«Της άξιζε να πεθάνει»
Γράφει η Άννα Παναγιωταρέα
Επτά γυναικοκτονίες μέσα στη χρονιά που διανύουμε
Επτά γυναίκες έχουν δολοφονηθεί, το 2023, επειδή θέλησαν να αλλάξουν τη ζωή τους. Οι γυναικοκτόνοι δεν εμφανίστηκαν συντετριμμένοι. Δεν βρήκαν να πουν ένα «συγγνώμη» για την οικογένεια του θύματος, για τα παιδιά που ορφάνεψαν, για τη ζωή που πήραν.
Το αφήγημα των γυναικοκτόνων είναι πάνω-κάτω ίδιο: «Με εγκατέλειψε για κάποιον άλλον», «είχε σχέση με άλλον», «ήθελε να πάρουμε διαζύγιο», «τη ζήλευα πολύ», «την σκότωσα γιατί την αγαπούσα», «με έκανε ρεζίλι στην κοινωνία που με άφησε». Αν αναλυθούν οι τυπικές δικαιολογίες που μετέρχονται οι γυναικοκτόνοι, αποδεικνύεται ένα και μόνο πράγμα: Η βαθιά τους πεποίθηση ότι η γυναίκα τους ανήκε. Δεν της επέτρεπαν να έχει δικαιώματα. Η απαίτησή της να χωρίσει ήταν γι’ αυτούς κοινωνικό στίγμα. Ηταν υποχρεωμένη να μείνει στη σχέση -τις περισσότερες φορές βάναυση και κακοποιητική- επειδή εκείνος ένιωθε μειονεκτικά.
Εντέλει, όλα τα προσκόμματα κατά βάθος αντανακλούν την αντίληψη του θύτη ότι έφταιγε το θύμα για τη δολοφονία του! Δηλαδή, μία αντίληψη ιδιοκτησιακού καθεστώτος. Βέβαια, να μην ξεχνάμε και τις γυναικοκτονίες με την επίκληση «της κακιάς ώρας», που εκλαμβάνονται ως εγκλήματα πάθους. Δηλαδή, λόγος για μια απόφαση «κατανόησης» του Δικαστηρίου…
Μέσα από αυτές τις τραγωδίες αναδύεται μια βαθιά κοινωνική αντίληψη, καθεστηκυία και ταυτόχρονα παρωχημένη για τη θέση της γυναίκας που εκλαμβάνεται ως υποδεέστερη. Τα επικίνδυνα κατάλοιπα μιας παλαιάς πατριαρχικής αντίληψης επιβιώνουν ακόμη, ειδικότερα εκεί που λείπει η αποδοχή της αντίθετης γνώμης, η συναίνεση, η συναντίληψη αλλά και η παιδεία, στην ευρύτερή της έννοια. Και δεν μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι δεν έχει προχωρήσει η κοινωνία μας ή ότι οι εκδικαζόμενες γυναικοκτονίες δεν παίρνουν δημοσιότητα, ώστε να λειτουργήσουν αποτρεπτικά, αν και καμία ποινή γυναικοκτονίας δεν εκτίεται στην ολότητά της.
Στην τελευταία περίπτωση της νεαρής γυναίκας που δολοφονήθηκε εν ψυχρώ, ο δράστης δήλωσε ότι «της άξιζε να πεθάνει, επειδή την έπιασε με άλλον». Πιστεύω ότι με αυτό το «ματσό επιχείρημα» νομίζει ότι σπιλώσει το θύμα και αποκτά «συμμάχους».
Ωστόσο υπάρχει μία παράμετρος που χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή από το υπουργείο Προστασίας του Πολίτη. Είναι εκπαιδευμένοι οι αστυνομικοί που επιλαμβάνονται υποθέσεων ενδοοικογενειακής βίας, που μπορεί να καταλήξουν και σε γυναικοκτονία; Το συγκεκριμένο θύμα είχε καταφύγει, μετά από τον άγριο ξυλοδαρμό της, στην Αστυνομία ζητώντας προστασία.
Το θύμα συνεργάστηκε. Πήρε τον «πομπό» που, αν προλάβαινε να τον ενεργοποιήσει, θα είχε ενημερωθεί η Αστυνομία για τον κίνδυνο. Αλλά και πάλι δεν θα προλάβαινε να την προστατεύσει, αφού ο δολοφόνος ήταν αποφασισμένος.
Θα μου πείτε: Και τι να κάνει η Αστυνομία; Να παραχωρεί κι ένα αστυνομικό σε κάθε απειλούμενη γυναίκα; Ας μην ανακαλύψουμε την πυρίτιδα. Αν χρειαστεί κι αυτό, να γίνει. Αλλά ένα πρώτο μέτρο ήταν η σύλληψή του! Κι αυτό δεν έγινε. Κι ένα δεύτερο: Για αυτές τις περιπτώσεις απαιτείται «ένα καταφύγιο» απροσπέλαστο για το θύμα. Αρκεί να αποφασίσει το υπουργείο Δικαιοσύνης ότι η γυναικοκτονία αποτελεί ιδιαίτερο ειδεχθές έγκλημα…
Ελεύθερος Τύπος