Περί αναθεωρήσεως του Άρθρου 5 / παρ. 2 του Συντάγματος

Γράφει ο Στάθης-Ραφαήλ Πασγιάνος, Φοιτητής Νοµικής Σχολής Αθηνών

Μολονότι η διεύρυνση των εκφάνσεων των διακρίσεων που µπορεί να υπάρξουν εις βάρος προσώπων και οι οποίες αναγράφονται στο άρθρο 5§2 του Συντάγµατος (ιδίως βάσει κοινωνικού φύλου ή αναπηρίας) τεκµαίρεται ότι εκκινεί από αγαθά κίνητρα, δια του παρόντος θα υποστηρίξω ότι µια τέτοια µεταβολή είναι µάλλον περιττή.

Το εν λόγω άρθρο ορίζει: «Όλοι όσοι βρίσκονται στην Ελληνική Επικράτεια απολαµβάνουν την απόλυτη προστασία της ζωής, της τιµής και της ελευθερίας τους, χωρίς διάκριση εθνικότητας, φυλής, γλώσσας και θρησκευτικών ή πολιτικών πεποιθήσεων. Εξαιρέσεις επιτρέπονται στις περιπτώσεις που προβλέπει το διεθνές δίκαιο».

Η απαρίθµηση στην οποία προβαίνει εδώ ο νοµοθέτης είναι προφανώς ενδεικτική: δεν υπάρχει πρόθεση εξάντλησης των µορφών διάκρισης µόνο στα ζητήµατα φυλής, γλώσσας, θρησκείας ή πολιτικών πεποιθήσεων. Τούτο προκύπτει µε σαφήνεια, αφ’ενός από το απτό γεγονός ότι δεν µπορεί τεχνικά ο νοµοθέτης να αναγράψει κάθε µορφή διάκρισης που µπορεί να αναφύεται στην κοινωνία, περιοριζόµενος στις σπουδαιότερες περιπτώσεις, αφ’ ετέρου δε από την ερµηνεία της διάταξης.

Τελολογικά, ο νοµοθέτης επεδίωξε να προστατεύσει καθολικώς τα αγαθά της ζωής, της τιµής και της ελευθερίας κατά τρόπο καθολικό και κατηγορηµατικό έναντι επιβουλών και όχι να δηµιουργήσει ασφαλές καταφύγιο για τυχόν µη συµπεριληφθείσες εστίες κινδύνου. Συστηµατικά δε, άπαξ και ο νοµοθέτης κατοχυρώνει την απόλυτη προστασία της ανθρώπινης αξίας (αρ.2§1Σ), την ισότητα όλων των Ελλήνων έναντι του νόµου αλλά και των φύλων µεταξύ τους (αρ.4§§1,2Σ – άλλωστε, νόµος θα προέβαινε σε ενδεχόµενες διακρίσεις ή θα τις άφηνε ατιµώρητες), την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας (αρ.5§1Σ) αλλά και ειδικότερα θεσπίζει την προστασία των αναπήρων (αρ.21§3Σ), δυσχερώς νοείται ότι το κανονιστικό πεδίο του αρ.5§2 δεν καταλαµβάνει την προστασία αφ’ενός της ταυτότητας φύλου έναντι διακρίσεων και, κυρίως, την προστασία των αναπήρων.

Αναλυτικότερα, η προστασία της ισότητας στο Σύνταγµα, αποτελεί, σαφές έρεισµα για την θεµελίωση (συνδ. µε το 5§2Σ) της συνταγµατικής προστασίας έναντι των διακρίσεων. Εφόσον όλοι είναι ίσοι ενώπιον του νόµου, προφανώς απαγορεύονται διακρίσεις µεταξύ τους. Εφόσον υπάρχει ισότητα µεταξύ των «Ελλήνων» και «Ελληνίδων» συνάγεται σεβασµός προφανώς και στην λεγόµενη ταυτότητα φύλου (κοινωνικό φύλο), το οποίο ο συντακτικός νοµοθέτης δεν είχε υπόψιν του. Το αυτό συµβαίνει βεβαίως και µε την προστασία των αναπήρων, που αποτελεί κατ’ αρ. 21§3Σ θετικό καθήκον του κράτους!

Η προφανής άγνοια π.χ. της έννοιας του κοινωνικού φύλου από τον συντακτικό νοµοθέτη, δεν είναι το κρίσιµο, τουλάχιστον εν προκειµένω, για τον ερµηνευτή του δικαίου, διότι τότε, θα ήταν αντισυνταγµατικό όχι µόνο το σύµφωνο συµβίωσης αλλά και αυτός ο πολιτικός γάµος, καθώς το 1975, ο νοµοθέτης ως γάµο νοούσε µόνον τον θρησκευτικό.

Να σηµειωθεί µάλιστα ότι στις Η.Π.Α. όπου από το 2015 µε απόφαση της οµοσποδιακής κυβέρνησης επετράπη ο γάµος των οµοφύλων, ουδόλως κρίθηκε αυτός αντισυνταγµατικός παρότι αφ’ενός τίποτε σχετικό δεν ανέφερε το αµερικανικό σύνταγµα, αφ’ετέρου οι συντάκτες του τελευταίου δυσχερώς θα µπορούσαµε να θεωρήσουµε ότι προέγνωσαν την ανάγκη διαστολής του θεσµού του γάµου ώστε να περιλαµβάνει και ενώσεις ατόµων του ιδίου φύλου. Άρα, µάλλον το Συνταγµατικό Δικαστήριο των Η.Π.Α. παραµέρισε στο εν θέµατι την ιστορική και την γραµµατική ερµηνεία, προβαίνοντας σε φιλελεύθερη τελολογική ερµηνεία, η οποία υπηρετεί ασφαλώς καλύτερα την περιβόητη libertas civitatis εν σχέσει µε την περιοριστική και φοβική υπερρύθµιση.

Προφανώς το Σύνταγµα ενέχει βαθµούς γενικότητας στις διατυπώσεις του, αλλά αυτό προκύπτει από την φύση του. Προορισµός του Συντάγµατος δεν είναι ο πλουραλισµός των διατάξεων και η υπερρύθµιση αλλά ο καθορισµός του πεδίου επί του οποίου µπορεί να κινηθεί µε ευρεία ευχέρεια ο νοµοθέτης. Είναι µάλιστα το Σύνταγµα ένα ιστορικό γεγονός, ένα προϊόν κάποιου κοινωνικού consensus, το περιεχόµενο του οποίου επιδέχεται ποικίλιες ερµηνείες, οι οποίες µάλιστα µεταβάλλονται µε την πάροδο των ετών.

Σε κάθε περίπτωση, το Σύνταγµα βασίζεται σε αξίες και αρχές και εξ αυτών δια της ερµηνείας συνάγεται και ο τρόπος της εφαρµογής του, λαµβανοµένων υπόψιν των στοχεύσεων του νοµοθέτη και των ηθικοπολιτικών αρχών που διέπουν την κοινωνία. Θα ήταν ακραίος θετικισµός να υποστηρίξουµε ότι αν το corpus του Συντάγµατος δεν περιλαµβάνει verbatim κάθε ζήτηµα το οποίο µπορεί να προκύψει στην πράξη, τούτο σηµαίνει ότι δεν παρέχεται προστασία ή υφίσταται λευκή επιταγή για την µεταχείρησή του. Κάτι τέτοιο δείχνει προδήλως θεσµική ανασφάλεια και µάλλον καχυποψία έναντι του εφαρµοστή του δικαίου, που είναι ο θεµατοφύλακας της έννοµης τάξης.

Τέλος, µία ακόµη επισήµανση. Στην κείµενη ενωσιακή νοµοθεσία, και συγκεκριµένα στο αρ. 21 ΧΘΔΕΕ αναφέρεται µία πλουσιότερη ενδεικτική απαρίθηµση των περιπτώσεων όπου µπορεί να υπάρξει διάκριση. Επ’ αυτού δύο τινά: πρώτον, ο Χάρτης Θεµελιωδών Δικαιωµάτων της Ε.Ε. ως αναγνωρισµένο πρωτογενές ενωσιακό δίκαιο, ισόκυρο των συνθηκών, και ως διεθνές κείµενο κυρωθέν από την Ελλάδα, δεσµέυει την χώρα µας (αρ. 28§1Σ) και µάλιστα, όπως έχει εµφατικά νοµολογηθεί, υπέρκειται του Συντάγµατος. Μάλιστα, η Ελλάδα, υπογράφοντας τον ΧΘΔΕΕ είναι προφανές ότι εκχώρησε στην Ε.Ε. την αρµοδιότητα να δηµιουργήσει ένα δεσµευτικό κατάλογο δικαιωµάτων (bill of rights) συµφώνως προς τα λεγόµενα του αρ.5§2ΣΕΕ.

Συνεπώς, σε κάθε περίπτωση διάκρισης προβλεπόµενης στον Χάρτη, ο τελευταίος κρίνεται εφαρµοστέος από το εκάστοτε ελληνικό δικαστήριο που αποτελεί αποκεντρωµένο όργανο της ενωσιακής έννοµης τάξης, αυτοδικαίως και άνευ ετέρου. Το ενωσιακό δίκαιο, άλλωστε, είναι ελληνικό δίκαιο. Δεύτερον, η διευρυµένη απαρίθµηση του ΧΘΔΕΕ δίνει επιπλέον επιχείρηµα στον έλληνα δικαστή να διαστείλει την διάταξη του αρ.5§2Σ κατά την ερµηνευτική διαδικασία και επ’ ουδενί να την περιορίσει στα στενά όρια του, ενδεχοµένως απαρχαιωµένου, γράµµατος.

Η προστασία του καθενός από τυχόν εις βάρος του διακρίσεις, εξ οποιαδήποτε αιτίας, σε µία φιλελεύθερη δυτική δηµοκρατία, είναι οπωσδήποτε δικαϊκό κεκτηµένο. Ακόµη και στην ακραία περίπτωση που δεν υπήρχε καν διάταξη απαγορεύουσα τις διακρίσεις, η ελευθερία ενός εκάστου να αναπτύξει την προσωπικότητά του που συνεπάγεται αρνητικό καθήκον του κράτους να µην παρακωλύσει την ανάπτυξη αυτήν, η κατοχύρωση της ισότητας όλων έναντι του νόµου, που αποτελεί επιταγή προς τον νοµοθέτη να προστατεύσει τους πολίτες ως ίσα και ελεύθερα υποκείµενα του δικαίου και η θεµελιώδης προστασία της αξίας του ανθρώπου, που αποτελεί τον θεµέλιο λίθο της κοινωνικής συνοχής και του σύγχρονου δικαίου, θα εξαρκούσαν ώστε να διασφαλίσουν ότι κανείς δεν επιτρέπεται να υφίσταται διακρίσεις και να ανακόπτεται από άτοµα που δεν σέβονται το πρόσωπό του ως αυτεξούσιο, ελεύεθρο και ίσο και ότι καθένας έχει απόλυτο δικαίωµα, συννόµως, να ορίζει την ζωή του κατά τον τρόπο που θεωρεί ότι θα οδηγήσει στην ευηµερία του.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.