Το πολιτικό περιβάλλον του Μεσαίωνα
Γράφει ο Βαγγέλης Αντωνιάδης
Στο εμβληματικό του έργο << The origins of Modern Europe>>. Ο κορυφαίος μεσαιωνολόγος R.A Brown υποστήριξε ότι οι απαρχές της μεσαιωνικής Ευρώπης σφυριλατήθηκαν στο αμόνι του πολέμου. Στην πραγματικότητα ο όρος πόλεμος αποτελεί έναν εξαιρετικά ήπιο όρο, για να σκιαγραφήσει κάποιος ιστορικός την κατάσταση στην οποία περιήλθε η Ευρώπη μετά την κατάλυση του ρωμαικού imperium και οι ασφαλείς σταθερές της Pax Romana. Καθώς διαδοχικά κύματα εισβολέων σάρωσαν την γηραιά ήπειρο. Γότθοι και Βάνδαλοι, Μουσουλμάνοι και Βίκινγκς λεηλάτησαν και κατέλαβαν εκτεταμένες περιοχές.
Έξι αιώνες μετά τις πρώτες βαρβαρικές εισβολές στην αρχή του 4ου αιώνα μ.Χ πέρασαν για να φτάσουμε στον 10ο αιώνα οπότε οι τελευταίες ορδές εισβολέων είτε απωθήθηκαν από τους ευρωπαϊκούς λαούς. Σε εκείνη την κομβική συγκυρία τα ευρωπαϊκά έθνη πέρασαν στην αντεπίθεση εκκινώντας την ευρωπαική εξάπλωση αρχικά ανατολικά μέσω χερσαίων οδών και στην συνέχεια αφού έμαθαν την τέχνη της ναυσιπλοΐας νότια και δυτικά εγκαινιάζοντας την εποχή της ευρωπαϊκής αποικιοκρατίας. Έτσι για μία μακρά ιστορική περίοδο ίση με αυτή που χωρίζει τον 13ο αιώνα από την εποχή μας η << Ειρήνη του Θεού>> στην Ευρώπη, εκείνη η ειρήνη για την οποία οι πιστοί στην χριστιανική εκκλησία προσευχόταν με ειλικρίνεια ανεκπλήρωτες ελπίδες υπήρξε τελικά μόνο σε εξαιρετικά σύντομες περιόδους και πολύ περιορισμένες γεωγραφικές εκτάσεις.
Αποτέλεσμα ήταν ένα ολόκληρο πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό μοντέλο για να μπορέσουν οι λαοί της Ευρώπης να επιβιώσουν στο εξαιρετικά δυσμενές περιβάλλον που διαμορφώθηκε για αιώνες. Αυτό το μοντέλο καταγράφηκε στην ιστορία ως φεουδαρχία.
Οι διαδοχικές οιωνοί νομαδικές ή ημινομαδικές πολεμικές φυλές που ακολούθησαν συγκρούστηκαν μεταξύ και αφομοίωσαν η μία ή την άλλη, όπως τα κύματα της φουρτωνιασμένης θάλασσας. Μετά τις γοτθικές φυλές και τους άλλους εισβολείς του τετάρτου αιώνα ήρθαν εκείνα τα φράγκικα φύλα που έχοντας συγκροτήσει έναν χαλαρό πολεμικό κυρίως συνασπισμό κάτω από την ηγεσία της οικογενείας των Μεροβιγγείων, απώθησαν τους Μουσουλμάνους που ανέβαλαν μέσω της Ισπανίας στην σημερινή Γαλλία κατά τον 8ο αιώνα επιβάλλοντας κάτω από την ηγεσία των καρολιδών στις αρχές του 9ου αιώνα μία βραχύβια ειρήνη στην Ευρώπη προωθώντας μία πρωτόλεια απόπειρα πολιτικής ενοποίησης του ευρωπαϊκού χώρου.
Οι περιοχές ανατολικά του Ρήνου υποχρεώθηκαν για έναν περίπου αιώνα να αναχαιτίζουν τις επιδρομές των Μαγυάρων εισβολέων. Για ακόμα μεγαλύτερο χρονικό διάστημα οι παράκτιες περιοχές της βόρειας, δυτικής και νότιας Ευρώπης αλλά και περιοχές της ευρωπαϊκής ενδοχώρας που τα επιμήκη πλοία των Βίκινγκς λεηλατούσαν και γνώριζαν ακόμα και τον εποικισμό από τους επιδρομείς που εφάρμοσαν από τις σκανδιναβικές ακτές.
Ένας τέτοιος αποικισμός και μάλιστα μεγάλης κλίμακας ήταν αυτός της Νορμανδίας στις αρχές του δέκατου αιώνα. Στη συνέχεια οι Νορμανδοί, οι οποίοι σταδιακά εκχριστιανίστηκαν και οργάνωσαν διοικητικά και πολιτικά με βάση το φεουδαλικό σύστημα υπήρξαν οι καλύτεροι πολεμιστές της Ευρώπης επεκτείνοντας την εδαφική κυριαρχία τους. Καθώς συνέτριψαν το σαξονικό βασίλειο της Αγγλίας, τους Μουσουλμάνους της νότιας Ιταλίας και της Σικελίας και τελικά στα τέλη του 11ου αιώνα, έστρεψαν το κύμα εισβολών τους πέρα από την Ευρώπη και άρχισαν με την σειρά τους να διεισδύσουν στην Μέση Ανατολή στην διάρκεια της Α σταυροφορίας. Ταυτόχρονα μία άλλη κάστα πολεμιστών από την Γερμανία, έχοντας τον ίδιο ιερό σκοπό και αφού απόκλεισε τους Μαγυάρους στην Ουγγαρία, άρχισε να επεκτείνει αυτή και πάλι προς τα ανατολικά υποτάσσοντας και αποικίζοντας περιοχές, υλοποιώντας μία στρατηγική επέκταση που συνοδεύτηκε από μαζικούς προσηλυτισμούς ειδωλολάτρες Σλάβους.
Συμπερασματικά η φεουδαρχία υπήρξε απαίτηση στις απαιτήσεις εκείνης της εποχής και κυρίως στις οικονομικές και στρατιωτικές αναγκαιότητες που διαμορφώθηκαν εκείνη την περίοδο. Η παρακμή της οικονομικής δραστηριότητας αποτέλεσμα της διάσπασης της ιστορικής μεσογειακής εμπορικής περιοχής από τους Μουσουλμάνους, σήμαινε ότι στις αρχές του ενάτου αιώνα τα σκληρά νομίσματα ήταν σπάνια στην Ευρώπη αλλά και ότι οι καλλιεργήσιμες εκτάσεις αποτελούσαν την κυριότερη και ενδεχομένως την μοναδική πλουτοπαραγωγική πηγή.