Τι θα αλλάξουν στις 55 μέρες έως τις κάλπες;

Γράφει ο Κωνσταντίνος Μανίκας, σύμβουλος επιχειρήσεων – συγγραφέας

Πόσα μπορούν να αλλάξουν μέσα σε 55 μέρες; Τι επίδραση μπορεί να έχει η προεκλογική περίοδος στο εκλογικό αποτέλεσμα; Υπάρχει δυνατότητα ανατροπής των τάσεων της κοινής γνώμης;

Λέμε συχνά ότι αυτός που επικρατεί σε μια εκλογική διαδικασία είναι αυτός που θέτει το σωστό δίλημμα. Βέβαια, ο ορισμός του σωστού διλήμματος δεν πρέπει να συγχέεται με το λογικό δίλημμα. Άλλωστε δεν είναι λίγες οι φορές που το λογικό δίλημμα δεν άντεξε την πίεση του αντίρροπου κοινωνικού κύματος.

Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής δεν πιστώθηκε τη δημοκρατική σταθερότητα και την ευρωπαϊκή πορεία εκσυγχρονισμού της χώρας, κάτω από την πίεση της ενεργειακής κρίσης, των πληθωριστικών πιέσεων και της κοινωνικής απαίτησης για αλλαγή.

Ο Αντώνης Σαμαράς δεν πιστώθηκε την αναπτυξιακή στροφή και τη δομημένη έξοδο από το μνημονονιακό τούνελ, κάτω από την πίεση μιας θυμικής αντίδρασης στα τελευταία 1-1,5 δισ. νέων μέτρων ακόμη κι αν αυτό θα έφερνε τα δεκαπλάσια μέτρα και την εθνική ντροπή της Συμφωνίας των Πρεσπών.

Σήμερα, ο Κυριάκος Μητσοτάκης αντιμετωπίζει μια ανάλογη κατάσταση με μια όμως σημαντική διαφορά. Η πανδημία, η νέα ύφεση, οι ενεργειακές και πληθωριστικές αντιξοότητες αφήνουν περιθώριο σε κάθε είδους κριτική. Μόνο που τώρα η κριτική δεν προέρχεται από ένα νέο κοινωνικό κύμα που δημιουργεί αίσθημα αισιοδοξίας με την ορμή του αδοκίμαστου. Η αντιπολιτευτική αντίδραση προέρχεται από όσους διαχειρίστηκαν ήδη την εξουσία, διαψεύδοντας ελπίδες ή αφήνοντας δείγματα γενικευμένης αναποτελεσματικότητας.

Εάν δεν προέκυπτε το τραγικό δυστύχημα των Τεμπών, αφήνοντας ένα μούδιασμα σε όλους τους πολίτες και την αίσθηση ότι η διοικητική αδυναμία δεν ξεπερνιέται δίχως ριζική αλλαγή διαχειριστικού προτύπου, η απόσταση ΝΔ – ΣΥΡΙΖΑ δεν θα μειώνονταν σημαντικά από αυτή των εκλογών του 2019. Το χρονικό διάστημα έως τις εκλογές δεν είναι αρκετό για να ξεπεραστεί η επίδραση ενός τέτοιου γεγονότος, ούτε για να ξετυλιχθεί κανένα σχετικό σχέδιο αντιμετώπισης.

Απομένουν 55 μέρες έως τις πρώτες κάλπες και η στρατηγική των κομμάτων οφείλει πρωτίστως να επικεντρωθεί, όχι στην προοπτική των συσχετισμών των πιθανών δεύτερων εκλογών, αλλά στο πώς θα αποφευχθεί η χαλαρότητα των ψηφοφόρων και η μειωμένη συμμετοχή σε αυτή τη μάχη. Το επόμενο ζήτημα είναι η οριοθέτηση του κυρίαρχου ζητήματος.

Η ΝΔ θέτει επιτακτικά την οριστική υπέρβαση των χρόνιων παθογενειών. Κι όσο κι αν κάποιος μπορεί να της χρεώσει παραλήψεις, σφάλματα, συμβιβασμούς, εφόσον πείσει ότι η αξιοκρατία δεν θα υποταχθεί στον συντεχνιασμό και τον νεποτισμό, θέτοντας ξεκάθαρους μεταρρυθμιστικούς στόχους, σε όλα τα επίπεδα, τότε μπορεί να ελπίζει ότι θα συσπειρώσει ξανά τις μεταρρυθμιστικές δυνάμεις.

Από την άλλη, ο ΣΥΡΙΖΑ επιδιώκει να διατηρήσει τις δυνάμεις της, ελπίζοντας σε πέρα των προβλέψεων φθορά της ΝΔ. Του λείπουν οι νέες προτάσεις, τα νέα πρόσωπα, ένα νέο πλάνο με το βλέμμα στην επόμενη εποχή κι όχι στη διαχείριση ξεπερασμένων διλημμάτων. Το δε ΠΑΣΟΚ συνειδητοποιώντας τον πιθανό ρυθμιστικό, μετεκλογικό του ρόλο, πήγε να θέσει τα δικά του ζητούμενα αλλά αντί των κρίσιμων θεμάτων το κυρίαρχο φάνηκε να είναι τα πρόσωπα και η νομή της εξουσίας, που τελικά αντί να ξεκαθαρίσει θόλωσε ακόμη περισσότερο το τοπίο κι αυτό δεν αποκλείεται αντί να το βοηθήσει, να περιορίσει την αποδοχή του, αναδεικνύοντας ξανά και πιο επιτακτικά την ανάγκη της αυτοδυναμίας και των καθαρών λύσεων.

Η εθνική οικονομία χρειάζεται κίνητρα κι όχι κρατικιστική ασάφεια. Τα εθνικά θέματα απαιτούν πυγμή κι όχι ονειρώξεις για “Πρέσπες” στο Αιγαίο. Και μια συνεργατική κυβέρνηση, πόσο μάλλον μια διευρυμένη συγκυβέρνηση, δεν πρόκειται να υπηρετήσει με συνέπεια τίποτα από τα δύο.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.