Το εργατικό δυναμικό των… παράνομων μεταναστών

Γράφει ο Κωνσταντίνος Μανίκας, σύμβουλος επιχειρήσεων – συγγραφέας

Δεν συνηθίζουμε να αντιμετωπίζουμε με ψυχραιμία πολύ πιο απλά θέματα από αυτό που προέκυψε με την τροπολογία για την άδεια παραμονής των παράνομων μεταναστών, οπότε ήταν απολύτως αναμενόμενη όχι μόνο η σκόνη που σήκωσε αλλά κι ότι η κυβερνητική πλευρά υπονοεί πως κανείς δεν την διάβασε ή όσοι το έκαναν… δεν την κατάλαβαν σωστά, ενώ ανάμεσα σε αυτούς που διαφωνούν, πέρα από ψύχραιμες και με επιχειρήματα αντιδράσεις όπως αυτή του πρώην πρωθυπουργού Αντώνη Σαμαρά, υπήρξαν και εκείνοι που βρήκαν την ευκαιρία να καπηλευτούν την ανασφάλεια των πολιτών.

Υπάρχουν δύο επίπεδα ανάλυσης για το θέμα και δυστυχώς ανάλογα με το πού επιλέγει να σταθεί ο καθένας βλέπει μια συγκεκριμένη πλευρά. Κάτι αντίστοιχο με αυτό που περιέγραψα σε σχέση με τα ελληνοτουρκικά στο “Το βραχυπρόθεσμο και το μακροπρόθεσμο στα ελληνοτουρκικά”.

Από τη μια, η κυβέρνηση περιγράφει ένα υπαρκτό πρόβλημα, αυτό της έλλειψης προσφοράς εργασίας ιδιαίτερα στον πρωτογενή τομέα και θεωρεί ότι θα μετριάσει τις συνέπειες εάν φέρει 4 χρόνια νωρίτερα τη δυνατότητα απόκτησης άδειας παραμονής για ήδη υπάρχοντες στη χώρα και παρανόμως εργαζόμενους μετανάστες. Θεωρητικά αυτή είναι μια κάποια λύση. Είναι όμως η ορθότερη μακροπρόθεσμα και τι πιστοποιεί μια τέτοια κίνηση για τη διαχρονική αξιοπιστία και την ικανότητα του ελληνικού κράτους;

Η αποφυγή εργασίας στον αγροτικό τομέα, την οικοδομή κλπ, δεν είναι καινούριο φαινόμενο. Άρχισε να εμφανίζεται από τη δεκαετία του ’90, όταν η μεταπολεμική γενιά επένδυσε στην πανεπιστημιακή εκπαίδευση των παιδιών τους, έχοντας ως πρότυπο για τη γεωργία ένα παρωχημένο μοντέλο που ελάχιστα είχα να κάνει με την ταχύτατη τεχνολογική ανάπτυξη και τις νέες ευκαιρίες που ανοίγονταν. Η δαιμονοποίηση κάθε χειρονακτικά δουλειάς δεν σταμάτησε ούτε τα χρόνια της οικονομικής κρίσης όταν η ανεργία των νέων εκτινάχθηκε σε ποσοστά άνω του 50%. Όσο μάλιστα η υποαπασχόληση σε άλλους τομείς ακολουθούνταν από επιδόματα, ουδείς διανοούνταν να ασχοληθεί με τέτοιες εργασίες.

Δεν είναι σίγουρο ότι θα ανέβαινε ιδιαίτερα ο αριθμός όσων θα πήγαιναν να εργαστούν στον αγροτικό τομέα, ειδικά σε εποχικές θέσεις, αλλά αν οι προϋποθέσεις διακοπής χορήγησης επιδομάτων ήταν πιο αυστηρές και συνδέονταν με κάθε άρνηση ανάληψης οποιασδήποτε προτεινόμενης δουλειάς, ίσως ένα μέρος των… τεμπέληδων της κρατικά εύφιρης κοιλάδας να αναγκάζονταν να λειτουργήσουν διαφορετικά υπό συνθήκες πίεσης.

Αντ’ αυτού, και πριν εξαντλήσουμε και κάθε περιθώριο νόμιμης διακρατικής μετανάστευσης, ώστε να αξιολογήσουμε αν και ποιες είναι οι πραγματικές υπερβάλλουσες ανάγκες, πήγαμε στην εύκολη λύση της συρρίκνωσης του απαραίτητου χρόνου για την απόκτηση άδειας παραμονής από παράνομους μετανάστες. Κι αυτό δημιουργεί και μια περίεργη στρέβλωση στην αγορά εργασίας. Για παράδειγμα στο τουρισμό, που αναφέρεται ως ένας τομέας με αυξημένες ανάγκες, αυτό που αναζητείται είναι κυρίως εξειδικευμένο κι όχι ανειδίκευτο προσωπικό. Αν η προσφορά εργασίας αυξηθεί τεχνικά, με τη νομιμοποίηση μεταναστών, ποιος αμφιβάλλει ότι θα υπάρξουν μισθολογικές πιέσεις και αντικατάστασεις προσωπικού με νέους διατεθιμένους να δουλέψουν για τον κατώτατο μισθό, ειδικά σε μέσης και χαμηλότερης ποιότητας ξενοδοχειακές μονάδες;

Τι 7, τι 3 χρόνια θα έλεγε κάποιος; Ποια η διαφορά; Δυστυχώς μεγάλη. Όχι τόσο αριθμητικά, θα φανεί στην πράξη αν θα είναι 30 ή περισσότερες χιλιάδες όσοι εκμεταλλευτούν τη νέα ρύθμιση, όσο για τις παραδοχές σε σχέση με τον ανορθολογισμό των κρατικών προτεραιοτήτων.

Δεν λύνεις κανένα πρόβλημα, όταν ουσιαστικά παραδέχεσαι πώς αδυνατείς να καταγράψεις όσους παρανόμως βρίσκονται στη χώρα σου. Πόσοι άραγε υπολογίζουμε ότι είναι αυτοί, όταν η συντριπτική πλειοψηφία εισέρχεται στη χώρα από το Αιγαίο ή τον Έβρο και ανακοινώνουμε κάθε τόσο συγκεκριμένα νούμερα για τους διαμένοντες σε μονάδες φιλοξενίας για να δείξουμε την επιτυχία της αποτρεπτικής πολιτικής; Αναξιόπιστα κι αυτά τα δεδομένα; Επιπρόσθετα, πλήττεται το διεθνές κύρος μας όταν αποδεχόμαστε τη νομιμοποίηση της εργασιακής παρανομίας και τη μη τιμωρία όσων την υπέθαλψαν, αποφεύγοντας ακόμη και τη χρήση του εργόσημου.

Το όριο των επτά ετών, έδινε μεγαλύτερη ευελιξία επιλογών και στις δύο πλευρές. Στο κράτος να προχωρήσει ταχύτερα στη χορήγηση ασύλου σε όσους το δικαιούνται και στους μετανάστες να αποφασίσουν αν το ταξίδι στο άγνωστο άξιζε τον κόπο και πώς επιθυμούν να κινηθούν από εδώ και πέρα.

Και όντως η ρύθμιση έχει ισχύ άπαξ αλλά τι αποκλείει, η ίδια ή μια επόμενη κυβέρνηση να την επαναφέρει ή και να την εξελίξει ακόμη περισσότερο, προφασιζόμενη νέες αυξημένες απαιτήσεις της αγοράς λόγω ανάπτυξης. Υπαρκτό και χρονίζων λοιπόν το πρόβλημα αλλά η λύση δεν βρίσκεται στην εσπευσμένη νομιμοποίηση της παρανομίας που όπως και να το κάνουμε δεν δίνει και την καλύτερη εικόνα για μια χώρα που θα έπρεπε να αγωνίζεται για δίκαιες και μόνιμες λύσεις στο μεταναστευτικό ζήτημα αλλά και στο εργασιακό τοπίο.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.