Η υπόθεση των Ξενόγλωσσων Τμημάτων στα Ελληνικά Πανεπιστήμια
Γράφει ο Οδυσσέας Ματζιούνης, Φοιτητής
Η ιστορία των αγγλόφωνων προπτυχιακών τμημάτων στην Ελλάδα ξεκινάει με τον νόμο 4316/2014 το 2014 (που ξεκίνησαν με Διοίκησης Τουρισμού σε Ρόδο και Κρήτη και Κλασικές Σπουδές στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης) και φαίνεται να τελειώνουν το 2015 με απόφαση του τότε υπουργού Αριστείδη Μπαλτά. Όταν έκλεισαν το τμήμα στο ΔΠΘ ήταν ήδη έτοιμο να λειτουργήσει. Η φιλοσοφία είναι ότι φοιτητές από άλλες χώρες(κυρίως) έχουν την δυνατότητα να σπουδάσουν σε Ελληνικό ΑΕΙ και να αποκτήσουν πτυχίο (εφόσον οι σπουδές τους είναι επιτυχείς) στο πεδίο της επιλογής τους. Παρόμοια τμήματα υπάρχουν και σε σχεδόν όλες τις υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης.
Θεωρώ μεγάλο λάθος την κατάργησή τους. Τα ξενόγλωσσα τμήματα θα μπορούσαν να αποτελέσουν πολύ σημαντικό παράγοντα χρηματοδότησης των Ελληνικών ΑΕΙ. Αν λάβουμε υπόψιν ότι τα δίδακτρα για Ιατρική σε παρόμοιο τμήμα στη Σόφια είναι 8000€(επί αρκετές χιλιάδες φοιτητές) τον χρόνο και συγκρίνουμε τον τρόπο ζωής μπορούμε να συμπεράνουμε ότι η Ελλάδα θα ήταν πολύ ανταγωνιστική σε αυτόν τον τομέα. Η πληθώρα τμημάτων δίνει μεγάλο περιθώριο επιλογών και το κλίμα είναι σαφώς φιλικότερο για φοιτητική ζωή. Τα οφέλη είναι νομίζω προφανή. Τα δίδακτρα προσφέρουν μια σταθερή ροή εσόδων για τα Πανεπιστήμια(και το Κράτος) κάτι που θα μπορούσε να λύσει τα προβλήματα χρηματοδότησης των ΑΕΙ και να συμβάλουν στην αναβάθμιση των εκπαιδευτικών εγκαταστάσεών τους. Περισσότερα κονδύλια θα μπορούσαν να αφοσιωθούν στην έρευνα και συνεπώς θα ακολουθήσει ολοκληρωτική αναβάθμιση του ρόλου και του κύρους του Ελληνικού Πανεπιστημίου αλλά και του τεχνολογικού επιπέδου της Χώρας μας. Περιττό να αναφέρω ότι τα παραπάνω αποτελούν αρωγό οικονομικής ανάπτυξης.
Μακροχρόνια, η εξαγωγή και οι επιτυχίες των αλλοδαπών πτυχιούχων ΑΕΙ θα φέρει μεγαλύτερη αναγνώριση και φήμη για τα Ελληνικά Πανεπιστήμια και θα διαφημίσει την Ελληνική Παιδεία. Εταιρίες και φυσικά πρόσωπα θα γνωρίζουν ότι μεγάλο μέρος των προσωπικών επιτυχιών ωφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην ακαδημαϊκή τους εμπειρία στην Ελλάδα. Το αποτέλεσμα θα είναι, όχι μόνο μεγαλύτερη καταξίωση, αλλά και περισσότερες συνεργασίες-διασυνδέσεις με ξένους φορείς για τα ΑΕΙ της χώρας μας. Έτσι αποκτάμε πολιτισμικό και επιστημονικό έρεισμα στην παγκόσμια ακαδημαϊκή κοινότητα.
Οι πολέμιοι των ξενόγλωσσων τμημάτων υποστηρίζουν ότι κάτι τέτοιο υποβαθμίζει την εκπαίδευση, καθώς θα καταφέρουν να εισαχθούν στα ΑΕΙ άτομα που απέτυχαν σε εισαγωγικές εξετάσεις. Αυτό το σκεπτικό έχει ένα ελάττωμα. Οι προαναφερόμενοι αγνοούν ότι σκοπός των εισαγωγικών εξετάσεων δεν είναι να δουν αν αξίζει κανείς να είναι γιατρός, μηχανικός ή όποια άλλη είναι η ειδικότητα του τμήματος της επιλογής του, αλλά να περιορίσει τον αριθμό των εισαχθέντων στις διαθέσιμες θέσεις αυτού του τμήματος. Το αν μπορεί κάποιος να φοιτήσει την επιστήμη της επιλογής του κρίνεται από το αν μπορεί να τελειώσει τα μαθήματα που του ορίζει το τμήμα του. Συνεπώς, στην περίπτωση που κάποιος από τους εισαχθέντες φοιτητές δεν μπορεί να αντεπεξέλθει στις απαιτήσεις της σχολής του πολύ απλά θα αποχωρίσει. Επίσης όχι μόνο δεν υποβαθμίζεται η εκπαίδευση αλλά, όπως ανέφερα παραπάνω, αναβαθμίζεται λόγω της εισροής κεφαλαίου που εξασφαλίζει καλύτερο εξοπλισμό και εγκαταστάσεις και για τους φοιτητές στα Ελληνικά τμήματα. Όσον αφορά το θέμα της δικαιοσύνης του μέτρου, υπενθυμίζω ότι δεν μειώνει τις θέσεις των εισαχθέντων με πανελλήνιες απλά δίνει ευκαιρίες σε παραπάνω άτομα να ενταχθούν στο Πανεπιστήμιο.
Η ίδρυση τέτοιου είδους εγκαταστάσεων δεν μπορεί να γίνει από την μία μέρα στην άλλη και απαιτείται εκτεταμένος σχεδιασμός, πρόγραμμα και διαφήμιση του εγχειρήματος. Από τα πιο δύσκολα κομμάτια είναι η εύρεση προσωπικού που μπορεί να διδάξει στα Αγγλικά. Τον πρώτο καιρό είναι λογικό αυτά τα τμήματα να είναι ελλειμματικά, αλλά με τον χρόνο θα αποδειχθούν μια πολύ σημαντική επένδυση και παρακαταθήκη για το μέλλον τόσο της Ελληνικής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης όσο και της Χώρας.