Ο “πλειστηριασμός” της προσωπικής διαφοράς στις συντάξεις
Γράφει ο Κωνσταντίνος Μανίκας, σύμβουλος επιχειρήσεων – συγγραφέας
Δύο είναι τα ζητήματα που απασχολούν έντονα την κοινωνία αυτές τις ημέρες και λίγο διάστημα πριν τις εκλογές αποκτούν τη δικιά τους δυναμική επιρροής των εξελίξεων. Οι πλειστηριασμοί πρώτης κατοικίας και οι αυξήσεις στις συντάξεις αφορούν ένα πολύ μεγάλο μέρος του εκλογικού σώματος και είναι σίγουρο ότι με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, επηρεάζουν τη στάση του απέναντι στα κόμματα.
Από τον ΣΥΡΙΖΑ, θα ήταν δύσκολο να περιμένει κανείς κάτι παραπάνω από υποκρισία, ειδικά για τα συγκεκριμένα θέματα. Η κυβέρνηση που άνοιξε το δρόμο για την εντατικοποίηση των πλειστηριασμών και την ανεξέλεγκτη δράση των funds, τώρα κόπτεται για την προστασία των ευάλωτων δανειοληπτών. Πρόκειται για την ίδια κυβέρνηση που νομοθέτησε την προσωπική διαφορά στις συντάξεις, γνωρίζοντας πολύ καλά, ότι έτσι θα αποκλείονταν εκατοντάδες χιλιάδες συμπολιτών από μελλοντικές αυξήσεις, όταν οι ρυθμοί ανάπτυξης της οικονομίας θα το επέτρεπαν.
Πάμε όμως να δούμε την ουσία των προβλημάτων. Οι δανειολήπτες ουσιαστικά στερούνται μιας παραπάνω νομικής δυνατότητας καθιστώντας τους servicers των funds ισχυρότερους. Αυτό όμως δεν αλλάζει και πολλά στην ουσία της κάθε υπόθεσης. Οι εξωδικαστικός μηχανισμός ρύθμισης των οφειλών παραμένει ένα χρήσιμο εργαλείο κι ελπίζουμε στη διεύρυνση της χρήσης του. Όπως είναι σίγουρο ότι οι νέες ρυθμίσεις των οφειλών προς το δημόσιο θα περιορίσουν σημαντικά τη ζημιά που μπορεί δημιουργείται από τη νέα γενιά οφειλετών και κόκκινων δανείων λόγω της πανδημίας και των συνεχών αυξήσεων των επιτοκίων. Και σε αυτούς θα πρέπει να επικεντρωθούμε στοχευμένα, να δεν θέλουμε να βρεθούμε μπροστά σε ένα ατελείωτο νέο κύμα οφειλών.
Από την άλλη, η επικοινωνιακή παρουσίαση περί αυξήσεων, διπλών και τριπλών μάλιστα, σχεδόν για την ολότητα των συνταξιούχων ανέβασε στα ύψη τις προσδοκίες για εισοδηματική βελτίωση, σε μια περίοδο πληθωριστικών πιέσεων ιδιαίτερα στον τομέα των τροφίμων και της ενέργειας. Τώρα η κυβέρνηση βρέθηκε δέσμια αυτών των προσδοκιών και αναγκάζεται να επεκτείνει την επιδοματική πολιτική, αποκαθιστώντας μέρος της αδικίας αλλά ταυτόχρονα δίνοντας και την εντύπωση των προεκλογικών υποχωρήσεων σε πρόσκαιρες παρεμβατικές πολιτικές που δεν συνάδουν με την φιλελεύθερη ιδεολογία.
Φυσικά, τι ερώτημα όλων είναι τι διαφορετικό θα μπορούσε να έχει γίνει. Για το ζήτημα των πλειστηριασμών, δεν αποτελούν λύση οι οριζόντιες παρεμβάσεις που αναδεικνύουν μια κουλτούρα άκριτης πιστωτικής απείθειας. Το κράτος υποχρεούται να νομοθετεί για να προστατεύει τους πραγματικά ευάλωτους. Η αλήθεια είναι ότι έχουν υπάρξει διάφοροι μηχανισμοί όλα αυτά τα χρόνια, αλλά από τη στιγμή που προκρίθηκε η λύση των funds με εγγυήσεις δεκάδων δισεκατομμυρίων από το ελληνικό δημόσιο και υπό συγκεκριμένους όρους, για τα καθυστερούμενα δάνεια, αντί μιας bad bank, οι επιλογές δεν είναι πλέον απεριόριστες για τους παλαιούς δανειολήπτες και είναι αμφίβολο κατά πόσο μπορούν να βελτιωθούν οι όροι συνεργασίας με τα funds.
Για τις συντάξεις, ίσως τα πράγματα να είναι πιο απλά. Όλη αυτή η αναστάτωση να μπορούσε να έχει αποφευχθεί αν αποφασίζονταν η κατάργηση της προσωπικής διαφοράς, επιλέγοντας τουλάχιστον για φέτος την τμηματική καταβολή της αύξησης, ανάλογα με το ύψος των συνολικών αποδοχών. Άλλωστε του χρόνου το ανώτατο όριο αυξήσεων, αν ακολουθηθεί η ίδια λογική, δεν θα ξεπερνά το 3%. Έτσι και το αίσθημα δικαιοσύνης θα ικανοποιούνταν και η επιβάρυνση για τον προϋπολογισμό δεν θα ήταν διαφορετική.