Να γίνω ντελιβεράς;
Γράφει ο Κωνσταντίνος Μανίκας, σύμβουλος επιχειρήσεων – συγγραφέας
Η προφανής απάντηση είναι ναι, εφόσον τίθεται θέμα επιβίωσης. Αυτό που ονομάζουμε ετεροαπασχόληση απασχολεί τις κοινωνίες εδώ και δεκαετίες. Η ανάγκη της μεταπολεμικής γενιάς να δώσει στα παιδιά της τα εφόδια για θεωρητικά μια πιο άνετη ζωή μακριά από την τότε εξαντλητική και με χαμηλό εισόδημα αγροτική ενασχόληση, μετέτρεψε την πανεπιστημιακή εκπαίδευση σε απόλυτο τοτέμ.
Η εξέλιξη όμως με το πέρασμα των ετών και τον εργασιακό κορεσμό από πτυχιούχους που δεν μπορούσαν να απορροφηθούν με ικανοποιητική αμοιβή στο αντικείμενο τους, δημιούργησε ένα όλο και πιο διευρυμένο επιστημονικό προλεταριάτο που είτε συμβιβαζόταν με την υποαπασχόληση, είτε αναζητούσε σε άσχετες εργασίες μεγαλύτερες απολαβές.
Αν έτσι έχουν τα πράγματα τι είναι αυτό που ενόχλησε στις δηλώσεις Τσακλόγλου περί δικηγόρων που θα μπορούσαν να γίνουν ντελιβεράδες αν κερδίζουν ελάχιστα από την άσκηση της νομικής;
Πρώτα απ’ όλα, ένας υπουργός Εργασίας δεν κατέχει αυτή τη θέση, ούτε για να κάνει κοινότοπες διαπιστώσεις, ούτε φυσικά για να νουθετεί τους πολίτες και μάλιστα με σκωπτικό, περιπαικτικό ύφος. Ο ρόλος του περιορίζεται στην βελτίωση των εργασιακών συνθηκών και σχέσεων και σε συνεργασία με τα οικονομικά υπουργεία στην αξιοποίηση όλων των δυνατοτήτων για αύξηση της καλά αμοιβόμενης απασχόλησης.
Οι εργασιακές επιλογές καθενός επηρεάζονται από μια σειρά παραγόντων που αφορούν τις προτεραιότητες και τους στόχους του. Κάποιος μπορεί να επιλέξει την κακοπληρωμένη επιστημονική θέση, ειδικά στα πρώτα χρόνια εργασίας, επειδή πιστεύει στις δυνατότητες του και θέλει να αποδείξει την αξία του ώστε να του δοθούν σύντομα ευκαιρίες ανέλιξης. Κάποιος άλλος πάλι μπορεί να έχει επείγουσα ανάγκη χρημάτων κι αυτό να τον οδηγήσει στην άσκηση, συνήθως περιστασιακά, ενός επαγγέλματος που τυπικά δεν τον ικανοποιεί αλλά του εξασφαλίζει μια καλύτερη οικονομική κατάσταση.
Όμως όλα αυτά αποτελούν προσωπικές επιλογές που δεν έχουν σχέσει με τη δημόσια συζήτηση. Η εκάστοτε εξουσία δεν δικαιούται να αντιμετωπίζει με έπαρση και δεικτική διάθεση κοινωνικά προβλήματα που την ξεπερνούν. Το μόνο που της αναλογεί είναι να τα αναγνωρίζει και να προτείνει πιθανές λύσεις που να ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις των καιρών και τις μελλοντικές προκλήσεις. Όλα τα άλλα, δεν αποκαλύπτουν τίποτε άλλο από την καταφυγή σε μια στάση Αντουανέτας όταν τα γεγονότα μάς πιέζουν πολιτικά ή/και μας δημιουργούν ενοχές για τα πειραγμένα μας.
Υ. Γ. Θα μου πείτε βέβαια ότι ο Υπουργός ανασκεύασε τις δηλώσεις ζητώντας συγγνώμη κι αυτό τον τιμά. Ομως παραμένει το γεγονός ότι κάποιες συγγνώμες μάλλον θεωρούνται πιο… εκσυγχρονιστικές και γίνονται ασθμαίνοντας αποδέκτες, ενώ άλλες δεν αρκούν για να σταθούν στο συλλογικό ύψος του κυβερνητικού ήθους.