Η (προ)τελευταία πολιορκία της Ευρώπης
Γράφει ο Ελευθέριος Μαστρογιάννης, Φοιτητής Νομικής
Ήταν 240 χρόνια πρίν την δεύτερη Πολιορκία της Βιέννης, όπου οι Μουσουλμάνοι μετά την νίκη τους επί των Λατίνων, επέτυχαν την Άλωση της Βασιλίδος Πόλεως και έφθασαν να απειλούν ευθέως την Ευρώπη στον πυρήνα της. Με την νίκη των Οθωμανών στην Σταυροφορία της Βάρνας, τα κέντρα του Δυτικού κόσμου, η Ρώμη και η ίδια η “Αγία” “Ρωμαΐκή” “Αυτοκρατορία”, βρέθηκαν εκτεθειμένα και υπό άμεσο και διηνεκή κίνδυνο. Η Σερβία, η Κροατία, η Βοσνία, η Ανατολική Ρωμυλία, η Βλαχία, η Τρανσυλβανία και το μεγαλύτερο μέρος της Ουγγαρίας κατεκτήθησαν σε αυτό το διάστημα. Η “Αγία Έδρα” αγωνιούσε για το μοναδικό της ανάχωμα, την Γαληνοτάτη Δημοκρατία της Βενετίας, η οποία παρήκμαζε, και η “αυτοκρατορική” Βιέννη είχε γλιτώσει ήδη μία φορα από την πολιορκία των Οθωμανών το 1529 από τον Σουλεϊμάν τον Μεγαλοπρεπή, χάρη στην παρέμβαση της Ισπανίας. Υπό αυτές τις συνθήκες κυλούσε ο χρόνος για τους Οθωμανούς που έτρεχαν ένα αγώνα δρόμου κατάκτησης της Ευρώπης, από την μία πλευρά και τους ανήμπορους να αντεπιτεθούν Δυτικούς από την άλλη, μέχρι το σωτήριο έτος 1683 όπου λαμβάνει χώρα η Δεύτερη Πολιορκία της Βιέννης. Πρόκειται για την μέχρι τότε μεγαλύτερη επέκταση των Οθωμανών στην Ευρώπη.
Από την προηγούμενη ήττα τους και μετά οι Οθωμανοί επιδόθηκαν σε μία πρωτοφανή προετοιμασία στο τομέα των logistics, που περιελάμβανε από την πλήρη επιδιόρθωση και αναβάθμιση των υποδομών τους στις περιφέρειες απ’ όπου θα έπρεπε να περάσουν τα ισλαμικά “ασκέρια” για να φθάσουν στα σύνορα με τους Αψβούργους, μέχρι την συγκέντρωση πολεμικού υλικού και έμψυχου δυναμικού από κάθε γωνιά της απέραντης Αυτοκρατορίας. Την αφορμή για να επιτεθεί ο Μεγάλος Βεζύρης, Καρά Μουσταφά Πασάς και να πείσει τον Σουλτάνο Μωάμεθ τον ΄Δ να σπάσει την, εικοσαετούς διάρκειας, ειρήνη που επικρατούσε από την υπογραφή της Συνθήκης του Βασβάρ (Vasvar), βρήκε όταν το 1681, ο Ούγγρος ευγενής και Πρίγκηψ της (υποτελούς στους Οθωμανούς) Τρανσυλβανίας Imre Thokoly δέχθηκε επίθεση και εισβολή στην κεντρική Ουγγαρία από τον “Αυτοκράτορα” Λεοπόλδο τον Ά.
Οι συνθήκες της εποχής ευνόησαν τους Ευρωπαίους, αφού μία εισβολή τον Αύγουστο του 1682, θα σήμαινε την άφιξη του στρατεύματος στην Βιέννη τον Δεκέμβριο του αυτού έτους, κάτι που θα απέβαινε καταστροφικό λόγω του βαρέως χειμώνα. Οι Οθωμανοί καθυστέρησαν την εισβολή τους μέχρι τον Απρίλιο του 1683, οπότε και ξεκίνησε ο στρατός από την Αδριανούπολη. Το χρονικό διάστημα από την κινητοποίηση του Τουρκικού στρατού τον Ιανουάριο του 1682 μέχρι τότε, έδωσε τον απαραίτητο χρόνο στον Πάπα Ιννοκέντιο τον ΙΆ να συστήσει τον Ιερό Συνασπισμό μεταξύ του Παπικού Κράτους, της “Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας”, της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας της Βενετίας και της Πολωνολιθουανικής Κοινοπολιτείας. Η τελευταία εισήλθε στον Ιερό Συνασπισμό, έπειτα από την δέσμευση του Γερμανού “αυτοκράτορα” ότι θα προστρέξει σε υπεράσπιση της Κρακοβίας σε περίπτωση επίθεσης από τους Οθωμανούς και έπειτα από την ανάληψη από αυτόν του συνόλου των εξόδων κινητοποίησης των Πολωνικών και Λιθουανικών στρατευμάτων αφ’ ής στιγμής περνούσαν σε “αυτοκρατορικό” έδαφος.
Η πολιορκία ξεκίνησε στις 14 Ιουλίου 1683. Οι Οθωμανοί πολιόρκησαν την Βιέννη με 150.000 στρατιώτες που συγκέντρωσαν από όλη την Αυτοκρατορία και τα υποτελή τους κράτη, ενώ ενισχύθηκαν και με 40.000 στρατιώτες από το Χανάτο της Κριμέας. Παράλληλα την Βιέννη υπεράσπιζαν 15.000 στρατιώτες και 8.700 εθελοντές υπό τον Κόμη Ernst Rudiger von Starhemberg, αφού ο Αυτοκράτορας εγκατέλειψε την πόλη με 60.000 στρατό, όπως έκανε και ο Δούκας της Λωραίνης , Κάρολος ο Έ, ο οποίος υποχώρησε με 20.000 στρατιώτες του στην πόλη Linz. Ένα μήνα αργότερα, στις 15 Αυγούστου, με την ολοκλήρωση των προπαρασκαυαστικών εργασιών ανεχώρησαν από την Κρακοβία οι Πολωνικές ενισχύσεις υπό τον Βασιλέα της Ιωάννη τον ΄Γ Sobieski. Οι ενισχύσεις από την Λιθουανία ξεκίνησαν αλλά έφτασαν στην Βιέννη μετά το πέρας της πολιορκίας, αφού επέλεξαν να εισβάλλουν και να λεηλατήσουν την Άνω Ουγγαρία (Σλοβακία) πρωτού βαδίσουν στην Βιέννη.
Εν τω μεταξύ της πολιορκίας, οι Οθωμανοί επέλεξαν να απόσχουν μίας ολομέτωπης επίθεσης κατά της πόλεως. Εικάζεται ότι ο Οθωμανός Διοικητής ήθελε να αποφύγει να κατακτήσει την πόλη ενεργοποιώντας το δικαίωμα της λεηλασίας. Αυτό έδωσε στους Βιεννέζους τον απαραίτητο χρόνο και χώρο ώστε να καθαρίσουν την περιοχή έξω από τα τείχη από όλα τα κτίρια που θα μπορούσαν να χρησιμεύσουν ως κάλυψη για τους πολιορκητές απέναντι στα 370 κανόνια τους, καθώς και να ολοκληρώσουν την επισκευή των τειχών. Ως απάντηση, αυτοί έσκαψαν μικρές, μακριές τάφρους σε διάφορα επίπεδα απέναντι από τα τείχη, προκειμένου να καλύβονται από τα εχθρικά πυρά και απέκλεισαν τον ανεφοδιασμό της πόλης, ενώ ταυτόχρονα επιχειρούσαν, αντιμετωπίζοντας μεγάλες δυσκολίες, να σκάψουν λαγούμια κάτω από τα τείχη ώστε να τα ανατινάξουν. Αν και επετεύχθησαν κάποιες μικρές φθορές στα τείχη, δεν επετεύχθη κάποιο καίριο πλήγμα, εξ αιτίας, αφ’ ενός της επιδιόρθωσης των τειχών που προαναφέρθηκε και αφ’ ετέρου της απάντησης των αμυνομένων που έσκαψαν τα δικά τους τούνελ για να τους αντιμετωπίσουν.
Ήδη ένα μήνα μετά την έναρξη της πολιορκίας η άμυνα της Βιέννης είχε εξασθενήσει λόγω του λιμού που επικρατούσε, εώς ότου το ηθικό των αμυνομένων επανέκαμψε όταν έφθασε έξω από την πόλη ο Κάρολος ο Έ με τους 20.000 στρατιώτες του, έχοντας νικήσει 5 χιλιόμετρα βορειοδυτικά της Βιέννης, στο Bisamberg, τον Ούγγρο αντάρτη ευγενή Imre Thokoly. Τον ίδιο καιρό, στις 6 Σεπτεμβρίου έφθασε ο Πολωνικός στρατός υπό τον Ιωάννη τον ΄Γ Sobieski ενισχυμένος από Γερμανούς στρατιώτες από την Σαξωνία, την Βαυαρία, την Σουηβία, τη Φρανκονία και τη Βάδη. Τοιουτοτρόπως ο συνολικός αριθμός των Χριστιανικών στρατευμάτων, την ηγεσία των οποίων ανέλαβε ο ήδη περίφημος στην Ευρώπη για την στρατηγική του δεινότητα Πολωνός Βασιλιάς, έφθασε τους 80.000 με 90.000 άνδρες απέναντι σε μία μουσουλμανική ορδή 190.000 εισβολέων. Οι ενωμένες Πολωνογερμανικές δυνάμεις εγκαταστάθηκαν στο Κάλενμπεργκ, όπου και πρίν την μάχη τελέσθηκε “Θεία Λειτουργία”.
Η μάχη ξεκίνησε στις 4π.μ της 12 Σεπτεμβρίου του 1683. Πρώτοι επιτέθηκαν οι Οθωμανοί επιθυμώντας να εμποδίσουν την ανάπτυξη των στρατιωτικών δυνάμεων του Ιερού Συνασπισμού στο πεδίο της μάχης. Πρώτα επιτέθηκαν στα γερμανικά στρατεύματα τα οποία μέχρι τις 4μ.μ το απόγευμα άρχισαν να προελαύνουν στο κέντρο μαζί με το λοιπό “αυτοκρατορικό” πεζικό, ενώ παράλληλα ο Δούκας της Λωραίνης με το κύριο σώμα του “αυτοκρατορικού” στρατεύματος επέλαυνε στο αριστερό άκρο του Οθωμανικού φουσάτου, χωρίς ωστόσο να κατορθώσουν να διασπάσουν τις γραμμές του.
Το αυτό συνέβαινε και με το Πολωνικό στράτευμα το οποίο και αυτό επέλαυνε χωρίς όμως να καταφέρει να διασπάσει το δεξί άκρο τους. Αιτία αυτής της διαπιστούμενης ανισορροπίας μεταξύ των δύο στρατευμάτων θεωρείται η απόφαση του Μεγάλου Βεζύρη να μην ρίξει στην μάχη τις επίλεκτες μονάδες των Σπαχήδων και των Γενίτσαρων, τους οποίους και αφιέρωσε στο να καταλάβουν την πόλη πάση θυσία πριν φτάσουν στο κέντρο της Οθωμανικής παράταξης οι Πολωνοί. Δεν τα κατάφεραν καθώς η προσπάθεια των Οθωμανών σκαπανέων να ανατινάξουν μεγάλο μέρος των τειχών ώστε να δημιουργηθεί το κατάλληλο άνοιγμα για την επέλαση τους απέτυχε.
Συνεπώς το απόγευμα της ίδιας ημέρας με την Βιέννη να εξακολουθεί να αμύνεται επιτυχώς, ξεχωριστά καθείς, ο Ιωάννης ο ΄Γ στο δεξί μέτωπο και ο Κάρολος ο Έ στο αριστερό μέτωπο αποφασίζουν να επαναλάβουν την επίθεση. Στις 5μ.μ το Οθωμανικό μέτωπο κατέρρευσε και το κύριο σώμα του στρατού βρέθηκε περικυκλωμένο. Σύντομα οι Οθωμανοί υποχωρούσαν ατάκτως και ο ίδιος ο Καρά Μουσταφά Πασάς εγκατέλειψε την θέση του για να επιστρέψει στο αρχηγείο του στο κύριο στρατόπεδό του. Πλέον τα στρατεύματα του Ιερού Συνασπισμού είχαν ενωθεί και ετοίμαζαν το τελειωτικό χτύπημα. Στις 6μ.μ ο Πολωνός Βασιλεύς διέταξε την μεγαλύτερη επέλαση Ιππικού στην Ιστορία· εκεί όπου ο Ιωάννης ο ΄Γ Sobieski με τους 3.000 επίλεκτους “Φτερωτούς Ουσσάρους” του, στην κεφαλή συνολικά 18.000 ιππέων διέλυσε τις Οθωμανικές γραμμές και συνέτριψε ολοκληρωτικά και οριστικά το Ισλαμικό στράτευμα.
Οι Χριστιανοί ενίκησαν. Ο Πολωνός Βασιλεύς εισήλθε θριαμβευτής στην Βιέννη αναφωνώντας “Veni, Vidi, Deus Vicit!” (Ήρθα, Είδα και ο Θεός ενίκησε!) παραφράζοντας τον Ιούλιο Καίσαρα. Έκτοτε, οι μουσουλμανικές ορδές θα υποχωρούν σταδιακά όλο και περισσότερο προς την κατεύθυνση εξόδου από την Ευρώπη και θα καταφέρουν να κρατήσουν μέχρι τις μέρες μας μόνο τις Βοσνία, Αλβανία, Κοσσυφοπέδιο, Σκόπια αλλά, αλοίμονο, και αυτήν την καρδιά της, την Βασιλίδα των πόλεων Κωνσταντινούπολιν, εξαιτίας ενός τερτιπιού (πολιτειακής μετάβασης) και του επάρατου 1922! Τόσο πολύ ανεγνωρίσθη και εκείνη την εποχή από τους σύγχρονούς της, η σημασία της Μάχης αυτής (που είχε ως άμεσο παρεπόμενο την απελευθέρωση όλης της Ουγγαρίας, της Τρανσυλβανίας και του μεγαλύτερου μέρους της Σερβίας), ώστε ο Πάπας Ιννοκέντιος ο ΙΆ να ονομάσει τον Ιωάννη τον ΄Γ, Defensor Fidei (Υπερασπιστή της Πίστεως)!
Κλείνει λοιπόν με αυτό το ΄Β μέρος, η σύντομη αυτή εξιστόρησις δια την συμβολή της Ανατολικής Ευρώπης στην υπεράσπιση του Ευρωπαϊκού κόσμου και της Δυτικής Χριστιανοσύνης. Αφού αναλύσαμε ήδη ιστορικώς πως εξελίχθη η προτελευταία, αυτή της Βιέννης, απομένει πλέον να αναρωτιόμαστε μόνο πως θα εξελιχθεί η τωρινή, πιο πρόσφατη, τελευταία πολιορκία της Ευρώπης από τις Ισλαμικές Ορδές και το Κράτος του Κορανίου. Αν και δεν διαθέτουμε το διορατικό χάρισμα, αποτελούν πηγή ανησυχίας δι’ ημάς τινές συγκρίσεις των δύο συγκυριών· Κάποτε η Ευρώπη αμυνόταν και αποτύγχανε μέχρι που επέτυχε, ενώ την σήμερον δεν αποτυγχάνει μεν, δεν αμύνεται δε· Κάποτε για να εισβάλλει κάποιος στην Κεντρική Ευρώπη χρειάστηκε να κατακτήσει τον δρόμο του ως εκεί, ενώ την σήμερον δύναται να πολιορκήσει κατευθείαν τον επιθυμητό στόχο. Κάποτε η Ευρώπη διέθετε ελαχίστους Υπερασπιστές Πίστεως, ενώ την σήμερον βρίθει μυρίων αρνητών Πίστεως.
Πρόκειται για πληθώρα ραγισμάτων στο τείχος της τα οποία χρήζουν επισκευής προκειμένου να μην κατορθώσουν οι σύγχρονοι σκαπανείς που σκάβουν τα θεμέλια της, να το ανατινάξουν και αυτή η τελευταία πολιορκία να έχει διαφορετική έκβαση από την προηγούμενη. Ευτυχώς, όπως διαφαίνεται, μπορούμε πάντα να ελπίζομε ότι η Ανατολική Ευρώπη θα διαχύσει το φάρμακό που διαθέτει και στους υπόλοιπους Πρίγκηπες-Ελέκτορες της δωδεκαστέρου Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Γερμανικού Έθνους. Λαμβάνοντας υπ’ όψιν την προτέραν, έστω όψιμη, στάση των Ευρωπαϊκών Εθνών μπορούμε να ελπίζομεν στην αφύπνησιν Των προς υπεράσπισην Πίστεως και Πατρίδων!