O Ρέτσος και η αλλαγή νοοτροπίας στο επιχειρείν της χώρας
Γράφει ο Γιάννης Πήλιουρας, Διεθνολόγος
Η μεταγραφή μαμούθ του 19χρονου αμυντικού Παναγιώτη Ρέτσου από τον Ολυμπιακό στη γερμανική Λεβερκούζεν, η οποία αγγίζει τα 22 εκατ. ευρώ, τάραξε τα φετινά μεταγραφικά νερά στη χώρα μας δημιουργώντας μεγάλη συζήτηση για το ποδοσφαιρικό επιχειρείν της χώρας μας και ειδικότερα του Ολυμπιακού, ο οποίος τα τελευταία χρόνια “μοσχοπουλάει” ποδοσφαιριστές στην ευρωπαϊκή αγορά. Δεν θα σταθούμε στο αθλητικό-αγωνιστικό κομμάτι, αλλά στο πως πλέον αντιλαμβανόμαστε ορισμένες πτυχές της επιχειρηματικότητας στην Ελλάδα της κρίσης, χρησιμοποιώντας το παράδειγμα του Ρέτσου.
Από τον Επιχειρηματία-Μεσσία στον Επιχειρηματία κόστους-οφέλους
Στη χώρα μας είχαμε συνηθίσει, για πολλές δεκαετίες, στο ποδοσφαιρικό επιχειρείν να συμμετέχουν επιχειρηματίες με τη μορφή Μεσσία, οι οποίοι θα δαπανούσαν δεκάδες εκατομμύρια για την ομάδα μας, προκειμένου να φέρει γνωστούς παίκτες από το εξωτερικό, ανεξαρτήτως της πραγματικότητας που υπήρχε στο ελληνικό πρωτάθλημα.
Έτσι είχαμε φαινόμενα απατεώνων επιχειρηματιών, ανθρώπων του υποκόσμου που μπαινόβγαιναν στα δικαστήρια και το αυτόφωρο, επιχειρηματιών που χρησιμοποιούσαν σαν ασπίδα τους οπαδούς των ομάδων για μικρό χρονικό διάστημα χρεώνοντας τα σωματεία εκατομμύρια ευρώ κ.α.
Το φαινόμενο αυτό με τα λεφτά σαν “μάννα εξ ουρανού” δεν είναι κάτι ασυνήθιστο στην ελληνική πραγματικότητα. Το ελληνικό κράτος φρόντισε να “ποτίσει” με αυτή τη νοοτροπία τους Έλληνες πολίτες, με αποτέλεσμα όπως όλοι ξέρουμε να χρεοκοπήσει (όπως και οι περισσότερες ελληνικές ομάδες).
Σήμερα, οφείλουμε να ομολογήσουμε, ότι το τελευταίο παράδειγμα της μεταγραφής του Π. Ρέτσου είναι η καλύτερη απόδειξη ότι τα χρήματα δεν έρχονται απ’ τον ουρανό. Το κέρδος και μόνο αυτό, απ ‘ όπου κι αν προέρχεται για μια επιχείρηση, μπορεί να δώσει ώθηση για νέες επενδύσεις και όνειρα για επέκταση των στόχων.
Επένδυση στους Νέους
Ο Παναγιώτης Ρέτσος δεν είναι καινούργια ιστορία. Στην Ελλάδα έχουμε συνηθίσει να αποκαλούμε ταλέντο έναν ποδοσφαιριστή μέχρι τα 22 του χρόνια, την ώρα που οι μεγάλοι σύλλογοι του εξωτερικού δίνουν ευκαιρίες και χρόνο συμμετοχής ακόμη και σε ανήλικους ποδοσφαιριστές.
Ο Ολυμπιακός επένδυσε στις ακαδημίες του, δημιουργώντας τη δυνατότητα σε παιδιά σαν τον Ρέτσο, να ξεδιπλώσουν το ταλέντο τους και να πάρουν τις ευκαιρίες που χρειάζονται προκειμένου να εμφανιστούν στην αντρική ομάδα. Αυτή η επένδυση και η συνέχεια σε μορφή αλυσίδας (από τους μικρούς στους μεγάλους), λείπει σε μεγάλο βαθμό στα περισσότερα σωματεία που προτιμούν αμφιβόλου αξίας ποδοσφαιριστές του εξωτερικού.
Ένα βιώσιμο bussiness plan, μια λέξη άγνωστη για πολλούς επιχειρηματίες στο ποδόσφαιρο και ακόμη περισσότερους στην πραγματική οικονομία, έχει μακροπρόθεσμα χαρακτηριστικά και μετρήσιμους στόχους. Η υπομονή είναι ένα από τα χαρακτηριστικά που πρέπει να έχει ο επιχειρηματίας ιδιαίτερα όταν επενδύει σε ανθρώπινο δυναμικό νεαρής ηλικίας.
Εξωστρέφεια
Ένα ακόμα χαρακτηριστικό είναι εκείνο της εξωστρέφειας. Στην περίπτωση του παραδείγματος μας, ο νεαρός ποδοσφαιριστής δεν δόθηκε δανεικός σε κάποια μικρομεσαία ομάδα του πρωταθλήματος. Αντιθέτως, οι άμεσα ενδιαφερόμενοι (σκάουτερς, μάνατζερς) ενημερώθηκαν εγκαίρως, δημιουργήθηκε ενδιαφέρον και η ζήτηση για τον παίκτη αυξήθηκε κατακόρυφα. Το τελικό τίμημα, ύστερα από μια διαπραγμάτευση διαρκείας με πολλούς συλλόγους, έφερε το επιθυμητό αποτέλεσμα για το σύλλογο και τον παίκτη.
Η εξωστρέφεια, ένας διάσημος όρος στην Ελλάδα της ύφεσης, δεν επιτυγχάνεται χωρίς το χτίσιμο του “brand name” της επιχείρησης με στόχο τις καλύτερες επιδόσεις της. Η εξωστρέφεια είναι βαθιά συνδεδεμένη με την ανταγωνιστικότητα και τα αποτελέσματα της μπορούν να φανούν στην πορεία του χρόνου και όχι άμεσα καθώς η εμπιστοσύνη χτίζεται σταδιακά.
Οι ελληνικές επιχειρήσεις που μπόρεσαν παρά την κρίση, να στρέψουν το βλέμμα τους προς τα έξω, να φέρουν ζεστό χρήμα στην ελληνική αγορά πουλώντας τα προϊόντα και τις υπηρεσίες τους στο εξωτερικό, είναι εκείνες που κατά κύριο λόγο επέζησαν μετά την δραματική μείωση της εσωτερικής κατανάλωσης. Αντίστοιχα, το ελληνικό κράτος, που υποχρεώθηκε να αναζητήσει ΞΑΕ (Ξένες Άμεσες Επενδύσεις) για να μπορέσει να αναστρέψει το κακό κλίμα της αγοράς, προσπαθεί (ανεπιτυχώς μέχρι σήμερα) να γίνει πιο εξωστρεφές και ανταγωνιστικό.
Τα παραπάνω, μας βοηθούν να αντιληφθούμε ότι λεφτόδεντρα δεν υπάρχουν. Οι επιχειρήσεις και τα κράτη λειτουργούν στα πλαίσια μιας δεδομένης κατάστασης που λέγεται ανοιχτή αγορά. Η προσαρμογή του ελληνικού λαού σε αυτή τη νοοτροπία, έστω και με το παράδειγμα του ποδοσφαίρου, αξίζει για να αντιληφθούμε ότι οι λαγοί δεν βγαίνουν απ’ τα καπέλα με κάποιο μαγικό τρόπο. Κι όσοι το ισχυρίζονται, οφείλουμε επιτέλους να τους οδηγήσουμε στο περιθώριο.