Ευρωσκεπτικισμός. Βορρά και Νότου
Γράφει ο Αντώνιος Μιχελόγγονας, Νομικός
- Πιθανόν το έτος που ο ιστορικός του μέλλοντος θα κρίνει ως το σημαντικότερο στην ιστορία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Βαθιές πολιτικές εξελίξεις ήρθαν να επικυρώσουν κοινωνικούς μετασχηματισμούς και ιδεολογικές ζυμώσεις που συντελέστηκαν τα προηγούμενα χρόνια, με βασικότερη αφορμή την παγκόσμια οικονομική κρίση.
Κανείς δεν αμφισβητεί πλέον πως η ΕΕ έχει φτάσει στην κρισιμότερη ιστορική καμπή της. Τα επόμενα χρόνια θα κριθεί όχι η μελλοντική μορφή της, όπως θεωρούσαμε μέχρι τώρα, αλλά η ίδια η ύπαρξή της. Οι πολιτικές εξελίξεις το 2016 ήταν ξεκάθαρες. Το ρεύμα του ευρωσκεπτικισμού που αναπτύχθηκε τα προηγούμενα χρόνια έχει πλέον μεγάλη απήχηση, αν δεν έχει ήδη καταστεί πλειοψηφικό. Δεν πρόκειται για κεραυνό εν αιθρία, τα σημάδια είχαν φανεί από τα προηγούμενα χρόνια σε μετρήσιμο εκλογικό επίπεδο.
Οι εκλογές στην Ουγγαρία και την Πολωνία και το δημοψήφισμα στην Ελλάδα ήταν ένα αντιευρωπαϊκό μήνυμα από την περιφέρεια της Ένωσης, χρειάστηκε όμως μόλις ένας χρόνος για να επεκταθεί στον πυρήνα της. Έτσι ακολούθησαν οι αυτοδιοικητικές εκλογές σε Γαλλία και Γερμανία, που πιστοποίησαν την άνοδο Λεπέν και AFD, οι αυστριακές προεδρικές εκλογές, το ιταλικό δημοψήφισμα και φυσικά το βρετανικό δημοψήφισμα υπέρ του brexit. Ακόμα πιο ενδιαφέρον δε είναι ότι ο ευρωσκεπτικισμός λαμβάνει διαφορετικά από χώρα σε χώρα. Στον πυρήνα της αλλά και στον ευρωπαϊκό Βορρά τείνει προς τον εθνικισμό, καθώς οι πολιτικοί του εκφραστές ζητούν χαλάρωση των δεσμών εντός της Ένωσης και λιγότερες παρεμβάσεις, ενώ αφορμή για την ανάδειξή τους αποτέλεσε κατά βάση η παροχή οικονομικής βοήθειας στις αδύναμες οικονομικά χώρες και η έξαρση του προσφυγικού ζητήματος που δημιουργήθηκε με τις εισροές προσφύγων από το Νότο. Στο Νότο πάλι ο ευρωσκεπτικισμός λαμβάνει περισσότερο σοσιαλδημοκρατικά χαρακτηριστικά, με κεντρικό αίτημα μεγαλύτερη αλληλεγγύη μεταξύ των κρατών της Ένωσης και αλλαγές στην οικονομική της λειτουργία. Η διάσταση αυτή στα χαρακτηριστικά του ευρωσκεπτικισμού δείχνει τη βαθύτερη διάσταση που υπάρχει μεταξύ Βορρά και Νότου, και δεν αποτελεί καλό δεδομένο για την πορεία της Ένωσης.
Πλέον με το τέλος του 2016 η ΕΕ περιμένει να ολοκληρωθεί και τυπικά η αποχώρηση μιας χώρας, φοβάται ότι θα ακολουθήσουν κι άλλες αν επιλέξουν το δρόμο του δημοψηφίσματος, αναμένει τα αποτελέσματα των κρίσιμων εκλογικών αναμετρήσεων του 2017 και πρέπει για κάθε της κίνηση σε κατεύθυνση αντιμετώπισης της οικονομικής κρίσης, διαχείρισης του προσφυγικού ζητήματος και τοποθέτησης στο ρευστό διεθνές πεδίο να λαμβάνει υπόψη τους ανωτέρω παράγοντες και τα αντικρουόμενα συμφέροντα στο εσωτερικό της.
Γιατί έφτασε η Ευρώπη σε αυτό το σημείο; Την απάντηση θα την αναζητήσουμε στην ιστορία. Η ευρωπαϊκή ενοποίηση ξεκίνησε μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ως έμπνευση πολιτικών και οικονομικών παραγόντων της Ευρώπης που αποσκοπούσαν στην οικονομική ευφορία και στη διατήρηση της ειρήνης στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Η ανάπτυξη εμπορικών και επιχειρηματικών σχέσεων μεταξύ των κρατών θα προκαλούσε οικονομική ευημερία, η οποία σε συνδυασμό με την ελεύθερη μετακίνηση και την παρεπόμενη ανάπτυξη πολιτισμικών επαφών θα λειτουργούσαν ως εγγύηση της ειρηνευμένης κατάστασης.
Πράγματι ως προς το σκέλος αυτό η ευρωπαϊκή ενοποίηση πέτυχε το σκοπό της. Έχουν περάσει 70 χρόνια χωρίς να ξεσπάσει πόλεμος μεταξύ των χωρών που συμμετέχουν, ενώ και η γενικότερη κατάσταση στην ευρωπαϊκή ήπειρο θεωρείται ειρηνική. Αυτό αποτελεί αδιαμφισβήτητα το μεγαλύτερο επίτευγμα της ευρωπαϊκής ενοποίησης, και αναγνωρίζεται καθολικά.
Οι τρεις παραδοσιακοί πόλοι δύναμης (Γερμανία, Γαλλία, Ηνωμένο Βασίλειο) βρέθηκαν κάτω από την ίδια σημαία, και ο διπλωματικός ανταγωνισμός μεταξύ τους μετατράπηκε σε οικονομικός. Οι διαφορές δε μεταξύ των μικρών κρατών που στο παρελθόν αποτελούσαν αιτίες πολέμου είτε επιλύθηκαν είτε τέθηκαν σε δεύτερη μοίρα. Η προσέγγιση αυτή είχε θετικό αντίκτυπο και σε διεθνές επίπεδο, καθώς με την οικονομική ανάπτυξη και τον ελάχιστο συντονισμό στην εξωτερική πολιτική που πέτυχαν τα ευρωπαϊκά κράτη η Ευρώπη μπόρεσε να αντισταθεί στον κομμουνισμό και τη Σοβιετική Ένωση και να συνεργαστεί καλύτερα με τη Δύση, αλλά και να διατηρήσει την αυτονομία της όταν ήταν αναγκαίο, ενώ μετά την κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ τα κράτη της ανατολικής Ευρώπης κατάφεραν να ανακτήσουν το χαμένο χρόνο, οικονομικά και πολιτισμικά.
Για την εξήγηση τέτοιων καταστάσεων όπου η ροή των εξελίξεων αντιστρέφεται οι αρχαίοι χρησιμοποιούσαν το σχήμα ‘Ύβρις-Νέμεσις-Τισις’. Ή αλλιώς όπως το λέει ο λαός ‘Όποιος θέλει τα πολλά χάνει και τα λίγα’.
Η ΕΕ σχεδιάστηκε εξαρχής ως μια μορφή συνεργασίας κρατών. Ανεξάρτητων κρατών που στα πλαίσια του διεθνούς δικαίου παραχωρούσαν ένα μέρος της εθνικής τους κυριαρχίας για την εξυπηρέτηση των δύο θεμελιωδών αρχών της ενοποίησης, ήτοι της ελεύθερης μετακίνησης και της ενιαίας αγοράς. Με τη μορφή αυτή πέτυχε τη διατήρηση της ειρήνης και οικονομική ανάπτυξη. Σταδιακά όμως όσο η ενοποίηση προχωρούσε όλο και μεγαλύτερο μέρος εθνικής κυριαρχίας μεταφερόταν από τα κράτη στις Βρυξέλλες.
Η παρέμβαση της ΕΕ στα εσωτερικά των κρατών γινόταν όλο και μεγαλύτερη, ενώ επεκτάθηκε και σε τομείς που ουδεμία σχέση είχαν με τους αρχικούς της σκοπούς. Ενεπλάκη σε ζητήματα καθαρά εσωτερικά, όπως η δημόσια τάξη και το νομικό σύστημα, διπλωματικά, ακόμα και πολιτισμικά, ενώ στους τομείς οικονομίας και ελέγχου των συνόρων τα περιθώρια των κρατών-μελών για άσκηση πολιτικής σχεδόν εκμηδενίστηκαν. Αρμοδιότητες που άλλοτε είχαν αποκλειστικά τα Κοινοβούλια πέρασαν στα όργανα της Ένωσης, που κατά βάση ήταν διορισμένα και χωρίς δημοκρατική νομιμοποίηση.
Η συνεχής δε επέκταση της Ένωσης, γεωγραφική και πληθυσμιακή, δημιούργησε συσχετισμούς εντός των οποίων τα περιθώρια συμμετοχής των κρατών στη λήψη των αποφάσεων ήταν ελάχιστα. Και σαν φυσικό επακόλουθο όλων των ανωτέρω ήρθε η αντίληψη ότι η ενοποίηση πρέπει να ολοκληρωθεί με τη μετατροπή της ΕΕ σε ομοσπονδία κρατών.
Αυτό κατά πολλούς ήταν και το σημείο καμπής των εξελίξεων. Η Ένωση πέτυχε ο, τι πέτυχε ως μια συνεργασία κρατών. Η μετατροπή της σε ομοσπονδία δεν ήταν στον αρχικό σχεδιασμό των δημιουργών της, ούτε αποτελούσε αναγκαίο βήμα για την εκπλήρωση των σκοπών της. Ήταν μια εξέλιξη που ήρθε να επιβληθεί στους λαούς και τις πολιτικές ηγεσίες ως κάτι αναγκαίο και αναπόφευκτο που κανείς όμως δεν ήθελε γιατί κανέναν δε συνέφερε απόλυτα. Υιοθετήθηκε σιωπηρά παρά την εκπεφρασμένη διαφωνία των ευρωπαϊκών λαών σε κατά καιρούς τολμηρά βήματα στην κατεύθυνση αυτή, πχ το Ευρωσύνταγμα και η Συνθήκη Σένγκεν. Και για την υλοποίησή του απαιτούνταν αλλαγές που δε μπορούσαν να γίνουν ομαλά. Αρκούσαν δύο μεγάλες κρίσεις για να φανεί η αδυναμία του εγχειρήματος.
Η πρώτη ήταν η οικονομική κρίση του 2009, που κατέδειξε τις οικονομικές αδυναμίες της ΕΕ.
Η δεύτερη ήταν η προσφυγική κρίση του 2015, στην οποία φάνηκαν οι αδυναμίες του συστήματος συνόρων.
Μετά από αυτές τα θεμέλια της ΕΕ, η ενιαία αγορά και η ελεύθερη μετακίνηση, υπέστησαν βαρύ πλήγμα, οι πολιτικές συνέπειες του οποίου φάνηκαν σύντομα. Για αυτό και ο κοινός παρονομαστής όλων των προαναφερθέντων εκλογικών αποτελεσμάτων είναι ένας: Λιγότερη Ευρώπη.
Είναι φανερό πλέον πως το εγχείρημα των Ηνωμένων Πολιτειών Ευρώπης που φαντάστηκαν κάποιοι δε μπορεί να προχωρήσει. Για τον απλό λόγο ότι δεν το θέλουν οι ευρωπαϊκοί λαοί. Η ευρωπαϊκή ενοποίηση ξεκίνησε ως συνεργασία κρατών, έτσι πέτυχε ο, τι πέτυχε και έτσι πρέπει να παραμείνει. Τυχόν εμμονή των ηγετικών κύκλων στην κατεύθυνση ομοσπονδοποίησης απλά θα οδηγήσει σε διάλυση της Ένωσης και θα θέσει σε κίνδυνο όσα αυτή πέτυχε, μεταξύ των οποίων και η ειρήνη των τελευταίων 70 ετών. Ακόμα και τα βήματα που ήδη έγιναν σε αυτή την κατεύθυνση δεν έγιναν αποδεκτά από τους λαούς, και απομένει πολύς δρόμος μέχρι την ολοκλήρωση. Ήδη οι εξελίξεις του 2016 αφήνουν μια ΕΕ διαφορετική απ’ όσο ξέραμε.
Πολλές χώρες έκλεισαν τα σύνορά τους για το φόβο των προσφύγων. Το Ηνωμένο Βασίλειο αποχωρεί και τυπικά στις αρχές του 2017, πλέον η ΕΕ δε θα περιλαμβάνει και τους τρεις παραδοσιακούς πόλους δύναμης, και ο ανταγωνισμός μεταξύ τους αναπόφευκτα θα αυξηθεί. Οι δε εξελίξεις στη Συρία και τη Μέση Ανατολή, καθώς και ο πόλεμος εναντίον του ISIS και της τρομοκρατίας που έχει εξαπολύσει, αλλά και το μεγάλο ερωτηματικό για τη στάση των ΗΠΑ από τη στιγμή που θα αναλάβει την προεδρία ο Ντόναλντ Τραμπ καθιστούν το διεθνές πεδίο επικίνδυνα ρευστό. Οι πιθανότητες ενός ατυχήματος αυξάνονται και η διατήρηση της ΕΕ είναι απαραίτητη για την αποφυγή του.
Καλό είναι λοιπόν η ευρωπαϊκή ελίτ να αφουγκραστεί τους λαούς και να μην κινείται ανεξέλεγκτα. Γιατί όποιος θέλει τα πολλά χάνει και τα λίγα.