Τι συμβαίνει με τον πληθωρισμό;

Γάφει ο Κωνσταντίνος Μανίκας, σύμβουλος επιχειρήσεων – συγγραφέας

Το 2024, θεωρήθηκε από όλους χρονιά ταχείας αποκλιμάκωσης του πληθωρισμού στον Δυτικό κόσμο και ιδιαίτερα στην Ευρώπη. Βλέπουμε όμως τα πρώτα σημάδια μόνο ενθαρρυντικά να μην είναι με μικρές αυξήσεις του δείκτη, εμμονή του δομικού πληθωρισμού σε υψηλά επίπεδα και τον χώρο τον τροφίμων να σέρνει το πληθωριστικό χορό. Τι συμβαίνει, τελικά; Ποτέ θα δούμε μόνιμη πτώση του πληθωρισμού και πώς θα πρέπει να κινηθεί η επιτοκιακή πολιτική της ΕΚΤ;

Η αρχική έκρηξη του πληθωρισμού αποδόθηκε ορθώς στις αυξημένες τιμές της ενέργειας, αφού η Ευρώπη ως ενεργειακά εξαρτόμενη χώρα υπέστη το μεγαλύτερο πλήγμα, τόσο από τις κυρώσεις στη Ρωσία, όσο κι από τις αποφάσεις του ΟΠΕΚ για την προσφορά. Αν σε αυτά προστεθούν οι επιπτώσεις στην εφοδιαστική αλυσίδα και η έλλειψη πρώτων υλών, σε ένα ασταθές γεωπολιτικό περιβάλλον, δεν είναι δύσκολο να αντιληφθεί κανείς το δομικό πρόβλημα με το οποίο βρέθηκε αντιμέτωπη η Ε.Ε.

Στην πορεία, υπήρξε η τάση, ειδικά στον χώρο των τροφίμων, κάποιες εταιρείες να εκμεταλλεύονται τη συγκυρία και τις φυσικές καταστροφές για κερδοσκοπία επιμένοντας στην υπερκοστολόγηση ακόμα κι όταν το κόστος της ενέργειας επανήλθε σε αναμενόμενα επίπεδα. Την περίοδο των εορτών υπήρξε μια ακόμη πιο έντονη προσπάθεια υπερτιμολόγησης και σε μια σειρά εποχικών υπηρεσιών, αντιστρέφοντας την έως τότε καθοδική εξέλιξη του πληθωρισμού.

Είναι αλήθεια ότι η ελληνική επιτροπή ανταγωνισμού δείχνει να λειτουργεί πιο μεθοδικά κι αποτελεσματικά από κάθε άλλη φορά, αλλά θα χρειαστεί χρόνος έως ότου επανδρωθεί πλήρως με τους ανθρώπινους και άλλους πόρους, ώστε να αποκτήσει την οντότητα που της αρμόζει. Ο πληθωρισμός εμφανίστηκε ως ένα εισαγώμενο φαινόμενο, πέρασε στη φάση της εσωτερικής επιχειρηματικής υποδαύλισης του κι επανέρχεται στη διεθνή υπόσταση του.

Όλοι ανέμεναν από τα μέσα της χρονιάς τις πρώτες μειώσεις επιτοκίων από την ΕΚΤ. Μόνο που οι συνθήκες αλλάζουν και οι επιλογές της θα πρέπει να προσαρμοστούν σε αυτές, αλλιώς θα έχει πράξει ένα ακόμη λάθος μέσα στα τελευταία χρόνια. Οι απότομες αυξήσεις επιτοκίων, σχεδόν αδιαφορώντας για το ότι οι όποιες επιπτώσεις στην οικονομία εμφανίζονται 12-18 μήνες αργότερα έσπρωξαν τη Γερμανία στην ύφεση και συνολικά την Ευρώπη σε υποδεέστερους αναπτυξιακούς ρυθμούς, τη στιγμή που χρειαζόταν στήριξη καθώς βρισκόταν ενεργειακά ανίσχυρη και παραγωγικά ετερόκλητη ανάμεσα στις συμπληγάδες της σύγκρουσης ΗΠΑ – Κίνας.

Τώρα, με βάση τα νέα δυσμενέστερα δεδομένα, θα πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτική από την αντίθετη κατεύθυνση. Οι περσινές αυξήσεις επιτοκίων ακόμη δεν έχουν ολοκληρώσει την αποτύπωση τους στον πληθωρισμό. Μια απρόσεκτη, πρόωρη μείωση των επιτοκίων, δίχως σταθεροποιηση στο εφοδιαστική κι επισιτιστικό κομμάτι, θα μπορούσε να σπρώξει ξανά σε μεγάλα ύψη τον πληθωρισμό. Ευτυχώς ή δυστυχώς, όταν η γεωπολιτική αρχίσει να προσδιορίζει δυσανάλογα το οικονομικό περιβάλλον οι οικονομικές αποφάσεις δεν μπορούν να αυτονομούνται στα πλαίσια ενός υποτιθέμενου ορθολογισμού που όμως δεν αποτυπώνεται στην πραγματικότητα. Δίχως ελαστικότητα, προσαρμοστικότητα και ευρύτερη πολιτική αντίληψη, το πιθανότερο είναι να αναπαράγονται τα αδιέξοδα, κι όχι να τα υπερβαίνουμε.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.