Σκηνικό προσφυγής στη Χάγη;
Γράφει ο Αντώνης Μιχελόγγονας, Δικηγόρος
Τη στιγμή που γράφεται το παρόν κείμενο, ελληνικά πολεμικά, ναύτες και αξιωματικοί συνεχίζουν να βρίσκονται κυριολεκτικά μια ανάσα από τους Τούρκους, εντός της (ακήρυκτης) ελληνικής υφαλοκρηπίδας. Έχει προηγηθεί ένας διπλωματικός πόλεμος πολλών μηνών για την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών, τα πιο κρίσιμα επεισόδια του οποίου ήταν το παράνομο τουρκο-λιβυκό μνημόνιο και η συμφωνία Ελλάδας-Αιγύπτου, και μια σειρά εμπράκτων τουρκικών προκλήσεων και ελληνικών αντιδράσεων. Η είσοδος του Oruc Reis και της πολεμικής του συνοδείας σε ελληνική υφαλοκρηπίδα και η κινητοποίηση του ελληνικού πολεμικού ναυτικού στην περιοχή ήταν (μέχρι στιγμής) το αποκορύφωμα της διαμάχης.
Παρά την έντονη στρατιωτική παρουσία στην περιοχή, το παιχνίδι πλέον φαίνεται να έχει περάσει στα χέρια διπλωματών και πολιτικών. Φυσικά η κατάσταση είναι τεταμένη, ο κίνδυνος ατυχήματος παραμένει υψηλότατος. Φάνηκε και εμπράκτως από την επαφή των δύο φρεγατών την προηγούμενη εβδομάδα. Ωστόσο, μια πραγματική κατάσταση φαίνεται να έχει παγιωθεί.
Και οι δύο χώρες έχουν καταστήσει σαφές ότι θεωρούν την περιοχή δική τους. Η Τουρκία, ανεξαρτήτως αν ξεκίνησε όντως έρευνες και πόσο σοβαρές ήταν αυτές, προέβη σε μια πράξη εκμετάλλευσης. Η Ελλάδα αντέδρασε σε αυτή στο μέγιστο δυνατό βαθμό, κάνοντας τα πάντα εκτός να ανοίξει πυρ.
Προς το παρόν η Τουρκία δείχνει να μη θέλει να γίνει η κρίση στρατιωτική. Οι κινήσεις της ήταν αρκετά προσεκτικές, ειδικά με δεδομένο ότι επρόκειτο για αντίδραση στη συμφωνία Ελλάδας-Αιγύπτου, οπότε θα περίμενες να κινηθεί πιο σπασμωδικά. Στην αρχή, βάσει όσων έχουν καταστεί γνωστά μέχρι στιγμής, δεν προέβη καν σε έναρξη των ερευνών, προκειμένου να μη θεωρηθεί παραβίαση της ελληνικής υφαλοκρηπίδας. Αλλά και όταν φέρεται, πάντα βάσει των δημοσιευμάτων, να ξεκίνησε έρευνες, αμφισβητείται από πολλούς κατά πόσον αυτές ήταν σοβαρές ή έγιναν για το θεαθήναι. Κινήθηκε ακροβατώντας στα όρια του διεθνούς δικαίου, με σκοπό τη δημιουργία τετελεσμένων. Τα οποία τετελεσμένα φαίνεται να θέλει να τα αξιοποιήσει σε ένα διάλογο επίλυσης των διαφορών στο άμεσο μέλλον, που απλά θα τα επικυρώσει.
Από την πλευρά μας, η ελληνική απάντηση ήταν άμεση. Η αποστολή ελληνικών πολεμικών στην περιοχή δεν είχε σκοπό μόνο τη στρατιωτική της υπεράσπιση, αλλά κυρίως τη διπλωματική της προστασία. Ήταν ο τρόπος της Ελλάδας να δείξει εμπράκτως στο μέγιστο δυνατό βαθμό ότι έχει δικαιώματα στην περιοχή και δεν αποδέχεται τις τουρκικές κινήσεις. Δεν προέβη σε χρήση βίας ακριβώς επειδή σκοπεύει να αξιοποιήσει τη στάση της διπλωματικά, και δεν έπρεπε να πάρει οποιοδήποτε ρίσκο παράβασης του διεθνούς δικαίου.
Σε αντίθεση ωστόσο με την Τουρκία, εμείς δε φαίνεται να επιδιώκουμε τον άμεσο διάλογο. Η ελληνική στρατηγική, όπως αποτυπώθηκε από τον πρωθυπουργό στο διάγγελμά του, είναι πως η μοναδική διαφορά με την Τουρκία που αναγνωρίζουμε, ήτοι η οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών, πρέπει να επιλυθεί είτε με διάλογο είτε με προσφυγή σε διεθνές δικαιοδοτικό όργανο. Η δικαστική οδός αποτελεί μεν μια πάγια ελληνική θέση, δε θυμάμαι όμως ποτέ να έχει ειπωθεί υπό τέτοιες συνθήκες.
Φαίνεται πως η πρόκριση του διεθνούς δικαστηρίου από την πλευρά μας έχει σκοπό ακριβώς την αποφυγή της έτερης λύσης, του άμεσου διαλόγου. Στην παρούσα συγκυρία κρίνεται ότι αυτός δε θα ήταν επωφελής για την Ελλάδα, κυρίως λόγω της φιλικής προς την Τουρκία στάσης ΗΠΑ και Γερμανίας. Η ελληνική κυβέρνηση φαίνεται να έχει επιλέξει την καθυστέρηση αυτού τουλάχιστον μέχρι τις αμερικανικές εκλογές. Και η ρητή πρόταση για προσφυγή σε διεθνές δικαστήριο θα μπορούσε να είναι απλά ο τρόπος μας να μη φαινόμαστε ως αρνητές ενός διαλόγου που δε μας συμφέρει, αλλά ως επιδιώκοντες μια άλλη λύση, οριστική. Μεταφέρεται έτσι το μπαλάκι στην πλευρά της Τουρκίας να απαντήσει.
Άλλωστε, η ελληνική πρόταση για προσφυγή σε διεθνές δικαστήριο με τον τρόπο που διατυπώθηκε δε φέρεται να έχει μεγάλες πιθανότητες αποδοχής. Ο βασικός λόγος είναι η σαφής οριοθέτηση της προσφυγής αποκλειστικά στο θέμα των θαλασσίων ζωνών, που έθεσε η Ελλάδα, όπερ σημαίνει ότι δεν αναγνωρίζονται οι λοιπές διαφορές που προβάλει η Τουρκία. Αν εμμείνουμε στην οριοθέτηση αυτή η προσφυγή δε θα γίνει. Ο σκοπός της καθυστέρησης όμως μπορεί να επιτευχθεί.
Ανεξάρτητα πάντως από το λόγο προβολής της δικαστικής οδού στην παρούσα φάση, αν είναι προσχηματική ή σοβαρή, ας μου επιτραπούν λίγες παρατηρήσεις. Δε μπορώ να κρίνω πόσο επικίνδυνη για τις θέσεις μας είναι η προσφυγή, καθώς αυτό προϋποθέτει κάποιες γνώσεις δημοσίου διεθνούς δικαίου και νομολογίας διεθνών δικαστηρίων που δεν κατέχω. Υπάρχουν όμως δύο πράγματα που μπορούμε να θεωρήσουμε δεδομένα:
- Τα διεθνή δικαιοδοτικά όργανα, ειδικά σε διαφορές με χαρακτήρα διανομής, οριοθέτησης κοκ, συνήθως επιδιώκουν κάποια συμβιβαστική λύση. Σπάνια γίνονται πλήρως αποδεκτές οι θέσεις ενός κράτους. Αν λοιπόν προχωρήσουμε σε προσφυγή, πρέπει να είμαστε έτοιμοι να αποδεχθούμε κάποιο συμβιβασμό σε αυτά που κρίνουμε ότι μας αναλογούν.
- Στο διάλογο Αθηναίων-Μηλίων του Θουκυδίδη γίνεται η διαπίστωση ότι το δίκαιο μεταξύ των κρατών έχει σημασία «μόνον όταν ίση υπάρχει δύναμις προς επιβολήν αυτού». Αλλιώς ο ισχυρός προχωρά όσο του επιτρέπει η ισχύς του και ο αδύναμος υποχωρεί όσο του επιβάλλει η αδυναμία του. Τα διεθνή δικαιοδοτικά όργανα βάσει του διεθνούς δικαίου κρίνουν, και οι αποφάσεις τους μια μορφή διεθνούς δικαίου αποτελούν. Οποιαδήποτε προσφυγή σε αυτά δεν έχει νόημα αν δεν είναι απόλυτα διασφαλισμένη η υπακοή των μερών στην απόφαση που θα εκδοθεί. Και η Τουρκία δε φημίζεται ιδιαίτερα για τη συνέπειά της και την υπακοή της στο διεθνές δίκαιο, όταν αυτό δεν τη συμφέρει.