Τα δαιμόνια του Δωδεκαημέρου στο ρέμα της λαϊκής παράδοσης
Γράφει η Κρινιώ Καλογερίδου
Αφήνω τα δάχτυλά μου να γλιστρήσουν απαλά – σαν να χαϊδεύουν γρασίδι – πάνω σ’ έναν παλιό πίνακα του Γιάλτα, επίκαιρο, που είχα αποθησαυρισμένο από χρόνια με δυο άλλα δικά του αγιογραφικά.
Με μισόκλειστα μάτια ζωντανεύω μπροστά μου όλα τα αερικά και τα ξωτικά του πίνακα, μαζί με τον πιο άγριο και επικίνδυνο απ’ όλους αρχικαλικάντζαρο Μαντρακούκο, παρέα με τους άλλους Καλικαντζαραίους ή Καλικάντζαρους:
Τα ‘Καλικαντζέρια’ ή ‘Καρκαντσέλια’, τους ‘Καλικάντσιαρους’, τους ‘Καντραντζόλους’, τους ‘Κολικάντζαρους’, τους ‘Κάηδες’, τα ‘Παγανά’, τους ‘Ανασκελάδες’, τους ‘Πλανήταρους’ και άλλους πολλούς.
Όλοι αυτοί ανεβαίνουν παρέα κατ’ έτος τέτοιο καιρό από τον κάτω κόσμο στη γη απαιτώντας φαῒ, λεφτά και καλοπέραση απ’ τους νοικοκυραίους.
”Τζάκι στάχτ’ ή φωτιά, / κρασί, λαδ’ ή φαγιά / στο πιθάρι στ’ αλεύρι τρυπώνουμε! / Στα ψηλά στα βαθιά, / στα κρυφά στ’ ανοιχτά… / κόσμο, σπίτια, άνω-κάτω τα φέρνουμε…”, ακούω το τραγούδι της συγχωρεμένης γιαγιάς μου στ’ αυτιά μου μέσα στο ήσυχο απομεσήμερο.
Αυτές τις άγιες μέρες του Δωδεκαημέρου που η καρδιά μαλακώνει απ’ τη Γέννηση του Χριστού και το ποδαρικό του Νέου Χρόνου, η ‘γέννηση’ της δοξασίας των Καλικαντζάρων μπαίνει με το ”έτσι θέλω” επιτακτικά στη ζωή μας με γλέντια, χορό και… ζημιές των Καβειρίων δαιμόνων.
Των δαιμόνων-συνεχιστών των διονυσιακών λατρειών, των Σατύρων, του Πάνα και των μεταμφιεσμένων Βυζαντινών [‘βανβουζικάριων’] του 1ου-7ου αι. μΧ (παγανιστικές γιορτές των Βοτών, των Καλενδών ή των Βρουμαλίων). Των δαιμόνων που ξετρυπώνουν ως μορμολύκεια* από πηγάδια, σχισμές της γης και υπόγειες στοές, για να εξαφανιστούν άρον-άρον την ημέρα των Φώτων με τη βάπτιση του Χριστού.
Μερίδα λαού στην Ελλάδα πιστεύει πως όλοι αυτοί οι επονομαζόμενοι ‘Καλικάντζαροι’ ήταν παλιά άγγελοι που μεταμορφώθηκαν σε κακόβουλα πνεύματα καταδικασμένα να ζουν στα έγκατα της γης, γιατί αυθαδίασαν απέναντί του.
Κάποιοι άλλοι, πάλι, θεωρούν ότι προέρχονται από μωρά ανθρώπων των οποίων η σύλληψη έγινε εν καιρώ Χριστουγέννων (‘σε ώρα αμαρτίας’) ή ανήμερα του Ευαγγελισμού. Γι’ αυτό συμπεριφέρονται σαν ”καταραμένοι”, μεθυσμένοι από εκδικητικότητα απέναντι στους πιστούς που έχουν βάλει στο μάτι και θέλουν να βασανίσουν.
Σε κάθε περίπτωση, είναι όλοι τους (από τους ‘Καρκάτζαλους’ της Μαγνησίας, τα ‘Καρκατζέλια’ των Γρεβενών και τους ‘Καλκατζήδες’ της Μακεδονίας ως τους ‘Κωλοβελόνηδες’ της Αθήνας, τα ‘Καλ(ι)κατζάρ’-‘Κουλουβιλόνι’ ή ‘Τσιλιγκρουτά’ και ‘Γκατσόνια’ της Λέσβου κλπ) κουρελήδες και πανάσχημοι.
Όντα τσιγκελωτά, κοντά ή πανύψηλα με γαμψά νύχια, στραβά, βρωμερά πόδια που καταλήγουν σε ξυλοτσόκαρα ή τσαρούχια από γουρουνίσιο δέρμα και έχουν μαϊμουδίστικα χέρια, λιγδιασμένα μαλλιά και σκοτεινά πρόσωπα.
Γι’ αυτό, για ν’ αποφύγει ο κόσμος την επαφή του μαζί τους και, προπαντός, τις τρομερές επιδρομές στα σπίτια του, σκαρφίζεται διάφορους τρόπους αποτροπής που σχετίζονται είτε με θρησκοληψίες (θρησκευτικές προλήψεις) είτε με ξόρκια και γητειές, πασπαλισμένα με μπόλικη φαντασία.
Κάποια αποτρεπτικά εξ αυτών είναι ο σταυρός στα μαγειρικά σκεύη και τις πόρτες των σπιτιών (κάτι που είθισται να κάνουμε και με το Άγιο Φως μετά την Ανάσταση, το Πάσχα), το θυμιάτισμα (που διώχνει μακριά τα δαιμόνια), οι αναμμένες φωτιές, το καμένο δέρμα και το κακάρισμα του πετεινού, το οποίο δίνει τέλος στα όργιά τους και τους αναγκάζει να φύγουν.
Για την πληρέστερη καταγραφή μας, ωστόσο, πρέπει να συμπεριλάβουμε και μια άλλη μερίδα Ελλήνων που θεωρεί καλοπροαίρετα τα ”μορμολύκεια”. Θεωρεί, δηλαδή, ότι ανεβαίνουν στη γη το Δωδεκαήμερο των Χριστουγέννων (25 Δεκεμβρίου-6 Ιανουαρίου, ημέρα των Αγίων Θεοφανείων), για να ελέγχουν την εγκράτεια και να καταγράφουν τον έντιμο βίο των χριστιανών στις μεγάλες γιορτές, ως εάν έχουν αυτοχρισθεί φύλακές τους.
Ακούγονται οξύμωρα όλα αυτά, φυσικά, αλλά οξύμωρη είναι και η όλη φιλοσοφία της δοξασίας για την ύπαρξή τους. Δοξασίας που έκαναν θέμα πολλοί σημαίνοντες Έλληνες κατά το παρελθόν, όπως ο Χιώτης λόγιος του 17ου αιώνα Λέων Αλλάτιος και ο σημαντικός εκπρόσωπος του Νεοελληνικού Διαφωτισμού Αδαμάντιος Κοραής (19ος αι.).
Σημειωτέον ότι ο Κοραής υποστηρίζει πως η ονομασία ”Καλικάντζαρος” προέρχεται ετυμολογικά από το ”καλός” και το ”κάνθαρος”: αιγυπτιακός σκαραβαίος, ιερό σύμβολο-φυλακτό και σύμβολο αθανασίας των αρχαίων Αιγυπτίων), ενώ ο λαογράφος και πανεπιστημιακός Νικόλαος Πολίτης (19ος-20ος αι.), ανακαλύπτει συγγένεια ανάμεσα στους Καλικάντζαρους και τους λύκους!..
Ο τελευταίος μάλιστα προσδίδει ιδιαίτερες συνήθειες στους Καλικάντζαρους ανάλογα με τον τόπο εμφάνισής τους. Οι ‘Λυκοκατζαραίοι’, φερειπείν, της Κυνουρίας (Βούρβουρα Αρκαδίας) και της Γιάννιτσας (Ελαιοχωρίου Καλαμάτας) έρχονται ”από τη γης από κάτω” λυκοχαράματα, πελεκάνε με τα τσεκούρια τους να κόψουν το δέντρο της και λίγο πριν κοπεί αυτό (ανήμερα της Θείας Βάφτισης), λένε:
”Χάιστε να πάμε και θα πέσει μοναχό του” ή ” ”Φεύγετε να φεύγουμε, γιατί έρχεται ο τουρλόπαπας με την αγιαστούρα του και μας άγιασε και ψωριάσαμε”, λίγο πριν αναγκαστούν να φύγουν χορεύοντας άταχτα και τραγουδώντας.
Τα ‘Σκαλικαντζέρια’ της Αράχωβας, πάλι — γνωστά και ως ‘Σταχτοπόδηδες’, ‘Σταχτιάδες’, ‘Κατουρλήδες’ κλπ — περιμένουν απέξω την παραμονή των Χριστουγέννων (σύμφωνα με την παράδοση) και, μόλις γεννιέται ο Χριστός, μπαίνουν στο χωριό περιγελώντας και βρίζοντας τους κατοίκους (τις γυναίκες, προπάντων), γιατί είναι κακά και πονηρά πνεύματα που δεν βλάπτουν όμως κανένα.
Στην Πορταριά Μαγνησίας, στη Θεσσαλία, οι παπάδες πιάνουν δουλειά από νωρίς (παραμονή Χριστουγέννων) εδώ και πενήντα χρόνια, για να ”σφυρίξουν” λήξη την παραμονή των Φώτων. Στα παλιότερα χρόνια, παπάδες και χωρικοί ”θυμνιάτ’ζαν τ’ς αναγκώνοι των σπιτιών, μην τύχει κι απομείνει κανένα κ’τσό Καρκαντσέλι … και μπλώναν (σφράγιζαν) τις στάμνες, για να μην πάνε τα Καρκαντσέλια και κατ’ρήσουν μέσα…”.
Σύμφωνα πάντα με τις λαϊκές δοξασίες, οι Καλικάντζαροι του Άργους (μαυριδεροί με κόκκινα μάτια, τράγινα πόδια, τριχωτά πόδια και αγκαθωτή ράχη, ”για να ματώνουν τα παιδιά και να πίνουν το αίμα τους”) έρχονται όλο το ιερό Δωδεκαήμερο επιλέγοντας να μπουν απ’ τις καπνοδόχους στα σπίτια, για να γευτούν τις τηγανίτες και τα αγιοβασιλιάτικα γλυκίσματα που τους αρέσουν.
Οι Καλικάντσιαροι της Μήλου είναι αχαμνοί (πετσί και κόκκαλο) και το βάζουν στα πόδια όταν ακούν τον μικρό αγιασμό φωνάζοντας: ”Φεύγετε να φεύγουμε, / γιατ’ ήρθε ο διαβολόπαπας / με την αγιαστούρα του / και με τη βρεχτούρα του”.
”Τσου φουγάρους” προτιμούν και οι Ζακυνθινοί Σκαλικάντζαροι και γι’ αυτό ”οι καλές νοικοκυράδες βάνουνε ένα κόσκινο κοντό”, για να τους εμποδίσουν να κάνουν κακό στα σπίτια.
Για τον ίδιο λόγο οι νησιώτισσες της Σκιάθου κάνουν νυχτέρι με το λυχνάρι, για να μην μπουν απ’ τους ”καπνολόγους” οι Σκαλικαντζάροι, ενώ εκείνες από την Ίμβρο περιμένουν τους Καλικάντζαρους με αναμμένα δαυλιά, για να τους χτυπήσουν κατακούτελα.
Απ’ την μια άκρη του Ελληνισμού ως την άλλη έχουν ριζώσει στην ελληνική παράδοση οι δοξασίες για τους Καλικάντζαρους (Καλιοντζήδες, Καλκάνια, Καλιτσάντερους, Καρκάντζαρους κλπ). Στα ΒΑ όρια της Ελλάδας, τη Θράκη, οι κακομούτσουνοι Καλικάντζαροι κυνηγάνε να πιάσουν άνθρωπο, για να τον βάλουν στον ώμο φωνάζοντας ”Δείξε με εφτά πηγάδια / μη σε ρίξω στα λανάρια (κυλίνδρους που ξαίνουν το μαλλί απ’ τα πρόβατα”).
Στις αλησμόνητες πατρίδες οι δοξασίες για τους Καλικάντζαρους είχαν ανέκαθεν τον δικό τους χαρακτήρα. Στην Κωνσταντινούπολη οι γυναίκες της ελληνικής μειονότητας χρησιμοποιούσαν σαν φόβητρο για τα παιδιά που δεν ήθελαν να κοιμηθούν τις… ‘Βερβελούδες’ (θηλυκούς Καλικάντζαρους), ενώ στον Πόντο ράντιζαν με αγιασμό τα σπίτια την ημέρα των Φώτων, για να διώξουν τους Καλικάντζαρους.
Επιπλέον, σκέπαζαν τα υγρά και τα στερεά τρόφιμα για να μην μολυνθούν απ’ τις ακαθαρσίες τους, χάραζαν τον σταυρό ακόμα και στα σταυροδρόμια και απάγγελναν προσευχές (κυρίως το ”Πάτερ Ημών”), για να απομακρυνθούν τα δαιμόνια.
Στην Ήπειρο, πάλι, έπνεε πάντα αέρας αρχαίας παράδοσης η οποία αναγόταν στους Καλικάντζαρους της Θεσπρωτίας που συνδύαζαν την μαγική παρουσία τους με το νεκρομαντείο της Εφύρας.
Απέναντι απ’ τις δυτικές ακτές της Ηπείρου, στα Επτάνησα, τα ‘Λυκοτσαρδά’ ή ‘Παγανά’ εξακολουθούν να θεωρούνται αόρατες δυνάμεις ικανές να κάνουν χίλια κακά, ενώ στην τελευταία κοιτίδα του Ελληνισμού της Ανατολικής Μεσογείου — στην Κύπρο — διατηρείται ακόμα η δοξασία που θέλει όποια γυναίκα αποβάλλει παιδί, αυτό να γίνεται ”Πλανηταρούδιν” ή ”Καλικαντζαρούδιν”.
Τι αποδεικνύουν όλα αυτά; Την μεγάλη αξία και διαχρονικότητα της λαϊκής μας παράδοσης, η οποία — με τους μύθους και τις δοξασίες που κυοφορεί αρχαιόθεν (όπως αυτές για τους Καλικάντζαρους, τους υποχθόνιους Κήρες των Αρχαίων Ελλήνων) — συγκροτεί την ιστορική συνισταμένη των παραγόντων συνεκτικότητας του Ελληνισμού, οι συνιστώσες της οποίας εικονοποιούν μοναδικά τις φωτοσκιάσεις του λαβύρινθου της ζωής και του θανάτου.
ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΑ
*Μορμολύκεια: Έτσι αποκαλούνταν από τους αρχαίους Έλληνες τα φόβητρα, τα σκιάχτρα (βλ. Ησύχιος: ”Μομβρώ και Μομμώ” [‘Μορμώ’ ή ‘Μαρμάγκα’], προσωπεία τραγωδών // Αίσωπος: ”Ἀλώπηξ πρὸς Μορμολύκειον” κλπ
ΠΗΓΕΣ
1. Στρατής Αλ. Μολινός: ”ΟΙ ΚΑΛΙΚΑΝΤΖΑΡΟΙ”
2. Νικόλαος Πολίτης: ”ΟΙ ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΛΑΟΥ”, τόμος Β’.