Το “απρόσμενο” εκλογικό αποτέλεσμα

Γράφει ο Κωνσταντίνος Μανίκας, σύμβουλος επιχειρήσεων – συγγραφέας

Λίγες μέρες πριν τις κάλπες και ένα είναι το διπλό βασικό ερώτημα. Πού μπαίνει ο πήχης της επιτυχίας για όλα τα κόμματα, τι θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως “απρόσμενο” αποτέλεσμα και πώς αυτό διαμορφώνει το πιθανό κυβερνητικό τοπίο ή την επιλογή της άμεσης προσφυγής σε νέες εκλογές; Κι όσο κι αν οι δημοσκοπήσεις αντιμετωπίζουν διεθνώς ζητήματα μεθοδολογίας, εξεύρεσης του κατάλληλου δείγματος ακόμη και φαινόμενα παραπλανητικής συμπεριφοράς, η μελέτη των αποτελεσμάτων καθώς και η αποκρυπτογράφηση των κύριων χαρακτηριστικών των αναποφάσιστων, μας επιτρέπουν να καταλήξουμε σε κάποια γενικά συμπεράσματα.

Η ΝΔ αναμένει μια φυσιολογική φθορά λόγω της κυβερνητικής της θητείας αλλά το ζητούμενο δεν είναι τόσο η διαφορά από τον ΣΥΡΙΖΑ κι αν αυτή θα προσεγγίζει την αντίστοιχη του 2019 ή θα περιοριστεί στο μισό ή και πιο κάτω. Το κυρίαρχο ζητούμενο είναι η προσέγγιση του ποσοστού της αυτοδυναμίας σε περιβάλλον ενισχυμένης αναλογικής. Να βρίσκεται δηλαδή όσο το δυνατόν πιο κοντά στο 37-39% (ανάλογα με το συνολικό ποσοστό των εκτός βουλής σχηματισμών). Εάν η απόσταση από αυτόν το στόχο δεν ξεπερνά το 3%, τότε διατηρεί τη ατόφια δυναμική μελλοντικής αυτοδυναμίας. Κι απ’ ότι φαίνεται δεν θα απέχει ιδιαίτερα από αυτόν τον στόχο.

Ο ΣΥΡΙΖΑ, όσο κι αν δεν το παραδέχεται, δεν μπορεί παρά να έχει ως πήχη το προηγούμενο εθνικό ποσοστό του. Καμιά διάσπαση δεν έχει προκύψει για να δικαιολογείται σημαντική απομείωση και θα πρόκειται για σπάνιο φαινόμενο μια αντιπολίτευση να χάνει δυνάμεις είτε περιορισμένα, είτε με παρόμοιο ρυθμό με την κυβέρνηση, αποδεικνύοντας ότι η όποια δυσαρέσκεια από τις κυβερνητικές πολιτικές δεν βρήκε απαντήσεις στις ρητορικές επαναλήψεις περί δεύτερης φοράς Αριστερά και κατάληψης των αρμών της εξουσίας ακόμη και με τη βία! Ακόμη λοιπόν κι αν ξεπεράσει το 30%, επιτυχημένο δεν θα το λες το αποτέλεσμα.

Το ΠΑΣΟΚ μετά τις υπερφίαλες αρχικές προβλέψεις για διπλασιασμό των δυνάμεων του, μετά την αλλαγή ηγεσίας, όλο και προσγειώνεται σε επιδόσεις που πλησιάζουν στο γνώριμο εύρος επιρροής, Οτιδήποτε κάτω από διψήφιο ποσοστό όταν ο σύγχρονος δικομματισμός περιορίζεται από το 72% γύρω στο 65%, θα αποδεικνύει ότι ο χώρος δεν αποτέλεσε αξιόπιστη εναλλακτική για τους δυσαρεστημένους και τους νέους ψηφοφόρους και η νέα ηγεσία δεν σηματοδότησε κάποια συνταρακτική αλλαγή στο στίγμα και την απήχηση του Κινήματος.

Οι άλλοι τρεις, δεν δείχνουν να βρίσκονται κοντά σε εκλογικά άλματα, με το ΚΚΕ ίσως να είναι αυτό με τα μεγαλύτερα οφέλη και τους άλλους δύο να δίνουν μάχη για την επιβίωσή τους με κατά πάσα πιθανότητα θετική κατάληξη, ίσως και ελαφριά άνοδο.

Πού καταλήγει όλο αυτό; Αν δεν προκύψει το “απρόσμενο” μιας διαφοράς ίσης ή και μεγαλύτερης του 2019 (με τη ΝΔ να αγγίζει ποσοστά μελλοντικής αυτοδυναμίας και το ΣΥΡΙΖΑ να μένει κάτω από το 30), ή μιας απόστασης κάτω από τις 3 μονάδες (με του δύο ανάμεσα στο 30% και το 35%), τότε, εφόσον όπως όλα δείχνουν τα εκτός Βουλής κόμματα, μετά την απαγόρευση καθόδου στο κόμμα Κασιδιάρη, θα ξεπεράσουν το 10% ίσως φθάσουν και ως το 12%, με 44-45% θα μπορεί να σχηματιστεί κυβέρνηση.

Γεννάται λοιπόν το ερώτημα, εφόσον θα υπάρχει αυτή η δυνατότητα, ποιος θα πάρει την ευθύνη νέας προσφυγής σε κάλπες. Κανένα σενάριο δεν θα πρέπει να αποκλειστεί, ανεξάρτητα από τις προεκλογικές δηλώσεις. Ειδικά η “κυβέρνηση ηττημένων” που δήθεν όλοι απεύχονται και αποκλείουν τη συμμετοχή τους σε αυτή, θα προκύψει ως ισχυρή προοπτική, αν τα νούμερα το επιτρέπουν, αποκαλύπτοντας τα πραγματικά κίνητρα όλων των “προοδευτικών” δυνάμεων.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.