Οι νέες εξελίξεις στο Μακεδονικό
Γράφει ο Αντώνιος Μιχελόγγονας, ασκούμενος δικηγόρος
Όπως γράφαμε πριν μερικούς μήνες στο άρθρο Το Σκοπιανό 25 χρόνια μετά, όταν οι σημερινές εξελίξεις είχαν ήδη διαφανεί, το ζήτημα της ονομασίας του κράτους που βρίσκεται βορείως της Μακεδονίας ενδεχομένως να εισέρχεται στη φάση οριστικής επίλυσής του. Οι εσωτερικές ταραχές πέρυσι και οι πολιτικές εξελίξεις που ακολούθησαν επιβεβαίωσαν απλά την απόλυτη ανάγκη τους για είσοδο στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ. Αποτελεί κοινή πεποίθηση ότι αν δεν ολοκληρωθεί και τυπικά η αποδοχή τους από τη διεθνή κοινότητα, και κυρίως από τη γειτονιά των Βαλκανίων, η ύπαρξή τους σαν κρατική οντότητα τίθεται σε άνευ προηγουμένου κίνδυνο. Ένταξη όμως χωρίς λύση με την Ελλάδα δεν υπάρχει.
Τους επόμενους μήνες υπάρχουν όλες οι συνθήκες ώστε το ζήτημα αυτό να λήξει οριστικά. Οι γείτονες θέλουν απεγνωσμένα λύση. Οι ΗΠΑ πιέζουν περισσότερο για συμβιβασμό καθώς θέλουν πάση θυσία την είσοδο του κράτους στο ΝΑΤΟ. Και η Ελλάδα πρώτη φορά μπορεί να προβάλει ξανά διεκδικήσεις.
Δυστυχώς οι τελευταίες κινήσεις της ελληνικής κυβέρνησης δε δείχνουν τέτοια πρόθεση, αντιθέτως φαίνεται να μην έχουν αντιληφθεί την ευκαιρία που παρουσιάζεται. Οι δηλώσεις του Αλέξη Τσίπρα στο πλαίσιο της Τετραμερούς Βαλκανικής Διάσκεψης Ελλάδας-Βουγαρίας-Σερβίας-Αλβανίας τις προάλλες σε μεγάλο βαθμό αποτελούν προάγγελο της στρατηγικής που θα ακολουθηθεί στις προσεχείς διαπραγματεύσεις. Ο Έλληνας πρωθυπουργός ουσιαστικά δήλωσε ότι προυπόθεση για τη λύση είναι να «σταματήσει μια αχρείαστη ρητορική, ότι αποτελούν τους μοναδικούς απογόνους των Μακεδόνων και του Μεγάλου Αλεξάνδρου, να σταματήσει μια αλυτρωτική ρητορική και ταυτόχρονα αποδεχτεί μια λύση στην ονομασία, αμοιβαία αποδεκτή με τους γείτονες». Εν ολίγοις έθεσε ως στόχο να παύσει κάθε αλυτρωτική ρητορική, να δεχθούν οι γείτονες ότι δεν είναι οι μοναδικοί απόγονοι του Μεγάλου Αλεξάνδρου και να δοθεί μια συμβιβαστική λύση στην ονομασία. Αποδεικνύει απλά άλλη μια φορά ότι είναι τελείως ανιστόρητος και στην καλύτερη περίπτωση βλέπει τα εθνικά ζητήματα ως ένα τρόπο να ταλαιπωρούνται οι λαοί.
Το «Μακεδονικό» ζήτημα καταρχάς δεν εμφανίστηκε μαζί με το προαναφερθέν κράτος. Ουσιαστικά δημιουργήθηκε το 19ο αιώνα ως αποτέλεσμα του αναδυόμενου εθνικισμού και της ανάδειξης εθνικών κρατών στην περιοχή. Τότε επρόκειτο για μια διπλωματική, πολιτιστική, θρησκευτική και τελικά στρατιωτική διαμάχη για την επικράτηση στο χώρο και την τελική ενσωμάτωσή του σε κάποιο από τα βαλκανικά κράτη. Το δε ουσιαστικό έρεισμα της ήταν η ύπαρξη εθνικά διαφορετικών πληθυσμών στην περιοχή.
Από την εμφάνιση του γειτονικού κράτους και μετά όμως το ζήτημα ανακινήθηκε από μια διαφορετική σκοπιά. Πλέον δεν επρόκειτο για ανταγωνισμό μεταξύ των πληθυσμών της περιοχής αλλά για διαμάχη σχετική με την ιστορία αυτής και του πληθυσμού που την κατοικεί. Από το 1991 και μετά το «Μακεδονικό» αποτελεί πλέον έναν αγώνα μεταξύ της Ελλάδας και του γειτονικού κράτους με τρεις πλευρές άμεσα συνυφασμένες μεταξύ τους:
Α. Ιστορία. Η διαμάχη περί καταγωγής-ιστορικής σχέσης του πληθυσμού των γειτόνων από τους αρχαίους Μακεδόνες.
Β. Αλυτρωτισμός. Το ενδεχόμενο έγερσης εδαφικών αξιώσεων έναντι της Ελλάδας στο μέλλον.
Γ. Ονομασία. Η δυνατότητα ή μη χρήσης του όρου Μακεδονία στην ονομασία του γειτονικού κράτους.
Οι τρεις πλευρές συνδέονται άμεσα. Η ονομασία αποτυπώνει μεταξύ άλλων και την ιστορία, από την ονομασία και κατ’ επέκταση από την ιστορία προκύπτει ο αλυτρωτισμός. Εύκολα αντιλαμβάνεται λοιπόν κανείς ότι η βάση του όλου ζητήματος στην πραγματικότητα είναι η ιστορική πλευρά.
Από το 1991 και μετά επιχειρήθηκε μια άνευ προηγουμένου απόπειρα ιστορικής καπηλείας σε βάρος τη χώρας μας. Η ίδρυση ενός νέου κράτους στην περιοχή από το πουθενά για τη διατήρηση των ισορροπιών μετά τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας δημιούργησε την ανάγκη διαμόρφωσης μιας ιστορικής ταυτότητας. Και μάλιστα μιας ταυτότητας που θα διαφοροποιούσε το νέο κράτος από την Αλβανία και τη Βουλγαρία, δεδομένου ότι εντός του θα υπήρχε αλβανική και βουλγαρική μειονότητα.
Δε χρειάζεται να αναφερθώ σε πολλές λεπτομέρειες ως προς τα γεγονότα τότε. Θεωρώ πως είναι γνωστά. Σε κάθε περίπτωση τα τελευταία 26 χρόνια οι γείτονες προσπαθούν να παρουσιάσουν εαυτούς ως απογόνους των αρχαίων Μακεδόνων. Αποκορύφωμα της προσπάθειας τους υπήρξε η περίοδος της πρωθυπουργίας Γκρουέφσκι, 2006-2017. Ο απερχόμενος πρωθυπουργός εφήρμοσε μια επιθετική πολιτική μονομερούς ανάδειξης της δήθεν προέλευσης του λαού του από τους αρχαίους Μακεδόνες. Παρουσιάστηκαν δήθεν ιστορικοί χάρτες που έδειχναν την ύπαρξη μακεδονικής εθνότητας ξεχωριστής από την ελληνική στην αρχαιότητα, μετονομάστηκαν οδοί και περιοχές με ονόματα από τη μακεδονική ιστορία, ανηγέρθησαν παντού αγάλματα και έργα τέχνης με θέματα από τους αρχαίους Μακεδόνες, υπερπροβλήθηκαν ιστορικές θεωρίες για τη δήθεν μη ελληνική ταυτότητα του Φιλίππου και του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Τελικά η πολιτική αυτή όχι μόνο δεν απέδωσε ό, τι ήλπιζε ο Γκρούεφσκι, καθώς η ιστορική τους εκδοχή μάλλον έφθινε παρά ενισχύθηκε με τα χρόνια, αλλά οδήγησε και στην πτώση του καθώς προκάλεσε ρήξη με τις εθνικές μειονότητες, και κυρίως με τους (άλλοτε συμμάχους του) Αλβανούς, και διπλωματικά ζητήματα με την Αλβανία. Από τον Ιανουάριο και μετά η κυβέρνηση Γκρουέφσκι δεν υπάρχει, οι δε διάδοχοι του έχοντας να διαχειριστούν βουνά προβλημάτων που προκλήθηκαν από την πολιτική του έχουν ήδη υποχωρήσει άρδην από αυτήν και προσπαθούν να προσεγγίσουν την Ελλάδα για την αναζήτηση μιας συμβιβαστικής λύσης.
Στο πλαίσιο αυτό έχουν υπάρξει ορισμένες κινήσεις καλής θέλησης αυξημένης σημασίας:
-Η απαγορευμένη από το 1992 δήλωση του Κίρο Γκλιγκόροφ περί σλαβικής και όχι μακεδονικής καταγωγής των γειτόνων προβλήθηκε ξανά από τα ΜΜΕ, με επισήμανση μάλιστα του λόγου που υπήρξε τόσο μεγάλο διάστημα απαγορευμένη. Ότι δηλαδή δε στήριζε την ιστορική εκδοχή περί καταγωγής των γειτόνων από το Μέγα Αλέξανδρο.
-Το αεροδρόμιο που το 2016 είχε μετονομαστεί σε «Μέγας Αλέξανδρος» (το αποκορύφωμα ίσως των προκλήσεων εναντίον μας) πρόκειται να μετονομαστεί ξανά και θα λάβει το όνομα του Κίρο Γκλιγκόροφ, όπως δήλωσε δημόσια ο Ζοραν Ζαεφ. Με μια κίνηση οι γείτονες αναιρούν την ύψιστη πρόκληση τους εναντίον μας, που ήταν η οικειοποίηση του ονόματος του Μακεδόνα βασιλέα με τρόπο που αυτό συνδεόταν άμεσα με την εικόνα τους προς τα έξω, και τιμούν-αποκαθιστούν το μοναδικό εκπρόσωπο τους που δεν υποστήριζε τη δήθεν ιστορική τους σχέση με το μεγάλο στρατηλάτη.
-Η κυβέρνηση των γειτόνων ανακοίνωσε (ακόμα δεν έχει γίνει πράξη) ότι θα καθαιρέσει τα αγάλματα και τα έργα τέχνης που ανηγέρθησαν επί κυβέρνησης Γκρουέφσκι και οικειοποιούνται ιστορικά σύμβολα και μορφές της ελληνικής, αλλά και της αλβανικής ιστορίας. Μεταξύ αυτών συμπεριλαμβάνεται το άγαλμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου στην πρωτεύουσα.
-Τέλος, έχουν υπάρξει αρκετές δηλώσεις κυβερνητικών αξιωματούχων σε διεθνή ΜΜΕ με τις οποίες καλούν την Ελλάδα σε εξεύρεση λύσης και εμφανίζονται πρόθυμοι για μικρές υποχωρήσεις.
Επί της ουσίας η κατάσταση με το Μακεδονικό σήμερα ως προς τις τρεις προπεριγραφείσες πλευρές έχει ως εξής:
- Αλυτρωτισμός. Οι γείτονες έχουν εδώ και χρόνια δηλώσει επισήμως ότι δε διατηρούν εδαφική αξίωση απέναντι στην Ελλάδα, το τελευταίο διάστημα δε οι εκπρόσωποί τους το τονίζουν με κάθε δυνατό τρόπο. Σε μεγάλο βαθμό είναι ένα επικοινωνιακό τέχνασμα υπερπροβολής μιας υποχώρησης που έχει ήδη γίνει ώστε να φαίνεται ως νέα εξέλιξη, και στην πράξη όμως δε στερείται σημασίας.
- Ιστορία. Οι γείτονες έχουν δείξει σημάδια καλής θέλησης κυρίως με δηλώσεις αποκατάστασης της εμπιστοσύνης, που αναπόφευκτα επλήγη την περίοδο Γκρουέφσκι. Παρ’ όλα αυτά δεν έχουν εγκαταλείψει ακόμα την ιστορική εκδοχή για την καταγωγή τους από τους αρχαίους Μακεδόνες. Η αναδημοσίευση της δήλωσης Γκλιγκόροφ, που ουσιαστικά δηλώνει το αντίθετο, ενδεχομένως να δηλώνει πρόθεση υποχώρησης, προς το παρόν όμως δεν έχει υπάρξει τέτοια. Επισήμως το μόνο που έχουμε είναι απλές δηλώσεις πρόθεσης για κινήσεις με κυρίως συμβολικό περιεχόμενο.
- Ονομασία. Στο ζήτημα της ονομασίας επισήμως δεν έχει φανεί οποιαδήποτε τάση υποχώρησης από την πλευρά τους. Επισήμως υπάρχουν ακόμα η ελληνική (από το 2008) θέση για σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό και η θέση των γειτόνων για απλή ονομασία «Μακεδονία». Στις προαναφερθείσες δε δηλώσεις τους οι γείτονες είναι ξεκάθαροι ότι θέλουν να συνεχίσουν να αποκαλούνται «Μακεδόνες».
Μετά τις προαναφερθείσες εξελίξεις υπάρχει μια τάση στο δημόσιο διάλογο να παρουσιάζεται η επίσημη απουσία εδαφικών διεκδικήσεων των γειτόνων ως μια νίκη της Ελλάδας που πρέπει να την εκμεταλλευτούμε όσο είναι καιρός. Όπως προαναφέρθηκε την τάση αυτή συμμερίζεται και η ελληνική κυβέρνηση, καθώς ο Αλέξης Τσίπρας έθεσε ως βασικό στόχο να παύσει κάθε αλυτρωτική ρητορική από την απέναντι πλευρά. Η άποψη αυτή είναι τελείως λανθασμένη. Αφενός επειδή στην πραγματικότητα δεν αποτελεί εξέλιξη αλλά η παραίτηση από την αλυτρωτική ρητορική υπάρχει εδώ και χρόνια, αφετέρου γιατί μια δήλωση δε δεσμεύει το κράτος εσαεί! Για την αποτελεσματική (η απόλυτη είναι αδύνατη) διασφάλιση της εδαφικής ακεραιότητας στο μέλλον απαιτείται η όσο το δυνατόν πληρέστερη εξάλειψη πιθανών αιτιών ή προσχημάτων που μπορούν να επικαλεστούν οι γείτονες για να αιτηθούν εδαφικές ρυθμίσεις. Τέτοιες αιτίες στις περισσότερες περιπτώσεις της ευρωπαϊκής ιστορίας ήταν είτε πληθυσμιακές είτε ιστορικές είτε και τα δύο. Είναι λάθος η οπτική ότι έχουμε διασφαλιστεί εδαφικά μετά τις τελευταίες εξελίξεις, και σε κάθε περίπτωση στο συγκεκριμένο τομέα στην πραγματικότητα δεν έχει υπάρξει κάποια αλλαγή που να φέρνει πιο κοντά τη λύση.
Στο ζήτημα της ονομασίας, που είναι και το μόνο που βρίσκεται επισήμως στο τραπέζι, δεν υπάρχει ακόμα οποιαδήποτε συγκεκριμένη εξέλιξη. Οι γείτονες μέχρι στιγμής έχουν δηλώσει μόνο πρόθεση συμβιβασμού και καμία συγκεκριμένη υποχώρηση. Ούτε όμως αναμένεται να δείξουν κάτι περισσότερο μέχρι να καθίσουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Ακόμα κι αν υπάρχει κάποια συγκεκριμένη πρόταση από την πλευρά τους θα τη δούμε μεταγενέστερα. Ο νούμερο ένα κανόνας στη διπλωματία άλλωστε είναι ότι δεν αποκαλύπτεις τα χαρτιά σου πριν αρχίσει το παιχνίδι.
Ο τομέας όμως στον οποίο φαίνεται όντως να υπάρχει κινητικότητα είναι ο ιστορικός. Η προσπάθεια της κυβέρνησης Γκρουέφσκι να επιβάλλει την ιστορική της εκδοχή στην πράξη μέσω προκλήσεων και τετελεσμένων ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό για αυτό. Οι γείτονες βλέποντας ότι η επιθετική στάση δεν απέδωσε, αντιθέτως προκάλεσε περισσότερα προβλήματα, παρουσιάζονται πλέον πιο διαλλακτικοί.
Η επαναφορά της δήλωσης Γκλιγκόροφ περί σλαβικής καταγωγής του λαού της γείτονος χώρας θα μπορούσε να αποτελεί προάγγελο μιας υποχώρησής τους στο ιστορικό ζήτημα; Μέχρι στιγμής δεν έχει φανεί έτσι, δηλώνει όμως μια σχετική τάση την οποία η ελληνική διπλωματία οφείλει να εκμεταλλευθεί. Όταν οι επίσημοι εκπρόσωποι των γειτόνων παραδέχονται ότι υπήρξαν προκλητικοί απέναντι στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια και επαναφέρουν απόψεις αντίθετες με την επίσημη εκδοχή τους, όταν ουσιαστικά αφήνουν οι ίδιοι το περιθώριο να κινηθεί η χώρα εναντίον τους, θα αποτελούσε έγκλημα απέναντι στην ιστορική μας κληρονομιά να μην το κάναμε.
Δυστυχώς όπως έγινε αντιληπτό από τις προαναφερθείσες δηλώσεις του Αλέξη Τσίπρα η ελληνική κυβέρνηση όχι μόνο δε στοχεύει να κινηθεί για το ιστορικό ζήτημα αλλά ουσιαστικά υιοθέτησε επισήμως την ιστορική θέση των γειτόνων. Σε μια περίοδο που οι ίδιοι εμμέσως θέτουν εν αμφιβόλω την ιστορική τους καταγωγή από τους αρχαίους Μακεδόνες ο Αλέξης Τσίπρας ζήτησε να δεχθούν απλά ότι δεν είναι οι μοναδικοί απόγονοι του Μεγάλου Αλεξάνδρου! Αντί δηλαδή να αδράξουμε την ευκαιρία να διεκδικήσουμε την πλήρη αποσύνδεση των γειτόνων από την αρχαία Μακεδονία θέσαμε εν αμφιβόλω τη δική μας ιστορική σχέση με αυτήν!
Πρώτη φορά μετά από χρόνια έχουμε την ευκαιρία να ζητήσουμε υποχωρήσεις των γειτόνων για μια ευνοικότερη κατάληξη του ζητήματος και η ελληνική κυβέρνηση περιορίζεται να ζητήσει τα ήδη επιτευχθέντα! Αν όχι να υποχωρήσει ακόμα περισσότερο.
Από το 1992 και μετά το «Μακεδονικό» ζήτημα έτυχε χειρισμού από μεγάλους πολιτικούς ηγέτες, όπως ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, ο Αντώνης Σαμαράς, ο Κώστας Καραμανλής, ο Ανδρέας Παπανδρέου και άλλοι. Για αυτό και μέχρι σήμερα παρά τις δυσμενέστατες συνθήκες διεθνώς η θέση της χώρας παρέμεινε ενεργή και τα ζήτημα δεν έκλεισε. Κατορθώσαμε κόντρα σε όλους να παραμείνουμε στο δυτικό κόσμο και να εκμεταλλευτούμε τη θέση μας και όποια μέσα μας έδινε αυτή για να διατηρήσουμε τη διαμάχη ζωντανή. Και σήμερα μετά από δεκαετίες οι συνθήκες πρώτη φορά γίνονται ευνοικότερες και παρουσιάζεται μια ευκαιρία να πετύχουμε μια καλύτερη λύση.
Η ιστορία δε θα μας το συγχωρήσει ποτέ αν επιτρέψουμε στη σημερινή κυβέρνηση να προδώσει έτσι απλά την ιστορική κληρονομιά του Φιλίππου και του Μεγάλου Αλεξάνδρου.