Οι γαλάζιες κάλπες, το… μάρκετινγκ Κασσελάκη κι η αποχή
Γράφει ο Κωνσταντίνος Μανίκας, σύμβουλος επιχειρήσεων – συγγραφέας
Το γενικό πολιτικό συμπέρασμα είναι προφανές και είναι καταλυτικά υπέρ της ΝΔ παρά τη δύσκολη συγκυρία. Όπως προφανές είναι κι ότι όσο ανεβαίνει η αποχή, τόσο περισσότερο το σύστημα συνολικά αποδεικνύεται θεσμικά ευάλωτο.
Μια ειδική αναφορά στον Νίκο Χαρδαλιά που πέτυχε ένα πρωτόγνωρο ποσοστό. Η ΝΔ ποτέ δεν ξεπέρασε το 40% στην Αττική, σε κανενός είδους κάλπη κι η αύξηση του ποσοστού κατά 9% τόσο σε σχέση με τις εθνικές όσο και τις προηγούμενες περιφερειακές εκλογές, αποτελούν και μια προσωπική νίκη κι επιβράβευση για την έως τώρα πορεία του.
Η συνολική εικόνα πέρα από τη σταθερή εκλογική επικράτηση της ΝΔ, που σε συνδυασμό με τις επιτυχημένες επιλογές προσώπων και την, κατά πλειοψηφία καλή διοικητική διαχείριση τους, εκτόξευσαν τα ποσοστά των υποψηφίων περιφερειαρχών ακόμη και πάνω από 60%, αποδεικνύει κι ότι από το… μάρκετινγκ των social media έως την κατοχύρωση της ψήφου υπάρχει τεράστια απόσταση.
Τόσο σε προσωπικό επίπεδο, όπου οι πιο ενεργοί στην ψηφιακή σφαίρα δεν υπήρξαν και οι πιο επιτυχημένοι εκλογικά, όσο και σε κομματικό επίπεδο, με το “χάρισμα” Κασσελάκη να μην προσφέρει πρακτικά κάτι στη διαχρονικά χαμηλή αυτοδιοικητική επιρροή του ΣΥΡΙΖΑ.
Όταν ο ΣΥΡΙΖΑ του άνω του 30% είχε από μέτρια έως υποτυπώδη παρουσία σε δήμους και περιφέρειες, ακριβώς επειδή υπήρξε μια πρόσκαιρη αντιμνημονιακή αντίδραση κι όχι μια συνειδητή μετατόπιση της κοινωνίας προς τα Αριστερά, είναι αναμενόμενο οι τωρινές επιδόσεις του να θυμίζουν περισσότερο τον παλαιό πάρα τον κυβερνητικό εαυτό του, δίνοντας χώρο στο ΠΑΣΟΚ να δείξει την πολυετή παρουσία του στις τοπικές διεργασίες.
Από την άλλη το ΚΚΕ, κατόρθωσε να σκαρφαλώσει σε διψήφια ποσοστά, χάρις στην αξιοποίηση του… brand “Λαϊκή Συσπείρωση” σε όλα τα ψηφοδέλτια του που έκαναν πιο διακριτική την επιλογή αλλά και την ανυπαρξία των μικρότερων αριστερών κομμάτων που έσπρωξε ψηφοφόρους τους προς τα εκεί.
Η αυξημένη αποχή μπορεί να επιδέχεται πολλών ερμηνειών, από την κόπωση των διπλών εθνικών εκλογών έως το κλίμα απογοήτευσης μετά τις καλοκαιρινές φυσικές καταστροφές και την περίεργη σύσταση του ελληνικού σώματος στην Αθήνα με πολλούς να μην κατοικούν στην πόλη κι ας ψηφίζουν εκεί, και ορθώς να επισημαίνεται ότι επιμένουμε να διαθέτουμε συμμετοχή πάνω τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, αλλά καμία δικαιολογία δεν αρκεί για να εξηγήσει τη συνολική εικόνα του φαινόμενου.
Αν στις εθνικές εκλογές προβάλλεται έντονα μια θεσμική διάσταση σε σχέση με τη λειτουργία της δημοκρατίας, τις αρρυθμίες της πολυσταυρίας, και την έλλειψη περισσότερης αμεσότητας στην παρέμβαση των πολιτών, η τοπική αυτοδιοίκηση που αγγίζει απτά καθημερινά θέματα θα έπρεπε να μας αγγίζει ξεχωριστά. Φαίνεται λες κι αυτή έχει αποκτήσει στη συνείδησή μας μια “καθεστωτική”, ελεγχόμενη διάσταση που δεν αντανακλά τις διαθέσεις μας κι όσο αυτό αποκτά όλο και μεγαλύτερες διαστάσεις τόσο το θεσμικό κενό θα γεμίζει με άναρθρες κραυγές, μοχλεύοντας την οργή των ψηφοφόρων καπηλευόμενοι μια αίσθηση ψευδεπίγραφης αυθεντικότητας.