Οπαδοί… καλά ορνανωμένοι!

Διήγημα του Δημήτρη Χαδόλια

Στη δημοκρατία της μπανάνας το ποδόσφαιρο ήταν ιδιαίτερα σημαντικό. Σε ένα περιβάλλον ανέχειας και κοινωνικού αποκλεισμού η ταύτιση με μια ομάδα ήταν το μόνο που μπορούσε να κάνει κάποιον να αισθανθεί ανώτερος, υπερήφανος, να νοιώσει το αίσθημα της επιβολής, τη χαρά της ταπείνωσης του αντιπάλου. Και ειδικά για τους νέους, που μέσα από το σύνδεσμο ένοιωθαν πως τα ζούσαν όλα εντονότερα, πως ανήκαν στους πρωταγωνιστές της ιστορίας. Πως ήταν μέλη μιας κοινότητας πιστών που είχε τις δικές της αξίες και τους δικούς της κώδικες επικοινωνίας.

Εκείνο το πρωί ο πρόεδρος της λέσχης καθόνταν στην πλαστική καρέκλα του γραφείου του και έδειχνε ιδιαίτερα προβληματισμένος. Λίγο η ομάδα, λίγο το συμβάν της προηγούμενης μέρας, λίγο οι κακοπληρωτές καταστηματάρχες που είχαν αργήσει να πληρώσουν τα χρήματα από τις υπηρεσίες προστασίας που παρείχε του είχαν γεμίσει σκοτούρες το κεφάλι.

Πιο δίπλα έξω από τη φιμέ παλιά τζαμαρία, στον κυρίως χώρο του συνδέσμου δυο νεαροί από ώρα έπιναν το καφεδάκι τους και έκοβαν χαρτάκια. Όλη τους η ζωή ήταν η μπάλα και η ομάδα. Ο οπαδισμός είχε απορροφήσει κάθε πτυχή της ζωής τους, όλη τους την ύπαρξη. Φορούσαν και σήμερα τις φανέλες της ομάδας, καπέλα με κονκάρδες και κάτι φαρδιά παντελόνια ώστε να αιαθάνοται άνετα λόγω των αρκετών περιτττών κιλών που συνήθως είχαν όσοι ασχολούνταν με το ποδόσφαιρο.

-Πολύ καλά κάναμε φίλε, είπε ο ένας, μια χαρά έχουμε το κεφάλι μας ήσυχο εδώ, καφές τσιγάρο, τη βγάζουμε σχεδόν στο τζάμπα και προσφέρουμε και στην ομάδα.

-Ναι ρε σύ όλα ζάχαρη. Να κόβουμε κι εδώ τα χαρτιά και περνά κι η ώρα.

– Ναι μεγάλε μου και το βράδυ με την είσοδο των ομάδων όταν βλέπεις τους πυρσούς και την ατμόσφαιρα με τα χαρτάκια, λες κάπου μέσα σου. Δικό μου έργο είναι αυτό ρε, εγώ τα κοψα! Και ξαναλες στον εαυτό σου: Ναι ρε άξιζε που αφιέρωσες το πρωινό σου ρε αλάνι!

-Ε βέβαια κι αφού υπάρχει ακόμη περιθώριο με τις απουσίες… Τέτοιο πρωί μέρας ντέρμπι να το περάσω με τη φιλόλογο και τον άλλον με τις αντιστάσεις τα ελατήρια τα καλορίζ και τα τζάουλ; Χαχα δες λίγο ρε γράφει εδώ πουθενά στο κούτελο μ@λ@κ@ς;

– Κάνε χάζι να να μας σηκώνανε και στον πίνακα χάχα. Λες κι είναι αυτά μούτρα να τα σηκώσουν στον πίνακα. Χάχα.Έλα κόβε και στοίβαζε, κόβε και στοίβαζε! Και πάμε το τραγούδι να ζεσταινόμαστε.

“Ομαδάρα γεραααά σαλταρισμένα μυαλαααά.και ναρκωτικά, Ομαδάρα γερααά σαλταρισμένα μυαλαααά και ναρκωτικά”.
Εκείνη τη στιγμή ξαφνικά ακούστηκε ένας θόρυβος Κάποιος σήκωνε τα προστατευτικά στόρια του συνδέσμου, μετά η πόρτα άνοιξε.

Και να στεκόταν δίπλα τους, μπροστά τους ολοζώντανος ο Χέιζελ, το πρωτοπαλίκαρο του συνδέσμου, μια μορφή του οπαδικού κινήματος. Ήταν ένας άνδρας γύρω στα πενηντα ένα ογδόντα στο ύψος και γυμνασμένος. Με λίγη καμπούρα βέβαια και πρόσωπο ηλιοκαμένο.

Τα χέρια του ήταν γεμάτα τατουάζ, όχι σαν τα σημερινά τα φρέσκοφτιαγμένα μα σαν κάτι άλλα παλιά που φαίνεται πως γίνανε είκοσι και τριάντα χρόνια πίσω κι αφησαν στο δέρμα τη στάμπα τους, την υπογραφή μιας έξαλλης ζωής σε μια εποχή που έχει πια περάσει, κι είχε πάρει μαζί και το κανονικό του όνομα που χε πια ξεχαστεί, αφήνοντας πίσω μόνο ένα ξερό Χέιζελ.

Τους κοίταξε διαγώνια:

-Καλημέρα τα τσακάλια, είπε και μπήκε στο γραφείο του προέδρου.

Σήκωσαν το βλέμματά τους που έμειναν καρφωμένα πάνω του μέχρι τη στιγμή που η πλάτη του χάθηκε πίσω από την κλειστή πόρτα του εσωτερικού γραφείου.

Το πρόσωπά τους είχαν φωτιστεί. Ένοιωθαν σημαντικοί, ένοιωθαν υπερήφανοι. Πάνω από τα χαμόγελα αυταρέσκειας τα πεινασμένα μάτια τους ορθάνοιχτα με κόρες διεσταλμένες. Ζούσαν μια εμπειρία καταξίωσης, δικαίωσης. Τι κι αν η στιγμιαία αυτή έκφρασή φαινόταν περισσότερο να εξηλιθιοποιεί παρά να εξυψώνει… .

– Είδες μεγάλε μου, ποιος μπήκε; Ο Χέιζελ ήταν αυτός ρε; Ο Χέιζελ;

-Ναι! Άκου με που σου λέω! Μόλις προχθές γράφτηκαμε και μας έχουν αγκαλιάσει σαν οικογένεια!

Eρχόμαστε όποτε γουστάρουμε κάνουμε το χαβαλέ μας, περνάμε ωραία και είμαστε στον πυρήνα των εξελίξεων για την ομαδάρα μας. Σήμερα μας χαιρέτησε, αύριο θα αράζουμε μαζί και στα στέκια του!

– Είδες τι το κάναμε το ερείπιο πρόεδρε; Είπε ο Χέιζελ. Το περιποιηθήκαμε καταλλήλως. Τον βοηθήσαμε να πάρει το δρόμο του μια ώρα αρχύτερα.

-Τις χρειαζόταν τις ψιλές του, αλλά το παραχοντρύνατε λίγο. Ας είναι θα λειτουργήσει αυτό που έπαθε για παραδειγματισμό. Άιντε μάθανε! Βγαίνει ο ένας και ο άλλος στα ραδιόφωνα και στο γήπεδο και κάνουν κριτική για τη διοίκηση πως δεν κάνει μεταγραφές ο μεγάλος.

-Τέρμα αυτά, απάντησε ο Χέιζελ, όποιος ανοίγει το στόμα του θα τον κάνουμε μπαούλο. Τέρμα αυτά που ξέρανε και πως παλιά πηγαίναν όλοι μαζί στο γήπεδο κι άλλες
τέτοιες ανοησίες.

– Έτσι να το παίρνουν το μήνυμα. Τα ποντίκια δε χωρούν στην κερκίδα. Να κρατήσουν την κριτική για τον εαυτό τους. Όσοι είναι στην κερκίδα θα είναι στρατός. Θα εκτελούν και θα αφήνουν τα λαρύγγια στο κάγκελο. Kι ο άλλος που τις άρπαξε ας κάτσει σπίτι του όπως παλιά να ακούει μπάλα με το τρανζίστορ και να τρώει ηλιόσπορο.

– Ηλιόσπορο τι ηλιόσπορο ρε; Λες να του αφήσαμε δόντια; Εκτός κι αν τον καθαρίζει στα πλάγια με τους τραπεζίτες. Χχαχαχαχ
Οι άλλοι έξω στα χαρτάκια νέοι είναι; Κάτσε να ρωτήσω αν θέλουν καμιά μπύρα.

Τα παιδιά στα χαρτάκια παραμέρισαν τον καφέ και άνοιξαν τις μπύρες που τους έφερε ο Χέιζελ.
– Είδες ρε φίλε, εδώ μέσα είναι οικογένεια Μας αποδέχονται όπως είμαστε με τα ποτά μας και τα στριφτά μας που τα φορτώνουμε κι έξτρα κιόλας άμα λάχει.

-Ναι μπρό μου όλα εντάξει! Είσαι κάπου που σε σέβονται! Και που λες κάπου μέσα σου πως και δύο τρεις ψιλές να τύχει κάποτε να αρπάξω εδώ μέσα θα κάτσω στη γωνία θα προβληματιστώ και θα πω μέσα μου: είμαι λάθος κάπου έφταιξα να το πάρω αλλιώς.

Ο Χέιζελ που είχε ξαναμπεί πια στο γραφείο του προέδρου έσκυψε δίπλα του και του πε χαμηλόφωνα.
-Πρέπει να κατεβάσουμε κάποιες τζαμαρίες σε κάποιους που νομίζουν πως θα πληρώνουν προστασία όποτε το θυμούνται, να την πέσουμε και στους συνδέσμους των άλλων πριν βγουν από τις τρύπες τους.

– Άσε να το δώ γιατί μετά τα χθεσινά πρέπει να λουφάξουμε λίγο, ακούστηκε πως κατι σκαλίζει η αστυνομία, απάντησε ο πρόεδρος.

Ξαφνικά από το βάθος του δρόμου ακούστηκαν φωνές και τραγούδια σε μια άλλη εντελώς ξένη, κάπως κακόηχη γλώσσα που όλο και πλησίαζαν.

Τα στόρια της εισόδου ξανάνατραβήχτηκαν.

Στην πόρτα ξεπρόβαλλε ένας θηριώδης κοκκινοτρίχης με γυμνασμένα μπράτσα φαρδιές πλάτες και μακρυά γένια που βρέχόταν από τη μπύρα που ξεχείλιζε καθώς έπινε από ένα τεράστιο ποτήρι, και που καθώς έτρεχε ενώνόταν με τον ιδρώτα και μούσκευαν μαζί το στέρνο και το φουσκωμένο στομάχι του.

Ο πρόεδρος και ο Χέιζελ πετάχτηκαν από το γραφείο.

-Ήρθαν τα αδέρφια μας από πάνω!

Τα αδέρφια μας από πάνω! είπε ο πρόεδρος

-Τί έκπληξη μάγκα μου! Ήρθανε για το ντέρμπι και δεν είπανε τίποτα! Και πάνω που λέγαμε και για τις δουλειές και για το πέσιμο στους απέναντι! Να ‘χω διαθέσιμες τέτοιες πολεμικές μηχανές που δεν είναι και σταμπαρισμένες. Πώ πω έκατσε κέντα! Γι’ αυτό τα χουμε τα αδέρφια μας και κατεβαίνουν και βοηθάν και ανεβαίνουμε κι εμείς πάνω όποτε μας χρειάζονται.

Οι ξένοι μπήκαν στο σύνδεσμο, άρχισαν τα αγκαλιάσματα και οι χειραψίες, αντάλλαξαν και λίγες κουβέντες παρά τη δυσκολία συνεννόησης.

Τα παιδιά στο συνεργείο με τα χαρτάκια βρισκόταν πια σε παροξυσμό.

– Είδες ρε τι γίνεται τί χαμός!

Ήρθαν και τα αδέρφια από πάνω! Άντε πάμε γερά να προλάβουμε να κόψουμε τους πάκους με τα χαρτάκια! Κόβε και στοίβαζε σου λέω κόβε και στοίβαζε! Πάμε και το τραγούδι για τα αδέρφια μας.

“Ομαδάρα γεραααά σαλταρισμένα μυαλααά και μαρκωτικά, Ομαδάρα γερααααά σαλταρισμένα μυαλαααααά και ναρκωτικά!”

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.