Ολέθρια λάθη από κακές ηγεσίες στην ΕΕ
Γράφει ο Γρηγόρης Νικολόπουλος
Τα μεγάλα και έγκυρα διεθνή μέσα ενημέρωσης προβλέπουν ότι το 2023 θα είναι μια δύσκολη χρονιά για τις οικονομίες. Το ίδιο προβλέπουν και οι διεθνείς οικονομικοί οργανισμοί, αλλά και οι θεσμικοί οικονομικοί ηγέτες, όπως οι κεντρικές τράπεζες και τα υπουργεία Οικονομικών πολλών χωρών. Με λίγα λόγια βλέπουν όλοι να χτίζεται μια “οικονομική θύελλα”. Σε αντίθεση με τις πραγματικές θύελλες της μετεωρολογίας, οι οικονομικές θύελλες δεν είναι φυσικά φαινόμενα τα οποία δεν μπορούμε να επηρεάσουμε, ούτε να αποφύγουμε. Οφείλονται σε ανθρώπινα λάθη και συγκεκριμένα σε λανθασμένες αποφάσεις των οικονομικών και πολιτικών ηγεσιών.
Και δυστυχώς σε αυτή τη συγκυρία τόσο οι οικονομικές όσο και οι πολιτικές ηγεσίες έχουν αποδειχθεί πολύ κατώτερες των περιστάσεων, ανίσχυρες, επιπόλαιες και αναποφάσιστες. Αυτό αποδεικνύεται από τον πόλεμο της Ρωσίας με την Ουκρανία, όπου ο συνδυασμός ενός οπισθοδρομικού ηγέτη στη Ρωσία με έναν υπερήλικα χωρίς όραμα ηγέτη στις ΗΠΑ και ευρωπαίους ηγέτες μηδενικού αναστήματος οδήγησε σε μια πρωτοφανή καταστροφή μέσα σε ευρωπαϊκό έδαφος της οποίας οι συνέπειες είναι ήδη τεράστιες για όλους τους ευρωπαικούς λαούς και μένει ακόμη να δούμε πως θα εξελιχθεί το πρόβλημα και πόσο θα κοστίσει σε ανθρώπινες ζωές και σε απώλεια ευημερίας.
Πέραν του πολέμου όμως, η ενεργειακή κρίση που διαλύει σήμερα τις ευρωπαϊκές οικονομίες και γεννά τον πληθωρισμό είναι αποτέλεσμα της ανικανότητας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Το κόστος του ηλεκτρικού ρεύματος στην ΕΕ είναι συνδεδεμένο με την τιμή του φυσικού αερίου η οποία ήταν πριν τον πόλεμο η φθηνότερη και “καθαρότερη” περιβαλλοντικά πηγή ενέργειας. Όμως με τον πόλεμο, ο Βλάντιμιρ Πούτιν μετέτρεψε το φυσικό αέριο σε ενεργειακό όπλο. Η τιμή του εκτοξεύτηκε και έτσι εκτοξεύτηκε και η τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος που επιβαρύνει υπέρογκα νοικοκυριά και επιχειρήσεις , αυξάνει το κόστος παραγωγής όλων των προϊόντων και δημιουργεί καλπάζοντα πληθωρισμό. Δυστυχώς, ενώ με μια διοικητική απόφαση θα μπορούσε η Κομισιόν από την πρώτη στιγμή να αποσυνδέσει την τιμή του ρεύματος από το κόστος του φυσικού αερίου και να επιλέξει άλλους φθηνότερους τρόπους προσδιορισμού της, δεν το έκανε. Κοιμόταν όρθια που λέμε με αποτέλεσμα να εκτιναχθεί η τιμή του ρεύματος και να μεγεθυνθεί επί μήνες ο πληθωρισμός. Τώρα, ακόμη το μελετά και το σκέπτεται πώς θα το κάνει.
Επειδή όμως ανέβηκε ο πληθωρισμός στην ΕΕ παρεμβαίνει ξαφνικά η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και αυξάνει επιθετικά με ταχύτητα τα επιτόκια. Κολοσσιαίο λάθος. Και ευθέως το παραδέχεται η Πρόεδρος της κυρία Λαγκάρντ, ομολογώντας ότι η ΕΚΤ θα αυξάνει τα επιτόκια της γνωρίζοντας ότι προκαλεί ύφεση στις οικονομίες.
Προσδιορίζει μάλιστα και ότι εξαιτίας της αύξησης των επιτοκίων της θα δημιουργηθούν νέα κόκκινα δάνεια και ακόμη χειρότερα παραδέχεται ότι ενώ το δημόσιο χρέος των ευρωπαϊκών χωρών μπορούσε να μειωθεί, τώρα με την αύξηση των επιτοκίων θα αυξηθεί. Καταστρέφει δηλαδή η κυρία Λαγκάρντ και η ΕΚΤ τις ευρωπαϊκές οικονομίες εν πλήρη συνειδήσει. Και το κάνουν αυτό διότι εκ του καταστατικού της η ΕΚΤ έχει ως μοναδική αρμοδιότητα την καταπολέμηση του πληθωρισμού. Δέσμιοι δηλαδή οι χαρτογιακάδες της ΕΚΤ του καταστατικού τους, καταστρέφουν τις οικονομίες και κλείνουν σπίτια και επιχειρήσεις. Διότι η αύξηση των επιτοκίων δυσκολεύει τα νοικοκυριά να πληρώσουν τα στεγαστικά τους και τις επιχειρήσεις να πληρώσουν τα χρέη τους. Φτώχεια και ανεργία θα είναι το αποτέλεσμα της ύφεσης που προκαλεί η πολιτική της ΕΚΤ. Το μόνο παρήγορο είναι ότι τουλάχιστον ο Έλληνας Διοικητής Γιάννης Στουρνάρας παρεμβαίνει δημοσίως και φυσικά και μέσα στις συνεδριάσεις της ΕΚΤ και επισημαίνει ότι η πολιτική αυτή δεν είναι ορθή όπως εφαρμόζεται.
Το γελοίο δε του πράγματος είναι ότι η πολιτική αύξησης των επιτοκίων δεν μπορεί να αντιμετωπίσει τον πληθωρισμό που προέρχεται από τον πόλεμο, διότι είναι πληθωρισμός προσφοράς και όχι ζήτησης. Όσο κι αν ανεβάσει τα επιτόκια η ΕΚΤ οι τιμές δεν θα πέσουν, απλώς θα μειωθεί η δυνατότητα των ασθενέστερων οικονομικά ανθρώπων να επιβιώσουν αξιοπρεπώς. Υπάρχει δε περίπτωση η πολιτική αύξησης των επιτοκίων υπό αυτές τις συνθήκες να συντηρεί ψηλά τον πληθωρισμό διότι οι επιχειρήσεις επιβαρυνόμενες και από τα υψηλά κόστη ενέργειας και πρώτων υλών και επιπλέον από τα ψηλά χρηματοοικονομικά κόστη που προκαλούν τα αυξημένα επιτόκια, δεν μπορούν καθόλου να μειώσουν τις τιμές τους, όσο κι αν μειωθεί η ζήτηση.
Πρόκειται δηλαδή για μια πολιτική καταστροφική που δεν φέρνει κανένα θετικό αποτέλεσμα ούτε καν στο στόχο του πληθωρισμού για τον οποίο υποτίθεται ότι εφαρμόζεται.
Φεύγοντας από τις οικονομικές ηγεσίες και περνώντας στις πολιτικές, βλέπουμε τους ευρωπαίους ηγέτες να είναι ανίκανοι να πάρουν την παραμικρή πρωτοβουλία σχετικά με τον πόλεμο. Προσδεδεμένοι φυσικά στο άρμα των Αμερικανών. Οφείλουν να σταθούν στη δυτική πλευρά της ιστορίας. Όμως δεν μπορούν να αρθρώσουν λέξη για ένα πόλεμο που γίνεται μέσα στην Ευρώπη και διαλύει μόνο την Ευρώπη χωρίς καθόλου να επηρεάζει αρνητικά τους άλλους Νατοϊκούς συμμάχους. Οι ευρωπαίοι ηγέτες έπρεπε να έχουν λέγειν σε αυτόν τον πόλεμο αλλά δεν έχουν. Ουδείς τους λαμβάνει υπόψη του, ουδείς τους ρωτάει. Και εξάλλου και οι ίδιοι προφανώς δεν έχουν άποψη – με εξαίρεση τον Μακρόν που που όμως δεν αρκεί για να σηκώσει μόνος του ευρωπαϊκή φωνή.
Εξαιτίας αυτών των λανθασμένων πολιτικών επιλογών τόσο των οικονομικών όσο και των πολιτικών ηγεσιών της ΕΕ η Ευρώπη υφίσταται – και μόνο αυτή – ολόκληρο το βάρος των οικονομικών συνεπειών του πολέμου και λειτουργεί δυστυχώς αυτοκτονικά.
Και δεν είναι μόνο ότι τώρα υποφέρουμε οικονομικά. Το μεγαλύτερο πρόβλημα θα έρθει στη συνέχεια, αφού χάσαμε την ευκαιρία μείωσης του ευρωπαϊκού δημοσίου χρέους που μας προσέφερε ο πληθωρισμός. Διότι ο πληθωρισμός μειώνει το χρέος ώς ποσοστό του ΑΕΠ. Αν όμως η ΕΚΤ αυξάνει τα επιτόκια, το χρέος αυξάνεται και ονομαστικά και ώς ποσοστό του ΑΕΠ. Και θα το βρούμε μπροστά μας σύντομα αυτό το πρόβλημα.
Για την οικονομική θύελλα λοιπόν που πλήττει την Ευρώπη, δεν φταίει ο κακός μας ο καιρός, αλλά οι κακοί μας οι ηγέτες.