Ο πληθωρισμός και το τέλος της ποσοτικής χαλάρωσης θα κρίνουν το μέλλον

Γράφει ο Κωνσταντίνος Μανίκας, Οικονομολόγος – Ψυχολόγος, Συγγραφέας

Η ποσοτική χαλάρωση, ξεκινώντας από τις ΗΠΑ και κατόπιν ερχόμενη με χαρακτηριστική καθυστέρηση και στην Ευρώπη υπήρξε ένα χρήσιμο εργαλείο στήριξης των οικονομιών σε περίοδο κρίσης και σχετικής συγκράτησης των δημοσίων χρεών που σε αντίθετη περίπτωση θα οδηγούνταν σε πλήρη εκτροχιασμό και παντελή αδυναμία εξυπηρέτησης τους.

Βέβαια όλα τα σχετικά εργαλεία είναι πρόσκαιρες παρεμβάσεις εξισορρόπησης καταστάσεων και δεν μπορούν να έχουν μόνιμο χαρακτήρα αφού τότε στρεβλώνουν τα δεδομένα και καταλήγουν μέσω του πληθωρισμού να έχουν τα αντίθετα αποτελέσματα απο αυτά για τα οποία χρησιμοποιήθηκαν. Όσο η κατάσταση θα επανέρχεται προς μια κανονικότητα, τόσο τα έκτακτα μέτρα θα αποσύρονται και μεγαλύτερη σημασία θα δίνεται στη διάθεση φθηνών δανειακών πόρων στην πραγματική οικονομία με στόχο την ενίσχυση της ανάπτυξης

Ο πληθωρισμός στη Γερμανία έφτασε ήδη στο 2,5% και προβλέπεται ότι σύντομα μπορεί να αγγίξει και το 4%. Ανάλογη πληθωριστική πορεία αρχίζει να εμφανίζεται και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Γι’ αυτό και έχει ήδη ξεκινήσει η πίεση για τον νέο προγραμματισμό σε σχέση με τα βήματα απόσυρσης της ποσοτικής χαλάρωσης.

Όσο κι αν αληθεύει ότι η τωρινή πληθωριστική κορυφή, κάποιων χωρών, θα περιοριστεί όσο θα σταματούν οι δημοσιονομικές παρεμβάσεις λόγω της πανδημίας, η αλήθεια είναι ότι εδώ και πολύ καιρό αρκετοί στον ευρωπαϊκό Βορρά επιθυμούν ταχύτερη αποδέσμευση από το QE. Θεωρούν ότι εξάντλησε τα όρια επίδρασης του και πλέον, μετά την περαιτέρω καθυστέρηση δράσης λόγω του κορωνοϊού, ήρθε η ώρα για γενναίες αποφάσεις.

Κανείς δεν περιμένει μια αναστροφή των επιλογών της ΕΚΤ, μέσα στους επόμενους μήνες, αλλά στις συνεδριάσεις της, τίθεται πλέον από πολλές πλευρές και πιο επιτακτικά το ζήτημα της αναθεώρησης της νομισματικής πολιτικής. Οι αντιστάσεις είναι ακόμα σθεναρές αλλά αν θέλουμε να είμαστε απολύτως ειλικρινείς, οι πιθανότητες να υπερισχύσουν αυτές οι απόψεις μέσα στο 2022, είναι πολλές.

Κι αν οι περισσότερες ευρωπαϊκές οικονομίες διαθέτουν τις αντοχές να αντισταθμίσουν την απώλεια της ποσοτικής χαλάρωσης, η ελληνική οικονομία παρά την αναμενόμενη ταχύτατη ανάκαμψη τα επόμενα δυο χρόνια, συνεχίζει να βρίσκεται σε ένα κρίσιμο μεταίχμιο.

Το 2019 η σημερινή κυβέρνηση ανέλαβε με την προοπτική περαιτέρω επιτάχυνσης των αναπτυξιακών ρυθμών που σε συνδυασμό με την ποσοτική χαλάρωση και, λόγω αυτού, τα εξαιρετικά χαμηλά επιτόκια δανεισμού, θα βελτίωναν σημαντικά έως το τέλος της τετραετίας της, τη σχέση χρέους – ΑΕΠ.

Τώρα πια, αντιμετωπίζει το ίδιο ακριβώς φαινόμενο μόνο που η προοπτική άρσης του QE, θα κάνει πιο δυσχερές το έργο της, αφού δεν θα υπάρχει η προοπτική 2-3 ακόμη ετών με μηδενικά επιτόκια στις αγορές. Αν μάλιστα η αύξηση τους είναι σημαντική τότε μέσα στην επόμενη διετία, θα χρειαστεί ακόμη μεγαλύτερη αναπτυξιακή ώθηση, από την προβλεπόμενη, για να ανταπεξέλθει.

Για άλλη μια φορά, είναι καιρός για δυναμικές μεταρρυθμιστικές πρωτοβουλίες, για συνέχιση της ψηφιοποίησης του κράτους, για ολοκλήρωση της αναδόμησής του, για επενδυτικά κίνητρα και σχεδιασμούς ουσιαστικής ανασύστασης της παραγωγικής βάσης. Αλλιώς…

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.