Μαρξ και Βέμπερ για το κεφάλαιο και την εργασία
Γράφει ο Βαγγέλης Αντωνιάδης
α) Εισαγωγή
Μαρξ και Βέμπερ υπήρξαν δύο εμβληματικοί κοινωνιολόγοι και πολιτικοί φιλόσοφοι που με τα έργα τους σφράγισαν ανεξίτηλα τις κοινωνικές διεργασίες και τις πολιτικές εξελίξεις για μία μακρά ιστορική περίοδο από την εποχή της δημοσίευσης των κειμένων τους μέχρι και τις μέρες μας.
Σίγουρα όχι τυχαία αμφότεροι δόμησαν την διανοητική τους προσπάθεια γύρω από την ανάλυση των εννοιών του κεφαλαίου και της εργασίας εμφανίζοντας σημαντικά σημεία σύγκλισης αλλά και θεμελιώδεις αντιφάσεις στις οποίες θα εστιάσουμε στην παρακάτω εργασία.
β) Ο Μαρξ για το κεφάλαιο και την εργασία
Στην ουσία ο Μαρξ ανάπτυξε μία φιλοσοφία της ιστορίας που σκιαγράφησε την ιστορική νομοτέλεια της κατάρρευσης του καπιταλιστικού συστήματος και την αντικατάσταση του από τον σοσιαλισμό.
Ο Γερμανός φιλόσοφος θεωρούσε πως ο καπιταλισμός είναι ένα σύστημα απροσχημάτιστης καταπίεσης και εκμετάλλευσης με κυριότερο θύμα της αδικίας την εργατική τάξη που μαστιζόταν από χαμηλές αμοιβές και εκτεταμένη ανεργία που την καταδίκαζαν στην απάνθρωπη φτώχεια και την εξαθλίωση.
Ταυτόχρονα υποστήριξε πως το καπιταλιστικό σύστημα αποτελεί την αιτία των ανταγωνιστικών και εγωιστικών συμπεριφορών οδηγώντας σε έντονες κοινωνικές αναταραχές και συγκρούσεις καθώς η ανθρώπινη ανισότητα αντανακλά σε μεγάλο βαθμό τις κοινωνικές ανισότητες.
Η πολεμική του Μαρξ στο καπιταλιστικό σύστημα όχι απλά συνδέεται αλλά συχνά έχει στον πυρήνα της την εργασία. Καθώς σύμφωνα με τον σοσιαλιστή φιλόσοφο ο καπιταλισμός προωθεί την αλλοτρίωση καθώς διαχωρίζει τους ανθρώπους από την πραγματική τους φύση και την ικανότητα να ξεδιπλώνουν μέσω της εργασίας τις ιδιαίτερες δεξιότητες και τα προσόντα αλλά και το αίσθημα αλληλεγγύης που δυνητικά μπορούν να αναπτυχθούν μέσα από την διαδικασία και τις εμπειρίες που προσφέρει μία ελεύθερη παραγωγική διαδικασία.
Με σημείο εκκίνησης την θεμελιώδη αντίληψη ότι ο καπιταλισμός αποτελεί σύστημα παραγωγής που αποσκοπεί στην ανταλλαγή, ο Μαρξ υποστηρίζει πως αποξενώνει πλήρως τους ανθρώπους από τα προϊόντα της εργασίας τους. Με αποτέλεσμα να εργάζονται όχι για να παράξουν όσα θέλουν ή έστω όσα χρειάζονται αλλά για να έρθουν στην κυριότητα τους εμπορεύματα που πωλούνται ώστε να προσκομίσουν κέρδος.
Ταυτόχρονα οι άνθρωποι υποχρεώνονται να εργασθούν υπό την επίβλεψη προϊσταμένων. Σε αυτό το περιβάλλον η εργασία χάνει τον κοινωνικό της χαρακτήρα ωθώντας τα άτομα στην πλήρη ιδιοτέλεια. Εξέλιξη που επιτείνει την απομόνωση ενώ η εργασία υποβιβάζεται σε εμπόρευμα και μία απρόσωπη δραστηριότητα, χάνοντας το πραγματικό της περιεχόμενο, της ελευθερίας, της δημιουργίας και της ανθρώπινης ολοκλήρωσης.
Κατά την ύστερη περίοδο του κοινωνιολογικού του έργου ο Μαρξ ανάλυσε το καπιταλιστικό φαινόμενο με όρους ταξικής σύγκρουσης. Πιο συγκεκριμένα ο Μαρξ θεωρούσε πως η σχέση μεταξύ των τάξεων μετουσιώνεται σε έναν ασυμβίβαστο ανταγωνισμό στον οποίο η υποτελής εργατική τάξη νομοτελειακά αποτελεί αντικείμενο εκμετάλλευσης από την άρχουσα τάξη. Άποψη που αιτιολογούσε με εργαλείο ανάλυσης την υπεραξία, σε πλήρη αντιδιαστολή με την συμβατικές οικονομικές αντιλήψεις ο Μάρξ προέκτεινε τις απόψεις των John Locke και Adam Smith για την εργασιακή θεωρία της αξίας, σύμφωνα με την οποία η αξία ενός αγαθού συμπεριλαμβάνει και την αξία της εργασίας που χρειάστηκε κατά την διαδικασία παραγωγής του.
Σύμφωνα με τον Μαρξ βασικό χαρακτηριστικό των καπιταλιστών είναι η αέναη επιδίωξη για ολοένα και μεγαλύτερη κερδοφορία που μπορεί να επιτευχθεί μόνο από την απόσπαση της υπεραξίας από το εργατικό δυναμικό. Πρακτικά ο Μαρξ υποστηρίζει πως οι καπιταλιστές πληρώνουν λιγότερα τους εργάτες από την πραγματική αξία της εργασίας τους. Γεγονός που είναι ανεξάρτητο ακόμα και από τα βαθύτερα αισθήματα που μπορεί να υπάρχουν στους αστούς εργοδότες.
γ) Ο Βέμπερ για το κεφάλαιο και την εργασία
Ο Βέμπερ ορίζει τον καπιταλισμό ως την κάλυψη των ανθρώπινων αναγκών μέσω των επιχειρήσεων, με ιδιωτικές δηλαδή επιχειρήσεις που αυτονόητα επιδιώκουν το κέρδος. Στην ουσία η καπιταλιστική οικονομία αποτελεί ένα σύνολο ελεύθερων συναλλαγών που διεξάγονται με σκοπό το κέρδος ξεπερνώντας το καθεστώς που επέβαλε η φεουδαρχική δομημένη μεσαιωνική πυραμίδα των αυστηρά προκαθορισμένων δώρων και εμπορευμάτων.
Ο Γερμανός κοινωνιολόγος απεχθάνεται τις υπεραπλουστευτικές και μονοδιάστατες αναλύσεις θεωρώντας πως η πραγματικότητα είναι πολυσύνθετη και τα φαινόμενα μοναδικά. Ο καπιταλισμός έχει τις ρίζες του στην αρχαιότητα όμως αποτελεί μία αναλυτική έννοια που απόκτησε την μορφή του απαραίτητου στοιχείου για την κάλυψη των καθημερινών αναγκών στην δυτική Ευρώπη κατά τον 19ο αιώνα.
Πυρήνα αυτού του οικονομικού μοντέλου αποτελεί η ορθολογική επιχείρηση που χαρακτηρίζεται από τον ορθολογικό υπολογισμό και την διαχείριση των κεφαλαίων της.
Παράλληλα το σταθερό νομικό σύστημα και η ισχυρή γραφειοκρατία τόσο των επιχειρήσεων όσο και τις δημόσιες συναλλαγές και τους κεφαλαιακούς υπολογισμούς.
Σύμφωνα με τον Βέμπερ η προτεσταντική θεολογία για την σωτηρία της ψυχής καθιέρωσε μία νέα εργασιακή ηθική που επικέντρωνε στην σκληρή δουλειά.
Αναλυτικότερα ο Γερμανός κοινωνιολόγος διατύπωσε τον ισχυρισμό πως η ενδυνάμωση του θρησκευτικού συναισθήματος που προκάλεσε η προτεσταντική μεταρρύθμιση και η σχεδόν ταυτόχρονη εμφάνιση του καλβινιστικού δόγματος του προκαθορισμού διαμόρφωσαν ένα ευρύτερο θρησκευτικό περιβάλλον στο οποίο η εργασία, η εργατικότητα, η επαγγελματική επιτυχία και η συσσώρευση κεφαλαίου θεωρούνται στοιχεία που φανερώνουν πως ο πιστός βρίσκεται στον δρόμο τον οποίο προκαθόρισε για εκείνον ο Θεός.
Γεγονός που δημιουργούσε τις αναγκαίες συνθήκες για την συσσώρευση κεφαλαίου, αλλά και ένα ιδιότυπο κοινωνικό συμβόλαιο ανάμεσα σε εργοδότες και εργαζομένους και ένα μοντέλο συναίνεσης στον δρόμο προς την σωτηρία.
Πιο συγκεκριμένα διατύπωσε την άποψη πως ο θρησκευτικός παράγοντας έχει άμεση επίδραση στην δημιουργία οικονομικής ηθικής αλλά και ενός τελικού σταδίου αιτιότητας που συνδιαμορφώνει το ορθολογικό κράτος του οποίου η λειτουργία καθορίζεται από ένα επίσης ορθολογικό νομικό πλαίσιο που διασφαλίζει την νομική υπόσταση του συνόλου των πολιτών.
δ) Μαρξ και Βέμπερ: Συγκλίσεις και αποκλίσεις
Φαινομενικά Μαρξ και Βέμπερ ασχολούνται με το ίδιο ζήτημα, την ανάπτυξη του καπιταλιστικού συστήματος στην δυτική Ευρώπη. Όμως η προσέγγιση τους ξεδιπλώνεται σε δύο διαφορετικά επίπεδα ανάλυσης καθώς επιχειρούν να απαντήσουν σε διαφορετικά ερωτήματα εφαρμόζοντας εκ διαμέτρου αντίθετη μεθοδολογία.
Ο Μάρξ επιχειρεί να εντοπίσει την βαθύτερη ουσία του καπιταλισμού, τους νόμους οι οποίοι καθορίζουν την κίνηση του, αλλά και τις μεθόδους με τις οποίες επικράτησε και έγινε αποδεκτός με απόλυτο τρόπο στις κοινωνίες.
Ταυτόχρονα εξετάζει την προέλευση του καπιταλισμού γιατί μετεξελίχθηκε σε σχέση με τα πρωτοκαπιταλιστικά συστήματα θέτοντας όμως σαφή όρια στις προοπτικές και την ιστορία του.
Το έργο του Μαρξ χαρακτηρίζεται από μία ολιστική προσέγγιση καθώς κρίνει απαραίτητο η ιστορία να κατανοείται ως μία ολότητα που έχει δύο πυλώνες, την κοινωνική μεταβολή και την ιστορική πορεία.
Σε πλήρη αντιδιαστολή ο Βέμπερ απορρίπτει συνολικά τις ολιστικές προσεγγίσεις, υπογραμμίζοντας συχνά με τρόπο εμφατικό το ιδεοτυπικό περιεχόμενο της μαρξιστικής ανάλυσης, θεωρώντας πως αυτή αποτελεί ένα θεωρητικό εγχείρημα δίχως προηγούμενη εμπειρία.
Παράλληλα εστίαζε στην μοναδικότητα του φαινομένου της ανάπτυξης του καπιταλισμού στην δυτική Ευρώπη που σαφώς διαφοροποιείται από μορφές καπιταλιστικής ανάπτυξης που αναπτύχθηκαν στην δυτική Ευρώπη.
Αυτό είναι και το πρωταρχικό ερώτημα στο οποίο αποπειράται να απαντήσει ο Βέμπερ. Θεωρώντας πως βασική αιτία αποτελεί η ανάδυση του ορθολογισμού που στην ουσία δημιούργησε τον καπιταλισμό.
Σύμφωνα με τον Βέμπερ απαραίτητη προϋπόθεση για την ανάπτυξη του καπιταλιστικού συστήματος είναι η ιδιοποίηση του συνόλου των μέσων παραγωγής και η ενιαία διαχείριση τους από τους επιχειρηματίες που διευκολύνει τους ακριβείς και ορθολογικούς υπολογισμούς μεγιστοποιώντας την απόδοση κεφαλαίου.
Ο Βέμπερ επεκτείνει την σκέψη του στην επιστημονική και τεχνολογική πρόοδο που αποτελεί καταλύτη για την εξέλιξη του καπιταλισμού. Εδώ βρίσκεται και ένα ακόμα σημείο αντίθεσης με τις μαρξιστικές απόψεις που θεωρούν την τεχνολογική πρόοδο, πηγή ανισοτήτων που θα διαγραφεί από το ιστορικό προσκήνιο όταν επιβληθεί η αταξική κοινωνία καθώς αυτού του είδους η εξέλιξη θα πάψει να υπάρχει.
Μαρξ και Βέμπερ συγκλίνουν στην άποψη πως βασικές προϋποθέσεις για την καπιταλιστική ανάπτυξη αποτελούν η ύπαρξη ενός σημαντικού αριθμού τυπικά ελευθέρων αλλά οικονομικά άκληρων εργατών, η συγκέντρωση του συνόλου των παραγωγικών συντελεστών στον έλεγχο των επιχειρηματιών και η πώληση όλων των αγαθών που προκύπτουν από την παραγωγική διαδικασία στην ελεύθερη αγορά που οφείλει να λειτουργεί απρόσκοπτα για να είναι κερδοφόρα και να δημιουργεί οικονομική μεγένθυνση.
Αμφότεροι οι εμβληματικοί στοχαστές επίσης συγκλίνουν στην τεράστια σημασία της ελεύθερης εργασίας για την λειτουργία της οικονομίας και ευρύτερα για τις κοινωνίες.
Παρά την αδιάλλακτη και δογματική αντίληψη των μαρξιστών που ιεραρχούν τα υλικά αγαθά και τις ανάγκες σε σαφώς ανώτερη θέση από την αντίστοιχη των ιδεών, Ο Μαρξ κατά την ύστερη φιλοσοφική του περίοδο αποδέχεται ως ένα βαθμό την αξία και την αυτονομία των ιδεών και την ισχυρή συχνά επίδραση των ιδεών στις κοινωνικές διεργασίες ακόμα και στο υλικό εποικοδόμημα και την οικονομία, δίχως βέβαια να υπαναχωρεί από την εμπεδωμένη άποψη, δίνει υψηλή προτεραιότητα στους υλικούς παράγοντες.
Πέρα από την υφαρπαγή της υπεραξίας της εργασίας, ο Μαρξ έδρασε τις κοινωνιολογικές του αντιλήψεις στην άποψη πως συνολικά ο καπιταλισμός αποτελεί ένα σύστημα στυγνής εκμετάλλευσης. Αντίθετα ο Βέμπερ θεωρεί πως ο απομαγευμένος και απαλλαγμένος από κάθε μορφή παραδοσιοκρατίας θέτει όρια στην ακατάσχετη κερδοσκοπία, όρια που σαφώς θέτουν το δόγμα του προκαθορισμού και ευρύτερα οι προτεσταντικές αντιλήψεις για την ηθική.
Σε πλήρη αντίθεση με την θρησκευτοκεντρική διάσταση του έργου του Βέμπερ που εστιάζει στην ισχυρή επίδραση της προτεσταντικής ηθικής στην εργασία και ευρύτερα στην οικονομία. Από την μαρξιστική προσέγγιση απουσιάζει ο ρόλος της θρησκείας στις εξελίξεις εκείνης της περιόδου, όπως απουσίαζε και ο αποφασιστικός ρόλος του νομικού πλαισίου και ευρύτερα του δυτικού νομικού πολιτισμού που δημιουργούσε ένα ασφαλές περιβάλλον και ένα παράλληλο αίσθημα εμπιστοσύνης σύμφωνα με τον Βέμπερ για την οικονομική ανάπτυξη.
Για τον Μαρξ η αναβίωση του αστικού προτύπου απλά οριοθετούσε τον διαχωρισμό ανάμεσα στις πόλεις και την ύπαιθρο. Σε πλήρη αντιδιαστολή ο Βέμπερ αντιλαμβανόταν τα αστικά κέντρα ως χώρο που συσσωρευόταν οι παραγωγικοί συντελεστές, αναπτυσσόταν νέες μορφές παραγωγής η καινοτομία και το εμπόριο και επομένως αποτελούσαν πεδία οικονομικής ανάπτυξης.
Παράλληλα ο Μαρξ υποστήριζε πως το κράτος πως το κράτος ήταν ένα αστικό κράτος που δημιουργήθηκε για να εξασφαλίζει και να προωθεί τα συμφέροντα της αστικής-καπιταλιστικής τάξης σε βάρος της εργατικής τάξης, επιταχύνοντας παράλληλα την μετάβαση από την φεουδαρχία στο σύγχρονο καπιταλιστικό σύστημα με μεθόδους που ο Μαρξ όρισε ως το σύγχρονο καπιταλιστικό σύστημα με μεθόδους που ο Μαρξ όρισε ως πρωταρχική συσσώρευση.
Αντίθετα ο Βέμπερ όπως αναφέρθηκε πιο πάνω θεωρούσε πως το κράτος με την δημιουργία ενός ορθολογικού περιβάλλοντος που διευκόλυνε την επιχειρηματική δραστηριότητα μέσω της νομοθεσίας και της γραφειοκρατίας διασφάλιζε παράλληλα τα δικαιώματα όλων των πολιτών και διευκόλυνε την επέκταση σε αγορές τρίτων χωρών.
ε) Συμπεράσματα
Βασικά χαρακτηριστικά του πρώιμου έργου του Μαρξ είναι οικονομικός ντετερμινισμός και ο διαλεκτικός υλισμός που αποτελεί την μέθοδο ανάπτυξης της θεωρίας του και ο ιστορικός υλισμός που αποτελεί την θεωρία που εισάγει ο Μαρξ για την εξέλιξη της ιστορίας και των κοινωνιών. Δηλαδή μία ολιστική προσέγγιση της ιστορίας που αναπόφευκτα οδηγεί σε γενικεύσεις, συγκρίνοντας συχνά αυθαίρετα διαφορετικές ιστορικές συγκυρίες και διάφορες συχνά ασύνδετες μεταξύ τους πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις σε διαφορετικά σημεία του πλανήτη.
Στην ουσία ο Μαρξ για να ασκήσει δομική κριτική στο καπιταλιστικό σύστημα παραθέτει τα στάδια της καπιταλιστικής ανάπτυξης, τους τρόπους παραγωγής, τις παραγωγικές δυνάμεις, τα εργαλεία και τις κοινωνικές και παραγωγικές σχέσεις που επενεργούν στο καπιταλιστικό φαινόμενο. Για να καταλήξει στο συμπέρασμα πως το ιδεατό μοντέλο κοινωνικής οργάνωσης είναι ο πρωτόγονος κομμουνισμός που με βάση την θεωρία της ιστορικής νομοτέλειας θα σημάνει και το τέλος της ιστορίας.
Παρόλα αυτά ο Μαρξ κατά την ύστερη, ώριμη φιλοσοφική του περίοδο παραθέτει έναν σαφώς μεγαλύτερο βαθμό αυτονόμησης των ιδεών δίνοντας έμφαση τις ψυχολογικές επιπτώσεις που έχει η αλλοτριωμένη εργασία, δομώντας πάνω σ αυτήν μία εκτεταμένη κριτική στο καπιταλιστικό σύστημα, θεωρώντας πως αυτό εδράζεται στην πλήρη αλλοτρίωση και την αποξένωση από το αντικείμενο εργασίας του. Καταλήγοντας στο συμπέρασμα πως η καπιταλιστική κερδοφορία έχει ως βασικό προαπαιτούμενο την υφαρπαγή της υπεραξίας από τους εργοδότες, υποβιβάζοντας την ελεύθερη εργασία με όλα τα ευεργετικά και δημιουργικά της χαρακτηριστικά σε καταναγκαστική εργασία.
Στον αντίποδα για τον Βέμπερ τα φαινόμενα είναι μοναδικά και γι αυτό προσπαθεί να εντάξει όλους τους παράγοντες που επενεργούν στα οικονομικά και ευρύτερα τα κοινωνικά φαινόμενα. Εισάγοντας στον φιλοσοφικό διάλογο την έννοια του ιδεοτύπου, ενός εξειδικευμένου προτύπου που αποτελεί μέτρο σύγκρισης με την εμπειρική πραγματικότητα.
Σε πλήρη αντιδιαστολή με τον Μαρξ ο Βέμπερ δίνει ιδιαίτερη έμφαση στον ψυχολογικό παράγοντα, την επίδραση των ιδεών και των θρησκευτικών αντιλήψεων στις κοινωνίες.
Παρόλα αυτά ο Βέμπερ εξακολουθεί να ιεραρχεί υψηλότερα την οικονομία από την επιρροή των θρησκευτικών ιδεών.
Συμπερασματικά μπορεί να γραφτεί πως είναι μάλλον αυθαίρετη και μονοδιάστατη η άποψη των Μαρξιστών πως “Η προτεσταντική ηθική και το πνεύμα του καπιταλισμού” αποτελεί απλά μία αστική απάντηση στην κριτική του Μαρξ στο καπιταλιστικό σύστημα και ευρύτερα στις αντιλήψεις του σοσιαλιστή φιλοσόφου καθώς τα έργα των δύο εμβληματικών φιλοσόφων άλλοτε λειτουργούν όντως ανταγωνιστικά και άλλοτε συμπληρωματικά καθώς υπάρχουν σημαντικές αποκλίσεις και διαφωνίες αλλά και σημαντικά σημεία σύγκλισης.