ΝΔ: Τα όρια της πολιτικής και τεχνοκρατικής γκρίνιας
Γράφει ο Κωνσταντίνος Μανίκας, Οικονομολόγος – Ψυχολόγος, Συγγραφέας
Να αρχίσουμε, για μια ακόμη φορά, από τα βασικά. Δικαίωμα στην κριτική έχουν οι πάντες. Σιωπητήριο δεν νοείται στους κομματικούς οργανισμούς και ειδικά άνθρωποι που υπερασπίζονται διαχρονικά και με πάθος τις φιλελεύθερες ιδέες θα έπρεπε, όπως έκαναν σε άλλες περιόδους, να προτρέπουν σε υγιή και άδολη κριτική τοποθέτηση. Άλλωστε είναι ιστορικά αποδεδειγμένο, ότι μεγαλύτερο κακό προκαλούν οι αυλοκόλακες που συχνά εθελοτυφλούν από δουλικότητα παρά τα “σκυλιά” που γαυγίζουν επειδή διαισθάνονται τον επερχόμενο κίνδυνο.
Ζήτημα προκύπτει όταν η όποια διαφορετική προσέγγιση δεν διαθέτει, αξιόπιστα επιχειρήματα, ιδεολογικό υπόβαθρο και εναλλακτική πρόταση. Κοινώς, όπως επανειλημμένα έχω γράψει, όσοι διαφοροποιούνται κατ’ επάγγελμα ή επειδή το “επάγγελμα”, όπως θεωρούν την πολιτική, δεν τους περιλαμβάνει στους τωρινούς εσωκομματικούς συσχετισμούς εξουσίας, χάνουν εξαρχής του δίκιο τους, λόγω κινήτρου για το “έγκλημα”, που θα έλεγαν και στα δικαστήρια. Θα το επαναλάβω, για πολλοστή φορά. Πολιτική με εμμονές δεν γίνεται.
Πάμε, λοιπόν, στο τωρινό αντικείμενο της γκρίνιας. Μέσα σε μια μέρα, η Διαμαντοπούλου προτείνεται για Γ.Γ. του ΟΟΣΑ και ο Ντόκος επανέρχεται στο κυβερνητικό προσκήνιο ως Σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας. Όλο αυτό θα μπορούσε να είναι μια αδιάφορη εξέλιξη, αν δεν υπήρχαν πολύ συγκεκριμένα θέματα προς διερεύνηση.
Οι περισσότεροι επικεντρώθηκαν, σχεδόν αποκλειστικά στο καθαρά πολιτικό κομμάτι. Και τα δύο πρόσωπα έχουν τη δική τους διαδρομή με ξεχωριστή, περίοπτη θέση στο πάνθεον των “εκσυγχρονιστικών” φωνών. Δεν είναι εύκολο για τον μέσο υποστηρικτή ενός κόμματος να αποδεχτεί ότι κάποιοι με τους οποίους συγκρούστηκε έντονα στο παρελθόν και έδωσε δυνατές μάχες με σαφές ιδεολογικό περιεχόμενο, σήμερα αποτελούν την καλύτερη δυνατή λύση για αξιοποίηση σε προβεβλημένες και σημαντικές για το κυβερνητικό έργο θέσεις.
Βέβαια, στην πολιτική το παρελθόν σβήνει εύκολα, πολύ πιο εύκολα από ότι η συναισθηματική φόρτιση στην καθημερινή μας ζωή. Οι ρυθμοί κινούνται με άλλες ταχύτητες και οι παράταιρες ή δυσανεκτικές μεταγραφές στελεχών άλλων κομμάτων είναι μια πάγια πραγματικότητα. Οι χθεσινοί υβριστές μιας παράταξης γίνονται οι πιο ένθερμοι υποστηρικτές της, είτε από αγνά κίνητρα συνταύτισης σε ένα νέο στόχο, είτε για λόγους πολιτικής επιβίωσης.
Προσωπικά, διατηρώντας το δικαίωμα της προσωπικής άποψης για την αξιοπιστία και την ηθική ποιότητα, κάθε μεταγραφέντα πολιτικού παράγοντα, επικεντρώνομαι περισσότερο στην ικανότητα, την εμπειρία, την τεχνοκρατική επάρκεια για να επιτελέσει το έργο το οποίο καλείται να φέρει σε πέρας. Αναρωτιέμαι, λοιπόν, αν ο Ντόκος και η Διαμαντοπούλου αποτελούν τις κατάλληλες λύσεις για τις συγκεκριμένες θέαεις.
Ο άνθρωπος που τον Φεβρουάριο αποπέμφθηκε από την κυβέρνηση, επειδή οι δηλώσεις του για συνεκμετάλλευση με την Τουρκία των ενεργειακών πόρων στο Αιγαίο θεωρήθηκαν μη συμβατές με τις κυβερνητικές αρχές, πώς μπορεί σήμερα να επανέρχεται αναβαθμισμένος; Αν η τεχνοκρατική του επάρκεια και το σκεπτικό, που πάντα εξέφραζε, θεωρούνται αποδεκτά και χρήσιμα για τη χάραξη της εξωτερικής μας πολιτικής, κακώς είχε απομακρυνθεί τότε.
Αν το αξίωμα του Γ.Γ. του ΟΟΣΑ θεωρείται μια αποκλειστικά πολιτική θέση που δεν απαιτεί εξειδικευμένη γνώση και ανάλογη εμπειρία, ή αν αρκεί ως εφόδιο μια υπουργική διαχειριστική διαδρομή ή οι ημερίδες των think tank, τότε μάλλον έχω λάθος εντύπωση και πληροφορίες για τις απαιτήσεις και τη λειτουργία του ΟΟΣΑ. Μπορεί η μακροοικονομική και δημοσιονομική γνώση να μην είναι απαραίτητο στοιχείο και ο κυβερνητισμός να μετατρέπει αυτόματα σε ειδικούς, όσους ασχολήθηκαν με αυτά τα ζητήματα, στηριζόμενοι σε πλειάδα ικανών συμβούλων.
Όλοι κι όλα, πάντως, κρίνονται από το τελικό αποτέλεσμα. Κι αφού η ελληνική κυβέρνηση κατέληξε σε μια επιλογή, οφείλουμε να τη σεβαστούμε και να ευχηθούμε, ειδικά στην κ. Διαμαντοπούλου να επιτύχει την εκλογή της και να εκπροσωπήσει όσο πιο επάξια γίνεται τη χώρα μας, υπερασπιζόμενη τα συμφέροντα μας, στα πιο ισχυρά κέντρα λήψης αποφάσεων.