Τα ποιοτικά στοιχεία είναι το Βατερλό του ΣΥΡΙΖΑ

Γράφει ο Μπάμπης Παπαπαναγιώτου

Εντάξει, οι δημοσκοπήσεις από το 2016, όταν και εξελέγη αρχηγός της Ν.Δ. ο Κ. Μητσοτάκης, δείχνουν την Ν.Δ. να προηγείται του ΣΥΡΙΖΑ. Επιβεβαιώθηκαν στις ευρωεκλογές και τις εκλογές του 2019 και έκτοτε έως σήμερα, συνεχίζουν να δείχνουν ένα αυξομειούμενο αλλά σταθερό προβάδισμα ασφαλείας στη Ν.Δ. Κανένας σοβαρός αναλυτής δεν αμφισβητεί το καθαρό προβάδισμα της Ν.Δ. Ακόμα και οι σοβαροί εκλογολόγοι του ΣΥΡΙΖΑ -όχι ο Χρ. Βερναρδάκης που απομακρύνθηκε- όπως π.χ. ο Ν. Πουλάκης ο οποίος παραμένει στενός συνεργάτης του Α. Τσίπρα, αναγνωρίζουν ότι η διαφορά που υπάρχει είναι δύσκολο να ανατραπεί.

Οι αριθμοί και η διαφορά μεταξύ των δύο κομμάτων που δείχνουν οι δημοσκοπήσεις ασφαλώς έχουν την αξία τους. Αλλά έχουν και την εξήγησή τους. Η οποία προκύπτει από τα ποιοτικά στοιχεία των μετρήσεων. Μάλιστα, οι σοβαροί εκλογολόγοι δίνουν μεγαλύτερη σημασία τώρα στα ποιοτικά στοιχεία παρά στα ποσοτικά, καθώς μιας και οι εκλογές δεν έχουν προκηρυχθεί επισήμως, μέσω αυτών προσπαθούν να ανιχνεύσουν πού «θα κάτσει η μπίλια» των ποσοστών. Κι εκεί, στα ποιοτικά στοιχεία των δημοσκοπήσεων, βρίσκεται και το Βατερλό του Α. Τσίπρα και του ΣΥΡΙΖΑ.

Το τελευταίο κύμα των δημοσκοπήσεων που άρχισε μετά τις γιορτές των Χριστουγέννων (ALKO, GPO), μέσω των ποιοτικών στοιχείων που έχουν ερευνήσει, εξηγούν γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ δείχνει καταδικασμένος, με αποτέλεσμα να επιδιώκει μετά μανίας τη μετατροπή του προεκλογικού στίβου σε κανονική αρένα. Υστερεί δραματικά στην καταλληλότητα και στην επάρκεια αντιμετώπισης όλων των προβλημάτων που απασχολούν τη μεγάλη πλειοψηφία της κοινωνίας: Την οικονομία, την ακρίβεια, τα εθνικά θέματα, την εγκληματικότητα, την Παιδεία και την ανεργία.

Ταυτοχρόνως, ο Κ. Μητσοτάκης υπερτερεί καταφανέστατα του Α. Τσίπρα σε όλα τα θέματα (έως και στην αντιμετώπιση της διαφθοράς, την οποία ο ΣΥΡΙΖΑ έχει κάνει σημαία του). Ενώ το διαφαινόμενο αδιέξοδο σχηματισμού κυβέρνησης συνεργασίας έχει ως αποτέλεσμα όσοι προτιμούν αυτοδύναμη κυβέρνηση να εκτιναχτούν από το 37% στο 41%. Τα ίδια στοιχεία δείχνουν ότι το 41% πιστεύει ότι τα πράγματα θα ήταν χειρότερα αν κυβερνούσε ο ΣΥΡΙΖΑ, έναντι μόλις του 23% που πιστεύει ότι θα ήταν καλύτερα. Την ίδια στιγμή, η κοινωνία εκτός από την προσπάθεια που της αναγνωρίζεται ότι κάνει για το ηλεκτρικό ρεύμα και την ακρίβεια, αντιλαμβάνεται ότι η ακρίβεια και η ενεργειακή κρίση οφείλονται στη διεθνή κρίση και δεν είναι «ακρίβεια Μητσοτάκη», όπως αφελώς και λαϊκιστικά λέει ο ΣΥΡΙΖΑ.

Στα έως τώρα λίγο-πολύ γνωστά στοιχεία, έχουν προστεθεί τρία νέα στοιχεία: 1. Αυξάνεται σημαντικά το ποσοστό όσων πιστεύουν ότι το 2023 θα είναι καλύτερο από το 2022 2. Σχηματίστηκε ένα συμπαγές 33% το οποίο πιστεύει ότι η κυβέρνηση του Κ. Μητσοτάκη δικαιούται και δεύτερη ευκαιρία. Αυτό το 33%, όπως το αναλύουν οι εκλογολόγοι, είναι το «πάτωμα» για τη Ν.Δ. Είναι ένα σημαντικό «μαξιλαράκι» για το κυβερνών κόμμα, το οποίο λογικά -δεδομένου ότι υπάρχει ένα ποσοστό αναποφάσιστων κοντά ή πάνω από το 10%- θα κινηθεί πάνω απ’ αυτό το ποσοστό. Κάθε μονάδα πάνω από το 33%, που μπορεί να κερδίζει η Ν.Δ., την φέρνει όλο και πιο κοντά στην αυτοδυναμία στις δεύτερες εκλογές. 3. Δεν υπάρχει κίνημα αγανακτισμένων, ούτε κλίμα γενικευμένης διαμαρτυρίας.

Σημαντικό είναι επίσης, πως η μέχρι τώρα προσπάθεια του πολιτικά φτωχού ΣΥΡΙΖΑ να μετατρέψει την προεκλογική περίοδο σε μονοθεματική αντιπαράθεση για τις παρακολουθήσεις και τη διαφθορά, αποτυγχάνει παταγωδώς.

Ελεύθερος Τύπος 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.