Σχεδιάζοντας το μισθολόγιο στο Δημόσιο μετά τον ΣΥΡΙΖΑ

Γράφει ο Γιάννης Θεοχάρης

Οι πιέσεις για αυξημένες μισθολογικές δαπάνες θα συνεχιστούν και θα διογκωθούν τις επόμενες δεκαετίες για πολλές χώρες. Στις προηγμένες οικονομίες, η γήρανση του πληθυσμού θα αυξήσει τις απαιτήσεις για διευρυμένες υπηρεσίες υγειονομικής περίθαλψης, άρα την ανάγκη περισσότερων προσλήψεων, σε μια εποχή που η δημοσιονομική εξυγίανση είναι απαραίτητη για την αντιμετώπιση των αυξημένων επιπέδων του δημοσίου χρέους.

Στις αναδυόμενες οικονομίες, το μισθολογικό κόστος θα επιβαρυνθεί επιπλέον ως συνέπεια της ανάγκης για επέκταση των υπηρεσιών σε τομείς όπως η παιδεία και η υγεία. Η υιοθέτηση αποτελεσματικών διαρθρωτικών πολιτικών και μεταρρυθμίσεων κρίνεται απαραίτητη για την εξασφάλιση των παραπάνω δημοσίων υπηρεσιών με έναν οικονομικά βιώσιμο τρόπο.

Η πρόκληση της αποτελεσματικής διαχείρισης των μισθολογικών δαπανών συνεπάγεται την ανάγκη για σημαντικές μεταρρυθμίσεις στο φορολογικό προγραμματισμό, την δημιουργία ανταγωνιστικού δημόσιου μισθολογίου καθώς και στην αποτελεσματικότητα των δημοσίων δαπανών της γενικής κυβέρνησης.

Οι αυξημένες μισθολογικές δαπάνες, ιδιαίτερα κατά την διάρκεια της οικονομικής ανάπτυξης και πριν από την διεξαγωγή εθνικών εκλογών στα κράτη, είναι ο βασικός υπαίτιος για την επιδείνωση της δημοσιονομικής θέσης αρκετών χωρών που βλέπουν τον προϋπολογισμό τους με σημαντικές υπερβάσεις στην μισθολογική δαπάνη.

Οι αλόγιστες αυξήσεις στους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων προκαλούν δυσμενείς επιπτώσεις και στον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας αφού η αύξηση των μισθών του Δημοσίου προκαλεί και μια ταυτόχρονη αύξηση της φορολογίας του παραγωγικού ιδιωτικού τομέα της οικονομίας με αποτέλεσμα να μεγαλώνει συνεχώς το μισθολογικό χάσμα μεταξύ Δημόσιου- Ιδιωτικού τομέα και να πλήττεται η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας.

Η ανικανότητα πολλών κρατών να ρυθμίσουν τα επίπεδα απασχόλησης στο Δημόσιο ανάλογα με τις πραγματικές τους ανάγκες, που προκύπτουν μέσα από δημογραφικές και τεχνολογικές αλλαγές, έχει οδηγήσει σε ελλείψεις σε πολλούς τομείς παροχής υπηρεσιών. Για παράδειγμα, στις προηγμένες οικονομίες η μείωση του αριθμού των μαθητών στα σχολεία, ως απόρροια της υπογεννητικότητας που μαστίζει πολλές χώρες, δεν συνοδεύτηκε και από μία αντίστοιχη προσαρμογή του εκπαιδευτικού προσωπικού με αποτέλεσμα να παρατηρούνται φαινόμενα υπερ-απασχόλησης στον κλάδο αυτό χωρίς αντίστοιχη βελτίωση της παρεχόμενης εκπαίδευσης.

Στην προσπάθειά τους να περιορίσουν τις μισθολογικές πιέσεις, οι περισσότερες κυβερνήσεις έχουν καταφύγει σε βραχυπρόθεσμές παρεμβάσεις που μόνο προσωρινά περιορίζουν το υψηλό εργασιακό κόστος. Τέτοιου είδους βραχύβιες παρεμβάσεις είναι το πάγωμα των μισθολογικών αυξήσεων και των προσλήψεων στον ευρύτερο Δημόσιο τομέα. Παρ’ ότι τα μέτρα αυτά μπορεί να είναι αποτελεσματικά βραχυπρόθεσμα, πλήττουν όμως σε μακροπρόθεσμη βάση το ηθικό και την απόδοση των εργαζομένων με αποτέλεσμα την πτώση του επιπέδου των παρεχόμενων υπηρεσιών. Σε αυτό το κομμάτι σπουδαίο ρόλο μπορούν να διαδραματίσουν οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που θα πρέπει να επικεντρώνονται στις αδυναμίες διαχείρισης των αμοιβών και της απασχόλησης στο Δημόσιο, ώστε να αποφεύγονται τα φαινόμενα εμφάνισης διευρυμένων μισθολογικών πιέσεων στο προϋπολογισμό της γενικής κυβέρνησης.

Η δημιουργία ανεξάρτητης αρχής για την κεντρική διαχείριση και παρακολούθηση του μισθολογικού κόστους στο Δημόσιο κρίνεται επιτακτική. Αυτό θα διευκολύνει σε σημαντικό βαθμό την δημοσιονομική διαχείριση των δαπανών για μισθούς και θα δίνει την πραγματική εικόνα για τις ανάγκες πρόσληψης και περιορισμού του εργατικού δυναμικού στον ευρύτερο Δημόσιο τομέα. Οι χώρες που θα καταφέρουν μέσα από θεσμικές μεταρρυθμίσεις να αποκτήσουν ένα εκσυγχρονισμένο σύστημα διοικητικής διακυβέρνησης, με ανταγωνιστικό μισθολόγιο και σύγχρονα οργανογράμματα υπουργείων, θα είναι αυτές που θα προσαρμοστούν καλύτερα στις απαιτήσεις των πολιτών για ποιοτικές υπηρεσίες και θα παρακολουθούν καλύτερα στην εξέλιξη των νέων τεχνολογιών.

Οι όποιες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στην μισθολογική πολιτική του Δημοσίου θα πρέπει να συσχετίζονται αποτελεσματικά με το τρίπτυχο α) Δημοσιονομικός προγραμματισμός β) Ανταγωνιστικό μισθολόγιο γ) Ευελιξία στην αξιοποίηση του ανθρώπινου δυναμικού. Συνοπτικά οι μεταρρυθμίσεις θα πρέπει να εστιάζουν:

  • Στην δημιουργία μεσοπρόθεσμης εκτίμησης για την εξέλιξη των μισθολογικών δαπανών ώστε να επιτυγχάνονται καλύτερα δημοσιονομικά αποτελέσματα. Με την ενσωμάτωση των μισθολογικών προβλέψεων στον ετήσιο κρατικό προϋπολογισμό και στο μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα δημοσιονομικής στρατηγικής θα μπορέσει η εκάστοτε κυβέρνηση να εξασφαλίσει καλύτερο φορολογικό σχεδιασμό και να υλοποιήσει με επιτυχία τους δημοσιονομικούς στόχους.
  • Οι μισθολογικές διαπραγματεύσεις με τα συνδικάτα του Δημοσίου θα πρέπει να γίνονται με ορίζοντα τουλάχιστον πενταετίας ώστε να επιτυγχάνεται με μεγαλύτερη ευκολία ο έλεγχος των μισθολογικών δαπανών και να ενισχύεται η αξιοπιστία του ετήσιου κρατικού προϋπολογισμού.
  • Θα πρέπει να πραγματοποιείται σε τακτικό επίπεδο σύγκριση μεταξύ του μισθού στο Δημόσιο και τον Ιδιωτικό τομέα με στόχο την διατήρηση μιας σχετικής ισορροπίας μεταξύ των δύο, ώστε να επιτυγχάνεται ο στόχος και η ικανότητα του Δημοσίου να προσελκύει προσωπικό με τα απαραίτητα προσόντα και δεξιότητες.
  • Οι συμβάσεις του Δημοσίου με διάφορες επαγγελματικές κατηγορίες θα πρέπει να είναι περισσότερο ευέλικτες ώστε να εξασφαλίζεται η διατήρηση και η βελτίωση των παρεχόμενων υπηρεσιών, η κινητικότητα και η απόδοση του προσωπικού.
  • Η υιοθέτηση του ενιαίου μισθολογίου, μπορεί να βοηθήσει στην διασφάλιση της ανταγωνιστικότητας, της δικαιοσύνης και της διαφάνειας στην μισθολογική δαπάνη. Ωστόσο, η μετάβαση σε ένα τέτοιο σύστημα απαιτεί οργανωμένη δημόσια διοίκηση που να μπορεί να το υλοποιήσει γιατί στην αντίθετη περίπτωση μπορεί να οδηγήσει σε αδικαιολόγητες μισθολογικές αυξήσεις και να μειώσει την ευελιξία στην ρύθμιση του ύψους του μισθού.
  • Για να ενισχυθεί και να βελτιωθεί η διαχείριση του ανθρώπινου δυναμικού απαραίτητη είναι η εφαρμογή της απογραφής του απασχολούμενου στο Δημόσιο και στους εποπτευόμενους από αυτό φορείς, ώστε να εντοπιστούν τα φαινόμενα των εργαζομένων ” φαντάσματα”, να εντοπιστούν αναποτελεσματικοί δημόσιοι φορείς και να καταγραφεί το πλεονάζων προσωπικό σε ορισμένες υπηρεσίες.
  • Το μισθολογικό κόστος θα μπορούσε να περιοριστεί περαιτέρω με μια συνολική αναδιάρθρωση του δημόσιου τομέα, με καταργήσεις και συγχωνεύσεις οργανισμών, δημιουργίας νέων οργανογραμμάτων στα υπουργεία και τους δημόσιους φορείς και με την ιδιωτικοποίηση δημοσίων επιχειρήσεων.

Ενώ σε πολλές χώρες το συνολικό μισθολογικό κόστος είναι γνωστό, τα επίπεδα απασχόλησης στο Δημόσιο τομέα, δηλαδή ο αριθμός των εργαζομένων, δεν είναι διαθέσιμα. Για να ενισχυθεί η αξιοπιστία του δημοσιονομικού σχεδιασμού του κάθε κράτους θα ήταν καλό να γίνεται συχνά μια απογραφή των εργαζομένων και αυτών που εργάζονται με συμβάσεις στο Δημόσιο. Αυτά τα στοιχεία μπορούν να αποδειχθούν πολύτιμα στην προσπάθεια για χάραξη μιας συνολικής πολιτικής για τους μισθούς και την απασχόληση στο Δημόσιο και να περιορίσουν μεσοπρόθεσμα την όποια πίεση μπορεί να προκύψει από την ανάγκη για επιπλέον μισθολογικές δαπάνες. Τα δεδομένα αυτά θα πρέπει να είναι δημόσια, ώστε κάθε πολίτης να έχει μια σφαιρική εικόνα για την απασχόληση και την μισθολογική πολιτική στο Δημόσιο. Ένα παράδειγμα τέτοιας καλής πρακτικής είναι η Πορτογαλία, η οποία δημοσιεύει τριμηνιαίες εκθέσεις για τα επίπεδα απασχόλησης και αμοιβών στο Δημόσιο τομέα (DGAEP, 2015).

Σπουδαίο ρόλο στον έλεγχο των μισθολογικών δαπανών και στην βελτίωση των παρεχόμενων στον πολίτη υπηρεσιών θα μπορούσαν να παίξουν οι επενδύσεις στην ανάπτυξη συστημάτων πληροφορικής και ηλεκτρονικής διακυβέρνησης. Η ελλιπής ανάπτυξη τέτοιων πληροφοριακών εφαρμογών είναι πολύ συχνά και η αιτία των επισφαλών στοιχείων που δημοσιεύουν ορισμένες χώρες. Πέρα όμως από την παρακολούθηση της απασχόλησης και του συνολικού μισθολογικού κόστους, οι εφαρμογές αυτές θα δώσουν την δυνατότητα να ελέγχονται με αποτελεσματικότερο τρόπο και η σύνθεση του μηνιαίου μισθού ( βασικός μισθός, επιδόματα, υπερωρίες, εισφορές κοινωνικής ασφάλισης), ο τύπος της απασχόλησης ( εκπαιδευτικός, στρατιωτικός) καθώς και τα καθήκοντα του εργαζομένου ( π.χ. διευθυντικά καθήκοντα, θέσεις ευθύνης).

Όλα τα παραπάνω μπορούν να εφαρμοστούν μέσα από τα σύγχρονα συστήματα της τεχνολογίας και να συμβάλουν αποτελεσματικά στον καλύτερο δημοσιονομικό σχεδιασμό, στην παρακολούθηση των συνολικών μισθολογικών δαπανών, στην αξιολόγηση του μισθού του κάθε εργαζομένου έχοντας γνώση του συνόλου του επαγγελματικού του προφίλ και με απώτερο στόχο όλων αυτών την παροχή καλύτερων υπηρεσιών στον πολίτη.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.