωση γεγονότων και στοιχείων, κόντυνε ένα υπέρτατο ιστορικό γεγονός του Έθνους στα πολύ μικρά μέτρα ενός υποτιθέμενου ταξικού αγώνα. Δικαίως η «Αριστερά»… πανηγυρίζει για τον μεταπολιτευτικό της ιδεολογικό ηγεμονισμό και για την αποκλειστική από την ίδια διαχείριση της Ιστορίας, της γλώσσας και της θρησκείας μας.

Οι ιστορικές ευθύνες είναι προφανείς σε ποια πλευρά ανήκουν.

Φυσικά ο σπόρος της αποδόμησης βρήκε πρόσφορο έδαφος· την καμένη εθνικόφρονα γη που άφησε πίσω της η στρατιωτική χούντα με αποτέλεσμα, αν και ο πολιτικός κόσμος της μεταπολίτευσης ήταν ακριβώς ολόιδιος με αυτόν της προδικτατορικής περιόδου (με εξαίρεση τον θεσμό του ανώτατου πολιτειακού άρχοντος), μια ολόκληρη κοινωνία να στραφεί προς τα «Αριστερά». Και αν σήμερα μιλάμε για εθνική αποδόμηση και εκπεσμό πατροπαράδοτων αξιών (όσοι μιλάμε), αυτό δεν μπορεί να συνέβη τυχαία και δεν μπορεί να αποσυνδεθεί από την πολιτική μετατόπιση του λαού.

Η Ιστορία, πάντως, όπως και ο ελληνικός πολιτισμός, δεν είναι προνόμιο κανενός κόμματος. Είναι δικαίωμα του Γένους των Ελλήνων και ανήκει αποκλειστικά στις θυσίες του. Ανήκει στο αίμα, τα δάκρυα και τον πόνο ενός ολόκληρου Έθνους. Προπάντων, η Ιστορία δεν πρέπει να είναι μόνο εθνικοί πανηγυρισμοί ή εθνικοί αφορισμοί. Είναι και κάτι ακόμη βαθύτερο: Αυτογνωσία. Η αναγνώριση γνώση των λαθών, των παραλείψεων και των αδυναμιών δεν πρέπει να φοβίζουν κανέναν Έλληνα. Η αυτογνωσία προφυλάσσει. Και αυτός είναι ο ρόλος της Ιστορίας. Να καταστεί πολίτες και πολιτικούς, ταγούς και λαϊκούς, προσεκτικότερους στο μέλλον. Να αναβαθμίζει τη σκέψη τους· να προοδεύει τις αντιλήψεις και τις συμπεριφορές τους.

Ας περάσουμε λοιπόν στο 1821, με την πεποίθηση ότι οι αναγνώστες της Boulevard, ως σκεπτόμενοι και ανεξάρτητοι πολίτες που είναι, δεν ακολουθούν τον κανόνα «η αυτοαξιολόγηση είναι χαρακτηριστικό του Έλληνα. Η αυτοεκτίμηση είναι χαρακτηριστικό των Ελλήνων και των έργων τους. Έτσι λέγεται ότι οι Έλληνες έχουν την πιο περήφανη και την πιο ευτυχή εθνική ταυτότητα. Αποσιωπούν ό,τι απαξιωτικό κατέγραψε η ιστορία τους (διχασμούς και διαφθορές), μεγαλοποιούν και ωραιοποιούν κάθε ευεργετικό και όποια τους επιτυχία». (Ελένη Γλύκατζη – Αρβελέρ: «Πόσο Ελληνικό είναι το Βυζάντιο», «Αθήνα 2016, Εκδόσεις Gutenberg»).

Οι μύθοι

Δεν βλέπω, λοιπόν, τον λόγο γιατί δεν πρέπει να παραδεχτούμε, όταν πλέον, από άκρως αξιόπιστες πηγές και μαρτυρίες φαίνεται ότι την Επανάσταση δεν την ευλόγησε ο Παλαιών Πατρών Γερμανός στο μοναστήρι της Αγίας Λαύρας.

Δεν βλέπω γιατί πρέπει να σκεπαστεί το αδιάψευστο γεγονός ότι το Πατριαρχείο, ο Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε΄ (που ωστόσο ο μαρτυρικός θάνατός του από τους Οθωμανούς τον κατέταξε στους εθνομάρτυρες) αφόρισε την Επανάσταση, την Φιλική Εταιρεία και τον αρχηγό της Αλέξανδρο Υψηλάντη.

Γιατί να μην αναγνωριστεί ότι εκτός από τα «κρυφά σχολεία» υπήρχαν και τα «φανερά» στην επικράτεια του υπόδουλου Ελληνισμού απ’ όπου αποφοιτούσαν οι λεγόμενοι γραμματικοί (λογιστές κατά κάποιον τρόπο της εποχής) και που στη συνέχεια προσλαμβάνονταν στις εμπορικές δραστηριότητες των Ελλήνων (Ελλήνων Κοινότητες).

Ας υπενθυμιστούν: η «Πατριαρχική Ακαδημία», μετονομασθείσα αργότερα «Μεγάλη του Γένους Σχολή» επαναλειτούργησε τον αμέσως επόμενο χρόνο, το 1454, της Άλωσης της Κωνσταντινουπόλεως (λειτουργούσε και πριν την Άλωση). Η επαναλειτουργία της έγινε από τον Πατριάρχη Γεννάδιο μετά από προνόμια που παραχώρησε στο Πατριαρχείο ο Μωάμεθ ο Β΄ ο πορθητής.

Η «Ευαγγελική Σχολή», στην οποία μαθήτευσε ο Αδαμάντιος Κοραής, λειτούργησε αρχικά στη Σμύρνη ως «Ελληνικόν Σχολείον» το 1733. Όπως προαναφέρθηκε, από καμία αντικειμενική μαρτυρία δεν καταφαίνεται ότι Παλαιών Πατρών Γερμανός ύψωσε και ευλόγησε όπλα και σημαίες στην Αγία Λαύρα. Ο μύθος διαπιστώνεται, γιατί περί μύθου πρόκειται, εάν κανείς διαβάσει την τετράτομη «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως» του Σπυρίδωνος Τρικούπη (άραγε πόσοι από τους σημερινούς Έλληνες την έχουν διαβάσει;). Διαπιστώνεται επίσης, με πολλές ακόμη λεπτομέρειες, από το δίτομο ομότιτλο έργο του Άγγλου Γεωργίου Φίνλεϋ, το οποίο εκδόθηκε το 2008 (ανέκδοτο για περίπου έναν αιώνα!) από την Βουλή των Ελλήνων σε μετάφραση (παρακαλώ) του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη (άραγε πόσοι Έλληνες το έχουν διαβάσει;). Τέλος, το γεγονός της Αγίας Λαύρας ως γεγονός δεν το έχει αναφέρει ούτε καν ο ίδιος ο «πρωταγωνιστής» της, ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, στα απομνημονεύματά του…

Για την ιστορική αλήθεια να αναφέρουμε ότι η Ελληνική Επανάσταση ευλογήθηκε με την κήρυξή της, στο Ιάσιο, στην εκκλησία των Τριών Ιεραρχών, όπου ο Μητροπολίτης Βενιαμίν σύμφωνα με το βυζαντινό έθιμο παρέδωσε το ξίφος στον πρίγκηπα Αλέξανδρο Υψηλάντη… Ας επισημανθεί μετ’ επιτάσεως: κανένα από τα προαναφερόμενα γεγονότα δεν μειώνει –δεν πρέπει να μειώνει– τον ρόλο της Εκκλησίας κατά την διάρκεια της Οθωμανοκρατίας και στους μετέπειτα χρόνους της Επανάστασης. Ούτε βέβαια εξωραΐζεται η απίστευτη βαρβαρότητα που επέδειξε ο Οθωμανός δυνάστης απέναντι στους υπόδουλους Έλληνες. Όσοι τα εκλαμβάνουν ως μοναδικά, αποκόπτοντας τα συνειδητά από σωρεία άλλων γεγονότων, παραβλέποντας το «μείζον», υπηρετούν εσκεμμένα την αποδόμηση του Ελληνισμού. Το ίδιο ισχύει για όσους τα απορρίπτουν κατηγορηματικά. Αρνούμενοι να δεχτούν ότι «το αληθές είναι και εθνικό», του Σολωμού, υπηρετούν επιζήμια τον Ελληνισμό (πατριδοκάπηλοι).

Όσοι, για παράδειγμα, οχυρώνονται αποκλειστικά πίσω από το (ανύπαρκτο) γεγονός της Αγίας Λαύρας και του αφορισμού της Επανάστασης, για να αποδομήσουν την Εκκλησία, κατά συνέπεια τον αγώνα εθνικής συνείδησης των Ελλήνων, πλανώνται πλάνην οικτράν στο σύνολο των συμπερασμάτων τους. Και ο Παλαιών Πατρών Γερμανός και εκατοντάδες ιερείς υπήρξαν μπροστάρηδες της Παλιγγενεσίας και πολλοί εξ αυτών βρήκαν μαρτυρικό θάνατο από τον Οθωμανό δυνάστη. Δεν χρειάζεται να αναφέρουμε ονόματα.

Είναι μακρύς ο κατάλογος. Να μεταφέρω όμως το κλίμα που επικρατούσε όταν ο επαναστατημένοι Έλληνες εισέρχονταν σε τουρκοκρατούμενες περιοχές, παραθέτοντας ένα μικρό απόσπασμα από τα απομνημονεύματα του Φωτάκου, ο οποίος αναφέρεται στην Καρύταινα: «Καθώς έβλεπαν οι Έλληνες τας σημαίας και τους στρατιώτας εσήμαιναν των εκκλησιών τα σήμαντρα, και οι μεν ιερείς έβγαιναν ενδεδυμένοι τα ιερά άμ- φια και με το Ευαγγέλιον εις τα χείρας, οι δε χριστιανοί άνδρες, γυναίκες, παιδία, επαρακαλούσαν τον Θεόν να τους ενδυναμώνη. Ο Αρχιμανδρίτης μάλαιστα εφορούσε μίαν περικεφαλαίαν, και δια τούτο τον εκύταζαν με πολλήν περιέργεια οι άνθρωποι και τον εδέχοντο με μεγάλην υποδοχήν. Είχε δε και σημαιοφόρον έναν καλόγηρον θεώρατον, ο οποίος εκράτει έναν μεγάλον σταυρόν ψηλά εις τα χέρια και επήγαινε πάντοτε μπροστά εις το στράτευμα. Ο κόσμος εγίνετο τοίχος και έκαμναν τον σταυρόν τους καθώς επέρνα ο καλόγερος με τον σταυρό».

Επί Βυζαντίου

Ας εμβαθύνουμε την αναφορά μας στο θέμα της Εκκλησίας, αποφεύγοντας βεβαιότητες. Οι σοβαρές ιστορικές απόψεις, άλλωστε, ακόμη διίστανται. Ο ρόλος της, από την εποχή της Αλώσεως, την περίοδο της τουρκοκρατίας και μέχρι την Επανάσταση, ήταν διφυής.

Κατ’ αρχήν, πολύ πιο πριν από την Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως, διαβλέποντας οι Παλαιολόγοι την κατάρρευση της Αυτοκρατορίας, επιδιώκοντας για την διάσωσή της θρησκευτική συμμαχία με τη Δύση, η ηγεσία της Ορθοδοξίας (Πατριάρχες) ήταν σφόδρα αντίθετη στην ένωση των δύο ηγέτιδων Εκκλησιών (Ανατολικής – Δυτικής). Το επιχείρημα των ανθενωτικών ήταν ότι η συνένωση με το ετερόδοξο παπικό κράτος (Ρώμη) θα αλλοίωνε το ορθόδοξο φρόνημα των χριστιανών του Βυζαντίου και θα επέφερε την αλλαξοπιστία. Για αρκετούς ιστορικούς η αντίδραση των ανθενωτικών, που έφτανε σε σημείο μίσους και αλληλοσπαραγμού, οφείλεται στο ότι οι ίδιοι τρομοκρατήθηκαν στην ιδέα πως δια της ένωσης των Εκκλησιών θα παραμερίζονταν από τον ρωμαιοκαθολικό παπισμό και θα αποστερούνταν της θρησκευτικής εξουσίας, με ό,τι αυτό εξασφάλιζε. Η θέση των ανθενωτικών Πατριαρχών και Επισκόπων σε διάφορες Συνόδους ήταν «καλύτερα τούρκικο φακιόλι παρά τιάρα παπική» ή «καλύτερα να παραδώσου με το σώμα μας στον Τούρκο παρά την ψυχή μας στον καθολικισμό».

Ο Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγος, που το 1274 αποδέχτηκε την ένωση των Εκκλησιών για να προσεταιριστεί τη Δύση, χαρακτηρίστηκε ως προδότης. Αντιμετώπισε τέτοια αντίπραξη που όταν πέθανε η Εκκλησία του αρνήθηκε τη χριστιανική ταφή. Επίσης, στις Συνόδους της Φερράρας και Φλωρεντίας (1438 -1439) ο Αυτοκράτορας Ιωάννης Η΄ Παλαιολόγος, που συνομίλησε περί της ένωσης των δύο Εκκλησιών, για να επιτύχει οικονομική και στρατιωτική συνδρομή από τη Δύση, αντιμετώπισε όλο το μένος των ανθενωτικών και ιδιαίτερα του Γεννάδιου Σχολάριου (μετέπειτα Πατριάρχης επί Μωάμεθ Β΄ του πορθητή) και του Μητροπολίτη Εφέσου Μάρκου Ευγενικού. Όταν επέστρεψε στη Βασιλεύουσα αντιμετώπισε την οργανωμένη αντίδραση του κλήρου και του λαού, αποκαλώντας τον λίγο έως πολύ προδότη, και λίγα χρόνια μετά πέθανε σε βαθιά λύπηση.

Όμως, ως προδότης αντιμετωπίστηκε και ο τελευταίος Έλληνας Αυτοκράτορας του Βυζαντίου, Κωνσταντίνος ΙΑ΄ Παλαιολόγος, όταν στις 12 Δεκεμβρίου του 1452, σε πανηγυρική λειτουργία στην Αγια-Σοφιά ανακήρυσσε την ένωση των Εκκλησιών. Δεν του συγχωρέθηκε ποτέ. Λίγους μήνες αργότερα (29 Μαΐου 1453) περνούσε στη σφαίρα του θρύλου μαχόμενος σαν στρατιώτης «υπέρ Χριστού Πίστεως και Πατρίδος ημών». Τρεις ημέρες νωρίτερα είχε αρνηθεί την πρόταση του πασά της Σινώπης για παράδοση της Πόλης και την ασφαλή φυγάδευσή του. Λίγες ώρες δε πριν από τον θάνατό του κοινώνησε την Θεία Ευχαριστία.

Δεν είναι τυχαία η αναφορά μας στην Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως. Το 1453 έχει άμεση εθνική – θρησκευτική – ιδεολογική – κοινωνική – πολιτική – στρατιωτική συνάφεια με το 1821. Η Επανάσταση του Γένους δεν απέβλεπε σε τίποτε άλλο παρά στην ιστορική επανεμφάνιση του Ελληνισμού, του ελληνορθόδοξου πολιτισμού, που βιαίως διακόπηκε το 1453. «Υπέρ Χριστού Πίστεως» κάλεσε στην τελευταία του ομιλία ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος τους Βυζαντινούς να πολεμήσουν τους Οθωμανούς. «Μάχου υπέρ Πίστεως» κάλεσε με την επαναστατική του δια- κήρυξη ο Αλέξανδρος Υψηλάντης τους Έλληνες να αποτινάξουν τον ζυγό των Οθωμανών.

Να επισημανθεί, ακόμη, ότι από το 1818 η Φιλική Εταιρεία είχε μεταφέρει την έδρα της από την Οδησσό στην Κωνσταντινούπολη. Προφανώς όχι τυχαία. Το όραμα των Φιλικών (και αργότερα πολλών οπλαρχηγών) ήταν ο Ελληνισμός να επανεμφανιστεί από κει όπου είχε διακοπεί. Από την Κωνσταντινούπολη.

Η «Μεγάλη Ιδέα» της Επανάστασης (να το πούμε κι αυτό, δεν βλάπτει) απέτυχε πολιτικά λίγο μετά την κήρυξή της· και πολεμήθηκε επίσης τόσο από τις μεγάλες δυνάμεις της εποχής όσο και από την πολιτική τάξη της υπόδουλης Ελλάδας. Όπως, φυσικά, δεν ευοδώθηκε το άλλο μεγάλο όραμα, αυτό του Ρήγα Φεραίου· το «Βυζαντινό όραμα» ή η «Βαλκανική Ομοσπονδία», όπου η Επανάσταση θα συμπεριελάμβανε το σύνολο του κόσμου στο οποίο κινούνταν ο Ελληνισμός. Η Επανάσταση του 1821 δυστυχώς απέτυχε και στρατιωτικά.

Αυτή είναι μία άλλη μεγάλη αλήθεια, διατυπωμένη από σοβαρούς ιστορικούς. Πριν αναλυθούν οι λόγοι της αποτυχίας, πρέπει να αποδεχτούμε ότι η ελευθερία των Ελλήνων επιτεύχθηκε τελικώς –πρωτίστως, σε τρεις εξωγενείς παράγοντες: α) στη ναυμαχία του Ναυαρίνου το 1827 β) στη Γαλλική εκστρατεία του Μοριά όπου τα γαλλικά στρατεύματα του Μεζόν εκδίωξαν τον επικρατήσαν στην Πελοπόννησο στρατό του Ιμπραήμ γ) στον Ρωσοτουρκικό πόλεμο 1928 – 1929, με την προέλαση των Ρώσων στην Αδριανούπολη, με αποτέλεσμα ο Σουλτάνος να απομακρύνει τα στρατεύματά του από την Ελλάδα (αν έχετε ήδη σπεύσει σε κρίσεις, μην βιάζεσθε. Πιο κάτω θα ειπωθεί τι πέτυχε και τι συνιστά το ’21).

Η υποδούλωση .

Γιατί όμως η Οθωμανοκρατία κράτη- σε τέσσερις αιώνες;

Γιατί η Επανάσταση οργανώθηκε και εκδηλώθηκε πρώτα εκτός Ελλάδας;

Γιατί δεν αποτολμώνται να απαντηθούν τα ερωτήματα;

Προφανώς επειδή οι Έλληνες δεν επιθυμούν ποτέ να παραδεχτούν ούτε τα λάθη τους ούτε τις νοσογόνες (διαχρονικά) παθογένειες τους. Βασικό ρόλο έπαιξε, σύμφωνα με αξιόπιστους ιστορικούς, η «κεφαλή» της Εκκλησίας.

Οι Πατριάρχες στην Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν μέλη της κρατικής διοικητικής μηχανής με τον βαθμό του βεζίρη (υπουργός). Η συνεργασία τους με την «Υψηλή Πύλη» ήταν ισότιμη, έχοντας εξασφαλίσει σωρεία θρησκευτικών και πολιτικών προνομίων, με αντάλλαγμα τον «κατευνασμό» του ορθόδοξου ποιμνίου τους.

Ας δούμε τι γράφει ο Φίνλεϋ (προσωπικός φίλος του λόρδου Βύρωνα), ο οποίος έζησε από κοντά όλα τα μεγάλα γεγονότα της επαναστατικής περιόδου και η άποψή του φαίνεται να είναι ισορροπημένη:

«Από την εποχή που ο σουλτάνος Μωάμεθ ο Β΄ αναδιοργάνωσε υπό τον Πατριάρχη Γεννάδιο την Ελληνική Εκκλησία, οι Έλληνες επίσκοποι ενεργού- σαν στις επαρχίες τους σαν ένα είδος τοποτηρητών των Οθωμανών στους ορθόδοξους πληθυσμούς. Τα εκκλησιαστικά αξιώματα στην ορθόδοξη εκκλησία συχνότερα καταλαμβάνονταν με τη δωροδοκία ενός βεζίρη, παρά από θεολογικές γνώσεις ή χριστιανική οσιότητα.

Ο πιο παρατηρητικός περιηγητής που επισκέφθηκε την Ελλάδα πριν από την Επανάσταση γράφει πως κοινό ήταν το αίσθημα που επικρατούσε στους λαϊκούς ότι οι επίσκοποι υπήρξαν μία από τις μεγάλες αιτίες του παρόντος ξεπεσμού του ελληνικού έθνους. Ούτε έτρεφαν οι Έλληνες γενικά καμμιά εκτίμηση στον ανώτατο κλήρο τους και στους μοναχούς, από τους οποίους αναδεικνύονταν και οι ιεράρχες. Με όλο που οι κληρικοί ήταν συχνά όργανα καταπιέσεως και ένας επίσκοπος με δυσκολία μπορούσε ν’ αποφύγει να συμπεριφέρεται σαν Τούρκος αξιωματούχος, ο κλήρος διατήρησε ζωντανή την ελληνική γλώσσα και ίσως να εμπόδισε και τη διάλυση της εθνικής ενότητος… Και γενικά το ελληνικό έθνος φαίνεται να αγωνίσθηκε περισσότερο για να υποστηρίξει την πατριαρχική και συνοδική εκκλησία της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, απ’ ό,τι η εκκλησιαστική οργάνωση αγωνίσθηκε για να προστατέψει και βελτιώσει το ελληνικό έθνος

Στις αρχές του αιώνα μας (19ος) ο ελληνικός κλήρος, συμμεριζόμενος την γενική γνώμη ότι η Οθωμανική αυτοκρατορία βρισκότανε στα πρόθυρα της διαλύσεως, άρχισε να προσδοκά την γρήγορη απελευθέρωση από την προέλαση των ρωσικών στρατιών. Το ιερατείο λογάριαζε πως πριν από την πάροδο πολλών χρόνων θα μετατόπιζε την υποταγή του στον Τσάρο της Μοσκοβίας. Αλλά ποτέ δεν σκεφτήκανε σαν δυνατό ή σαν επιθυμητό γεγονός την ανεξαρτησία της Ελλάδας.

Ένας ορθόδοξος αυτοκράτορας στον θρόνο της Κωνσταντινούπολης φυσικά θα σταθεροποιούσε και θα επεξέτεινε όλα τα προνόμια του ελληνικού κλήρου».

Η συμμαχία

Ένας άλλος παράγοντας είναι ότι πολλοί Έλληνες πήγαν με το γκουβέρνο (το κράτος). Έλληνες έμειναν όσοι δεν πήγαν με το Οθωμανικό κράτος. Μπέηδες, κοτζαμπάσηδες, δερβέναγες, αρματολοί ήταν Έλληνες που μόνο υπόδουλοι δεν ήσαν, διεκπεραιώνοντας με το αζημίωτο την φοροεισπρακτική πολιτική των Οθωμανών και εισπράττοντας προσόδους από ενοικιάσεις λιμανιών, εκτάσεων, φρούρησης περιοχών, φύλαξης δερβενιών (διόδων) κ.λπ.

Η Ύδρα, οι Σπέτσες, τα Ψαρά και η Κάσος είχαν την πιο χαμηλή φορολόγηση, λειτουργούσαν σαν ανεξάρτητες δημοκρατίες και οι κάτοικοί τους από μόνοι τους κανόνιζαν τα εσωτερικά τους ζητήματα. Οι τοπικοί τους άρχοντες ήταν αιρετοί, πάντοτε χριστιανοί, καθώς στα συγκεκριμένα νησιά ουδέποτε κατοίκησε μουσουλμάνος, οι οποίοι συγκέντρωναν τους φόρους. Η Ζαγορά, όπως και όλα τα χωριά του Πηλίου, ήταν επίσης μια ευημερούσα περιοχή, κατοικημένη από Έλληνες, που απολάμβαναν το προνόμιο της αυτοδιοίκησης και της εκλογής των αρχόντων τους.

Μόνο στα Λεχώνια κατοικούσαν μερικές τουρκικές οικογένειες. Στο Τρίκερι, που βρισκόταν στην είσοδο του κόλπου του Βόλου, κατοικούσαν ναυτικοί, ιδιοκτήτες πολλών καραβιών, ασχολούμενοι στο ακτοπλοϊκό εμπόριο μεταξύ της Ελλάδας, της Θεσσαλονίκης, της Σμύρνης και της Κωνσταντινουπόλεως. Μεγάλη εμπορική πόλη, που διέθετε καράβια και απολάμβανε κάτω από την σουλτανική εξουσία αυτοδιοίκηση και πολλά προνόμια, ήταν και το Γαλαξείδι.

Το 1821, με την έναρξη της Επανάστασης, τα προαναφερόμενα νησιά και πόλεις, εκτός από τα εκατοντάδες καΐκια στα λιμάνια τους, διέθεταν συνολικά 320 βρίκια και γολέτες, από 60 μέχρι 400 τόνους, τα οποία επανδρώνονταν από 12.000 και περισσότερους ναύτες. Τα περισσότερα πλοία, 115 τον αριθμό, μεγαλύτερα των 100 τόνων, διέθετε η Ύδρα. Ακολουθούσαν οι Σπέτσες με 60. Να σημειωθεί ακόμη ότι η Μάνη, με την πατριαρχική δομή των μεγάλων οικογενειών, εξαγόραζε την αυτονομία της με 15.000 γρόσια τον χρόνο. Η κατάσταση των Ελλήνων τις παραμονές της Επανάστασης, σύμφωνα με τον Φίνλεϋ και άλλων ξένων ιστορικών που ήρθαν στη χώρα μας ως φιλέλληνες, μπορεί να παρουσιαστεί με δύο διαφορετικές απόψεις. Και υπάρχουν απειράριθμα γεγονότα για να αποδείξουν και τις δύο αληθινές.

Κατά την πρώτη άποψη οι Έλληνες παρουσιάζονται καταπιεζόμενοι και εξευτελιζόμενοι, ενώ κατά την δεύτερη σαν ευτυχισμένος λαός που ευημερούσε, που απολάμβανε ένα πλήθος από πολύτιμα προνόμια. Θα μπορούσε να γίνει μια σύγκριση μεταξύ της κατάστασης των Ελλήνων ραγιάδων του σουλτάνου και των Ρώσων δουλοπαροίκων του τσάρου.

Οι χριστιανοί που καλλιεργούσαν την γη στην Οθωμανική αυτοκρατορία απολάμβαναν μεγαλύτερο ποσοστό καρπών από τον μόχθο τους, παρά οι χριστιανοί χωρικοί για παράδειγμα της Πολωνίας ή της Ουγγαρίας. Πάντως, όπως έχει σημειώσει ο Τάσος Βουρνάς, ναι μεν η φορολογία των αγροτών ήταν ελαφρότερη απ’ αυτή της βυζαντινής περιόδου, αλλά η επιβάρυνση ήταν αναλογικά μεγαλύτερη για τους χριστιανούς παρά για τους Τούρκους.

Πέραν του ότι απέδιδαν στον γαιοκτήμονα (Έλληνα ή Οθωμανό) το 1/10 ή το 1/7 του ακαθάριστου προϊόντος (δούλευαν τις γαίες με δικά τους έξοδα), επιβαρυνόταν επιπλέον με πλήθος κοινοτικών και εκκλησιαστικών εισφορών, καθώς και από το χαράτσι (κεφαλικός φόρος) που τις παραμονές της Επανάστασης είχε φθάσει 4 δράμια περίπου ασήμι τον χρόνο. Όμως, εκτός από τον έγγειο φόρο, που καταβαλλόταν σε είδος, η Οθωμανική διοίκηση εξανάγκαζε τους καλλιεργητές να την προμηθεύουν με μια προκαθορισμένη ποσότητα σίτου για τον εφοδιασμό της Κωνσταντινουπόλεως. Η ζημιά που παρουσιαζόταν από αυτό το δικαίωμα της προαγοράς (συνήθως «μπιτ παρά») έπεφτε βαριά πάνω στους χωρικούς.

Ο Έλληνας αστός, κατά τον Φίνλεϋ, απολάμβανε σε μεγαλύτερο βαθμό την ελευθερία του λόγου και είχε τόση επιρροή στα τοπικά ζητήματα της πόλης του, όσο και ο πολίτης της Γαλλικής αυτοκρατορίας του Ναπολέοντος του Α΄.

Οι τάξεις

Οι Έλληνες διαιρούνταν σε τέσσερις τάξεις, τον κλήρο, τους προεστούς, τον αστικό πληθυσμό ή τους αστούς (πραματευτάδες, βιοτέχνες, καραβοκυραίους, τεχνίτες κ.ά.) και τον αγροτικό πληθυσμό. Για τους προεστούς γράφει ο Φίνλεϋ στην «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως»: «Οι προεστοί της Ελλάδας αποτελούσαν το υποκατάστατο μιας αριστοκρατίας. Η πραγματική αριστοκρατία του ελληνικού έθνους είχε εξοντωθεί με την Οθωμανική κατάκτηση. Τα μέλη της είτε σφαγιάστηκαν από τους Τούρκους ή εξορίσθηκαν ή πεισθήκανε να προσηλυτιστούν τον μωαμεθανισμό. Αρκετοί αποστάτες διακεκριμένων ελληνικών οικογενειών κατέλαβαν υψηλά αξιώματα στην υπηρεσία του σουλτάνου. Ο Μωάμεθ Β΄ με προμελετημένο σχέδιο θανάτωσε κάθε Έλληνα που ασκούσε οποιαδήποτε πολιτική επιρροή, βρίσκοντάς τον σαν τον απλούστερο τρόπο για την επικράτηση ηρεμίας στην Ελλάδα. Η κατάσταση αποναρκώσεως της ελληνικής κοινωνίας επί τόσες γενιές επιμαρτυρεί τη σοφία αυτής της σατανικής πολιτικής.

Η προστασία της Οθωμανικής κυβερνήσεως βαθμιαία δημιούργησε μια ελληνική αριστοκρατία διοικητικών οργάνων και φοροεισπρακτόρων. Η αριστοκρατία αυτή αποτελούνταν από τους Φαναριώτες στην Κωνσταντινούπολη και τους κοτζαμπάσηδες ή προεστούς στην Ελλάδα.

Η ηθική και πολιτική θέση της τάξης αποδόθηκε άριστα από την ονομασία τους σαν είδος Χριστιανών Τούρκων. Ο βοεβόδας ή ο μπέης αγόραζε τους φόρους μιας περιφέρειας, σαν κεντρικός φεουδάρχης. Ακολούθως υπενοικίαζε τις διάφορες κατηγορίες των προσόδων στους Έλληνες προεστούς, οι οποίοι συνήθως υπενοικίαζαν το μερίδιό τους σε μικρότερα τμήματα στους τοπικούς άρχοντες των κοινοτήτων της περιφέρειας. Με τον τρόπο αυτό οι δημόσιες πρόσοδοι της Ελλάδας συντηρούσαν τρεις διάφορες τάξεις φοροεισπρακτόρων σε βάρος βέβαια του λαού».

Κάτω από την Οθωμανική υποδούλωση, πρέπει να σημειωθεί και κάτι ακόμη: χιλιάδες ήταν οι Έλληνες που είχαν βρει (κατά κάποιο τρόπο) την «βολή» τους. Ο λόγος για τις χιλιάδες των λεγόμενων κλεφτών και αρματολών, που έδρασαν κυρίως στη Ρούμελη. Η κλεφτουριά και τα αρματολίκια δεν έδρασαν στον Μοριά. Οι κοτζαμπάσηδες είχαν τα δικά τους ένοπλα σώματα, με επικεφαλής αρχηγούς που ονομάζονταν «κάποι».

Οι «κάποι» ήταν αυτοί που μαζί με Οθωμανούς καταδίωξαν στην Πελοπόννησο τον κλέφτη Κολοκοτρώνη, το 1808, με αποτέλεσμα να καταφύγει στη Ζάκυνθο.

Είναι επίσης γεγονός πως η Επανάσταση δεν ορθοπόδησε αμέσως στη Ρούμελη και τις βορειότερες ελληνικές περιοχές, γιατί, εκτός από τους προκρίτους που ήταν φανεροί τουρκολάτρεις, μπήκαν εμπόδιο και αρκετοί αρματολοί. Προϊούσης δε της Επανάστασης στη Ρούμελη πολλά αρματολίκια συμμαχούσαν με τους Οθωμανούς είτε για να κερδίσουν χρόνο ανεφοδιασμού είτε για να εκβιάσουν την κεντρική κυβέρνηση προκειμένου να τους αποδώσει την αρχιστρατηγία εμπόλεμων περιοχών. Οι συμφωνίες αυτές των αρματολών με τους Οθωμανούς ονομάστηκαν «καπάκια».

Οι γνώμες των ιστορικών ποικίλλουν για τους κλέφτες.

Υπάρχει μερίδα που υποστήριξε ότι ήταν ο φόβος και ο τρόμος των κατοίκων της υπαίθρου, οι οποίοι δεινοπάθησαν στα χέρια τους περισσότερο ακόμη και από τους Τούρκους. Μια άλλη σημαντική μερίδα ιστορικών ισχυρίστηκε ότι ήταν «ελεύθερα και αδούλωτα πνεύματα» και οι «Ρομπέν των Δασών» της εποχής καθώς λήστευαν ή βασάνιζαν ή σκότωναν μόνο πλούσιους Οθωμανούς και Έλληνες κοτζαμπάσηδες. Ο απλός λαός σε πολλές περιπτώσεις τους είχε ως «λαϊκό είδωλο». Γεγονός ωστόσο παραμένει ότι η κλεφτουριά, την οποία ο Κολοκοτρώνης αποκαλούσε τον στρατό του βασιλιά (Παλαιολόγου), μπήκε στον απελευθερωτικό αγώνα ασχέτως εάν σε πολλές περιπτώσεις τα κίνητρα ήταν άλλα (λαφυραγώγηση κ.λπ). Έχει την αξία του να αναφερθεί ότι, όταν ο Καποδίστριας ήρθε να κυβερνήσει την Ελλάδα αυτό που βρήκε ως έμψυχο υλικό ήταν στη στεριά 300.000 άγριους κλέφτες και στη θάλασσα κάπου 3.000 πειρατές. «Ανάμεσα στους μορφωμένους Έλληνες έχει επικρατήσει η συνήθεια να μιλάνε και να γράφουν πολλά για το πατριωτικό πνεύμα και τα εξαίρετα στρατιωτικά κατορθώματα των κλεφτών, σαν να ήταν οι ληστές αυτοί οι πρόμαχοι της Ελληνικής ελευθερίας. Αλλά η αλήθεια είναι ότι αυτοί οι άνθρωποι ήταν απλοί λήσταρχοι, που και πριν από την Επανάσταση και στη διάρκεια του επαναστατικού πολέμου και υπό την κυβέρνηση του βασιλιά Όθωνα, λεηλατούσαν τους Έλληνες πιο πολύ απ’ ό,τι τους λήστευαν οι Τούρκοι» (Γεώργιος Φίνλεϋ).

Εξισλαμισμοί

Το πιο απάνθρωπο, ίσως και το πιο κτηνώδες που εφάρμοσε ο Οθωμανός δυνάστης για την επικυριαρχία του επί τέσσερις αιώνες ήταν ο εξισλαμισμός.

Καμία ιστορική μαρτυρία δεν έχει δώσει τον ακριβή αριθμό των εξισλαμισμένων Ελλήνων. Ο αριθμός κυμαίνεται από 500.000 έως 1.000.000 Ελλήνων. Οι εξισλαμισμοί τις περισσότερες φορές ήταν βίαιοι. Προηγούνταν εξευτελισμοί και ταπεινώσεις. Αρκετοί όμως εξισλαμισμοί γίνονταν οικειοθελώς, προκειμένου ελληνικές οικογένειες να αποφύγουν τη «στράτευση» των παιδιών τους στις ομάδες των Γενιτσάρων (γινόταν με τον τρόπο παιδομαζώματος). Ήταν τόσο μεγάλη η έκταση του εξισλαμισμού, που στην Κρήτη, όταν ξέσπασε η Επανάσταση του 1821, οι Οθωμανοί μαζί με τους Έλληνες Τούρκους ήταν περισσότεροι από τους ορθόδοξους Κρητικούς.

Στο θλιβερό αυτό κομμάτι της τουρκοκρατίας δυστυχώς υπήρξαν και πολύ μελανά στοιχεία:

α). πολλοί από τους Έλληνες εξισλαμισθέντες ήταν πολύ πιο βάρβαροι απέναντι στους Έλληνες χριστιανούς ορθόδοξους απ’ ό,τι ο Οθωμανός τύραννος. Και αυτό για να αποδείξουν ότι πραγματικά αλλαξοπίστησαν και να τύχουν των ευεργετημάτων

β). υπήρξαν ολόκληρες περιοχές (κοινότητες, χωριά) που σύσσωμες ασπάστηκαν τον μωαμεθανισμό και αυτό προκειμένου να αποφύγουν τη φορολόγηση. Σε αυτές τις περιπτώσεις, επειδή ο κόσμος ήταν πολυάριθμος και δεν μπορούσε να γίνει η τελετή που προβλεπόταν, αρκούσε μια απλή συγκέντρωση ενώπιον του αγά της περιοχής ο οποίος τους εξισλάμιζε με τη φράση «άιντε Τούρκοι». Βέβαια, θα ήταν παράλειψη να μην ειπωθεί ότι πολλοί απ’ αυτούς τους αθρόους εξισλαμισμούς ήταν «τύποις».

Ο «εξισλαμισμένος» κρατούσε στην ψυχή του τη χριστιανική πίστη, και αναπτύχθηκε έτσι η μεγάλη κατηγορία των λεγόμενων «κρυπτοχριστιανών».

Ας παρατεθεί ένα μικρό απόσπασμα για τους εξισλαμισμούς από την «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», του Κ. Παπαρρηγόπουλου: «Ουδέποτε ο χριστιανισμός της Ανατολής και ιδίως ο ελληνισμός καθ’ όλον τον μακρόν και πολυώδυνον αυτού βίον υπέστη τοιαύτην φλεβοτομίαν οίαν επί της τουρκικής κυριαρχίας, και εν τού- τοις ο πληθυσμός ημών ηλαττώθη τότε προς έτι δι’ άλλας πολλάς και ποικίλας αιτίας».

Διαφωτισμός

Η Ελληνική Επανάσταση δεν ξέσπασε ξαφνικά.

Το ιδεολογικό της υπόβαθρο σύμφωνα με τον σύγχρονο ιστορικό Βασίλη Κρεμμυδά βρίσκεται στη Γαλλική Επανάσταση και στα μηνύματα του Διαφωτισμού. Οι λόγιοι του παροικιακού Ελληνισμού (Κοραής κ.ά.) αναπτύσσουν τη θεωρία του «νεοελληνικού Διαφωτισμού», δηλαδή την κατευθείαν αναφορά μας στην κλασσική αρχαιότητα και σφυρηλατούν στον χώρο των αστών τη συμπόρευση της αστικής συνείδησης με αυτή της εθνικής. «Η αποτυχία της εξέγερσης του 1770 λειτούργησε διδακτικά για τον υπόδουλο ελληνισμό: η μονολιθική στήριξη στο ομόδοξο “ξανθό γένος”, στη Ρωσία, αποδεικνυόταν αναποτελεσματική.

Λίγα χρόνια μετά η Γαλλική Επανάσταση με το δίδαγμά της θα στρέψει τις συνειδήσεις των Ελλή- νων προς τη δυτική Ευρώπη –ο παροι-κιακός ελληνισμός θα συμβάλει και σ’ αυτήν τη στροφή. Σκοπός ένα ελεύθερο, ανεξάρτητο ελληνικό αστικό κράτος. Κατά τα γαλλικά πρότυπα.

Η Ευρώπη παντού μπροστά.

Αποκλείεται να την πεις αλλιώς την Ελληνική Επανάσταση του 1821· Ευρωπαϊκή επανάσταση θα την πεις» (Β. Κρεμμυδάς: «Η Ελληνική Επανάσταση του 1821, Τεκμήρια, Αναψηλαφήσεις, Ερμηνείες», εκδόσεις “GUTENBERG”, Αθήνα 2016). Υπάρχουν κι αντίθετες ιστορικές απόψεις, σύμφωνα με τις οποίες αρκετές από τις ιδεολογικές αναφορές της Επανάστασης ήταν προς Ανατολάς (ασχέτως εάν επικράτησε τελικώς η λογιοσύνη του Κοραή και ο δυτικός προσανατολισμός της χώρας).

Στις τάξεις των επαναστατημένων Ελλήνων υπήρχε δυνατή η τάση (ο Κολοκοτρώνης μετά τη λήξη του Αγώνα σε ομιλία του στη Πνύκα κάνει ευθεία αναφορά για Κωνσταντινούπολη) για επανασύσταση της Αυτοκρατορίας, με Έλληνα ορθόδοξο αυτοκράτορα, ρόλος που μάλλον προοριζόταν για τους Υψηλάντηδες. Προς αυτή την κατεύθυνση είχαν κινηθεί οι στρατηγοί της ξηράς (ηττημένοι τελικώς από τους πολιτικούς και τους καραβοκύρηδες της Ύδρας) και η Εκκλησία. Σε όλη δε τη διάρκεια του Αγώνα πάρα πολλές περιοχές και αγωνιστές προσχωρούσαν στην Επανάσταση πιστεύοντας στην επέμβαση της Ρωσίας. Άλλωστε το σχέδιο του Ρήγα δεν ήταν η δημιουργία κάποιου εθνικού κράτους, αλλά αυτοκρατορία των χριστιανικών λαών της Βαλκανικής.

Ας δούμε μια πτυχή της ελπίδας ή ψύχωσης για την επέμβαση του «ξανθού γένους» στη Χαλκιδική και στην κοινότητα του Αγίου Όρους όπου προσχώρησαν αρχικά στην Ελληνική Επανάσταση:

«Όταν οι μοναχοί προσχώρησαν στην Επανάσταση των Ελευθεροχωρίων, η κοινότητά τους ανέλαβε την πληρωμή επτακοσίων στρατιωτών και βρεθήκαν και όπλα για τον εξοπλισμό δύο χιλιάδων περίπου μοναχών… ]Οι ηγέτες μοναχοί είχαν στηρίξει την Εταιρεία (Φιλική Εταιρεία), γιατί πιστέψανε ότι υποστηριζόταν από τη ρωσική κυβέρνηση. Όταν ανακάλυψαν ότι είχαν εξαπατηθεί χοντρά από τους αποστόλους, έπαψαν να ευνοούν την Ελληνική Επανάσταση…

Τα ισχυρότερα μέλη της μοναστικής κοινωνίας αποτόλμησαν να υποστηρίξουν ότι πιθανότερο ήταν ο σουλτάνος να προστατεύσει τα αρχαία προνόμια του Αγίου Όρους, παρά οι αρχηγοί της Ελληνικής Δημοκρατίας. Συγκρίνανε την αναρχία που επικρατούσε οπουδήποτε κυριαρχούσαν οι Έλληνες με την τάξη που τηρούσαν οι αξιωματικοί του σουλτάνου…

Ο Αμπουλαμπάντ υποσχέθηκε αμνηστία στους μοναχούς του Αγίου Όρους, αν παρέδιδαν όλα τα όπλα τους, υποχρεώνονταν να πληρώ- σουν στον σουλτάνο ετήσιο φόρο δυό- μιση εκατομμυρίων πιάστρων και δέχονταν Οθωμανική φρουρά στις Καρυές. Οι όροι έγιναν δεκτοί και στις 27 Δεκεμβρίου 1821 ο στρατός του Αμπουλαμπάντ εγκαταστάθηκε στο Άγιον Όρος» (Γεώργιος Φίνλεϋ).

Επένδυση (Μια επανάσταση είναι καταρχήν πόλεμος και ο πόλεμος είναι κατεξοχήν οικονομικό γεγονός)

Θηριωδίες και βαρβαρότητες (Οι Οθωμανοί κατά την Ελληνική Επανάσταση διέπραξαν θηριωδίες).

Κοντόφθαλμες ερμηνείες της αριστεράς. (Η Αριστερά θέλησε να ερμηνεύσει την Ελληνική Επανάσταση όπως όλα τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα, υπό το πρίσμα ενός στενού ταξικού αγώνα).

Κατάληψη Τριπολιτσάς (Τελικά τι έγινε στην Τριπολιτσά; «Μια εθνοκάθαρση του οθωμανικού στοιχείου ή μια δικαιολογημένη εκδήλωση μίσους για τα 400 χρόνια σκλαβιάς των Ελλήνων;»)

Εμφύλιος πόλεμος. (Από τις πιο μελανές στιγμές της Ελληνικής Επανάστασης ήταν ο εμφύλιος πόλεμος που ξέσπασε αναμεταξύ των Ελλήνων).

Η Επανάσταση κατά τα φαινόμενα είχε στεφθεί με επιτυχία. Οι Τούρκοι είχαν διωχθεί από τη χώρα και η Ελλάδα αποτελούσε ανεξάρτητο κράτος. Κι’ όμως η Ελλάδα δεν ήταν ελεύθερη, γιατί ο λαός βογκούσε κάτω από την πιο θηριώδη καταπίεση. Όλα τα γεννήματα της γης αρπάζονταν από ορδές στρατιωτών, ναυτών, καπεταναίων, στρατηγών, αστυνομικών, κυβερνητικών υπαλλήλων, φοροεισπρακτόρων, γραμματέων και πολιτικών τυχοδιωκτών που ζούσαν όλοι τεμπελιάζοντας με έξοδα του δημοσίου, ενώ ο αγροτικός πληθυσμός πέθαινε από την πείνα» (Γεώργιος Φίνλεϋ).

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.