Το ανεπίτρεπτο ατόπημα της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων
Γράφει ο Διονύσης Κ. Καραχάλιος
Η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων δεν είναι όργανο απονομής της Δικαιοσύνης. Είναι συνδικαλιστικό όργανο. Αλλά ακόμη και όταν η Διοίκησή της ενεργεί και ομιλεί ως συνδικαλιστικό όργανο, δεν έπεται ότι τα μέλη της απεκδύονται ( ή πρέπει να απεκδύονται) της δικαστικής τους ιδιότητας και της νομικής τους συγκρότησης. Ακόμη και όταν δεν δικάζουν, οπότε και ΔΕΝ μπορούν να αποφανθούν για την συνταγματικότητα ή την αντισυνταγματικότητα μιας νομοθετικής ρύθμισης, υποχρεούνται να μην παραμερίζουν την ιδιότητά τους και να μην παραβλέπουν την διακεκριμένη εξουσία, με την οποία τους έχει οπλίσει η πολιτεία.
Με όλο τον σεβασμό προς τα συνδικάτα των οικοδόμων, των περιπτερούχων ή των λεμβούχων, που ευλόγως δεν καμαρώνουν για τις νομικές γνώσεις τους, η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων, έστω και αν δεν έχει λόγους να καμαρώνει, οφείλει να θυμάται διαρκώς ότι τα μέλη της είναι Δικαστές και Εισαγγελείς, δηλαδή επιστήμονες νομικοί και ιδιαίτερης οντότητας κρατικοί λειτουργοί «που απολαμβάνουν λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία και υπόκεινται μόνο στο Σύνταγμα και του νόμους» (άρθρο 87 παρ.1 & 2 Σ). Συναπαρτίζουν δε την τρίτη εξουσία, την οποία έχουν ταχθεί να υπηρετούν ευόρκως, επιβεβαιώνοντας αδιαλείπτως την εμπιστοσύνη και το κύρος, που υποχρεούνται να τους αποδίδουν η πολιτεία και η κοινή γνώμη.
Η ανακοίνωση της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, περί αντισυνταγματικότητας της απόφασης του αρχηγού της ΕΛ.ΑΣ. για την απαγόρευση της πορείας του Πολυτεχνείου, συνοδευόμενη και από την απαίτηση για την άμεση ανάκλησή της, υπήρξε πολλαπλώς ατυχής. Εκθέτει την Ένωση στα μάτια της ελληνικής κοινωνίας, καθώς υποδηλώνει επιπόλαιη και, συνεπώς, πλημμελή ανάγνωση του Συντάγματος και της κειμένης νομοθεσίας. Πράγματι, η Ένωση εκπλήσσει, τόσο με την επιλεκτική επίκληση των συνταγματικών διατάξεων και την παραγνώριση άλλων που δεν εξυπηρετούν τους ισχυρισμούς της, όσο και με την πλήρη άγνοια παραδεδεγμένων κανόνων του διεθνούς δικαίου και διεθνών συμβάσεων, που, κατά το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, αποτελούν, από την επικύρωσή τους με νόμο και την θέση τους σε ισχύ, αναπόσπαστο μέρους του εσωτερικού ελληνικού δικαίου.
Πράγματι, η Ένωση υποστηρίζει την αντισυνταγματικότητα της αστυνομικής απαγόρευσης, επικαλούμενη το άρθρο 11 του Συντάγματος, το οποίο δεν αναφέρει ρητώς την δημόσια υγεία, ως λόγο που επιτρέπει την αιτιολογημένη απαγόρευση των συναθροίσεων, αλλά και την ερμηνευτική δήλωση του άρθρου 5, για την οποία ισχυρίζεται ότι, αφορά στη λήψη ατομικών διοικητικών μέτρων περιορισμού της ελεύθερης κίνησης (πχ θέση σε καθεστώς καραντίνας συγκεκριμένου πολίτη) και δεν βρίσκει έδαφος εφαρμογής στις μαζικές υπαίθριες συναθροίσεις για τις οποίες προβλέπει αποκλειστικά και μόνο το άρθρο 11. Όμως, η «επιμέλεια» της Ένωσης αποδεικνύεται αδικαιολόγητα ελλιπής, γεγονός που υποδηλώνει ασυγχώρητη άγνοια, αν όχι σκόπιμα μεροληπτική, γεγονός που υποδηλώνει επικίνδυνη, για δικαστές και εισαγγελείς, διάθεση: Και τούτο διότι παραβλέπεται εντελώς: (α) το άρθρο 18 παρ. 3 του Συντάγματος, που επιτρέπει την επίταξη πραγμάτων, μεταξύ άλλων, για να αντιμετωπιστεί κρίση στη δημόσια υγεία, (β) το άρθρο 22 παρ. 4 του Συντάγματος, που επιτρέπει την επίταξη των προσωπικών υπηρεσιών, δηλαδή την επιβολή αναγκαστικής εργασίας, μεταξύ άλλων και για λόγους προστασίας της δημόσιας υγείας και (γ) το άρθρο 21 παρ. 3 του Συντάγματος, που θεμελιώνει ρητά το δικαίωμα στην παροχή υπηρεσιών υγείας, επιβάλλοντας στο κράτος την μέριμνα για την υγεία των πολιτών. Ο συνδυασμός αυτών των διατάξεων, αναδεικνύει την δημόσια υγεία ως συνιστώσα σπουδαία πλευρά του δημοσίου συμφέροντος (Π.Δ. Δαγτόγλου, Ατομικά Δικαιώματα, 2012, σελ. 217 παρ. 342), που δικαιολογεί απόλυτα και επιτρέπει τόσο την προσωρινή στέρηση της χρήσεως και καρπώσεως ιδιοκτησίας, με μονομερή πράξη του κράτους, με καταβολή ανταλλάγματος προς τον σκοπό ικανοποίησης (αυτής της) έκτακτης και άμεσης δημοσίας ανάγκης (ΣτΕ 1776/1993, ΑΠ 723/2004), όσο και την εξαίρεση από την απαγόρευση της αναγκαστικής εργασίας, εφ’ όσον τίθεται σε κίνδυνο και πρέπει να προστατευθεί η δημόσια υγεία. Επιβάλλει, επίσης, στο κράτος, υπό την μορφή «συνταγματικής εντολής», την υποχρέωση παροχής υπηρεσιών και εκτέλεσης ενεργειών που προάγουν, διατηρούν ή αποκαθιστούν την υγεία των πολιτών, στο πλαίσιο της κατοχύρωσης του δικαιώματος στη ζωή, την οποία επιτάσσει το άρθρο 5 παρ. 2 του Συντάγματος (Π. Παπαρρηγοπούλου, στο Σύνταγμα κατ’ άρθρο ερμηνεία, Επιστημονική Διεύθυνση, Φ. Σπυρόπουλος, Ξ. Κοντιάδης, Χ. Ανθόπουλος, Γ. Γεραπετρίτης, 2017, σελ. 548, παρ. 82 και 85).
Όμως πέρα από το Σύνταγμα, που αποτελεί τον θεμελιώδη Χάρτη της πολιτείας, αναπόσπαστο μέρους του εσωτερικού ελληνικού δικαίου αποτελούν, επίσης, η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου – ΕΣΔΑ (που προβλέπει τη δικαιοδοσία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου – ΕΔΔΑ), το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, (που προβλέπει τη συγκρότηση και τις αρμοδιότητες της Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ), ο Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων (στο πεδίο που ασκεί τις αρμοδιότητές της η Ευρωπαϊκή Ένωση και υπό τον τελικό δικαστικό έλεγχο του Δικαστηρίου ΕΕ). Πολύ συχνά δε οι ρήτρες περιορισμού των δικαιωμάτων είναι πιο πλούσιες στο διεθνές δίκαιο ή το ενωσιακό δίκαιο, από ότι είναι στο εθνικό Σύνταγμα. Για παράδειγμα, το ελληνικό Σύνταγμα στα άρθρα 4-25 δεν περιέχει τόσες ρήτρες περιορισμών που μπορούν να επιβληθούν στα θεμελιώδη δικαιώματα, όσες περιέχει η ΕΣΔΑ και ο Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ. Στην ΕΣΔΑ και τα Πρόσθετα Πρωτόκολλα βλέπουμε σε κάθε σχεδόν διάταξη, που θεμελιώνει ένα ή περισσότερα δικαιώματα, να υπάρχει μια δεύτερη παράγραφος που προβλέπει ρητά τη δυνατότητα επιβολής περιορισμών οι οποίοι προβλέπονται από τον (εθνικό ) νόμο και οι οποίοι είναι αναγκαίοι σε μια δημοκρατική κοινωνία για να αντιμετωπιστούν μια σειρά από ζητήματα, μεταξύ των οποίων και η προστασία της (δημόσιας) υγείας (Βλ. Ευ. Βενιζέλος, «Πανδημία, Θεμελιώδη Δικαιώματα και Δημοκρατία», Το ΒΗΜΑ, 01.04.2020).
Ειδικότερα, στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, η ανάγκη προστασίας της δημόσιας υγείας μνημονεύεται ρητώς ή εμμέσως, πλην σαφώς, υπό την μορφή εξαιρέσεων στην προστασία των ατομικών δικαιωμάτων, σε πολλές διατάξεις:
στο άρθρο 4 παρ. 3, περ. (γ), επιτρέπεται να επιβληθεί υποχρεωτική εργασία προκειμένου να προσφερθεί «πάσα υπηρεσία ζητουμένη εις περίπτωσιν κρίσεων ή θεομηνιών, αι οποίαι απειλούν την ζωήν ή την ευδαιμονίαν του συνόλου»,
στο άρθρο 5 παρ 1 περ. (ε) , προβλέπεται η δυνατότητα νόμιμης κράτησης για να την αποτροπή μετάδοσης μεταδοτικής ασθένειας,
στο άρθρο 8, που επιτάσσει τον σεβασμό της ιδιωτικής ζωής και της οικογενειακής ζωής, προβλέπεται (παρ. 2) η δια νόμου επιβολή περιορισμών που είναι αναγκαίοι, και για την προστασία της υγείας,
στο άρθρο 9, που προστατεύει την ελευθερία της σκέψης, της συνείδησης και της θρησκείας, επιτρέπεται, ομοίως, η δια νόμου επιβολή περιορισμών που είναι αναγκαίοι, σε μια δημοκρατική κοινωνία και για την προστασία της υγείας (παρ. 2),
Οι αυτοί περιορισμοί προβλέπονται ρητώς για χάρη της δημόσιας υγείας και στα άρθρα: 10, που προστατεύει την ελευθερία της έκφρασης και 11, που προστατεύει την ελευθερία του συνέρχεσθαι και του συνεταιρίζεσθαι, ενώ και στο άρθρο 15, προβλέπεται η δυνατότητα να ζητηθεί από ένα κράτος παρέκκλιση (dérogation) από τις προβλεπόμενες στη Σύμβαση υποχρεώσεις, αν υπάρχει πόλεμος ή έτερος «δημόσιος κίνδυνος που απειλεί τη ζωή του έθνους», στον οποίο (κίνδυνο) προφανώς εντάσσεται και η πανδημία.
Η πλέον επιεικής άποψη για την προχειρότητα, με την οποία και με βάση τα ανωτέρω, η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων, διατύπωσε και έδωσε στην δημοσιότητα την προαναφερόμενη ανακοίνωσή της – ατόπημα, είναι ο συνδικαλιστικός φανατισμός, που της υπαγόρευσε να δηλώσει, εντελώς άκομψα και αδόκιμα, την παρουσία της, εκεί όπου όφειλε, πρωτίστως, να επιδείξει συμπεριφορά εντελώς διαφορετική από την «πεπατημένη», των συνήθως διαμαρτυρόμενων για όλα και διεκδικούντων τα πάντα συνδικαλιστικών φορέων…
Ως Ένωση, κορυφαίων, κατά τεκμήριο, επιστημόνων και κρατικών λειτουργών, όφειλε να διατρανώσει την επιστημονική γνώση των μελών της, την προσεκτική εκτίμηση των δεδομένων, την ορθή αξιολόγηση του απειλούντος την ζωή των πολιτών κινδύνου και, κυρίως, να μελετήσει περισσότερο και καλύτερα το Σύνταγμα και τους νόμους της χώρας.-