Ξαναδιαβάζοντας Καβάφη

Γράφει ο Λευτέρης Κουσούλης

Μοιάζουν εντυπωσιακά τα γεγονότα. Η αμεριμνησία δοκιμάζεται. Λαμπρές εικόνες θαμπώνουν. Ιστορικός κάματος. Αν τα γεγονότα ζητούσαν έναν τίτλο θα τους ταίριαζε πλήρως. Και αν ψάχναμε τη σημασία του νοήματός του θα ξαναδιαβάζαμε Καβάφη. Ίσως τώρα οι Καβαφικοί να ενοχληθούν από την εμπλοκή του ποιητή σε θεωρίες εξουσίας. Ας το προσπεράσουμε. Δεν υπάρχουν όρια στη συνομιλία με την ποίηση.

Θα μπορούσε να δει κανείς στον Καβάφη έναν δάσκαλο της πολιτικής θεωρίας. Θα αρκούσαν δύο, από «τα ποιήματα της επιτυχίας», όπως τα ταξινομεί ο μελετητής του Γιάννης Μιχαλέτος, το «Περιμένοντας τους βαρβάρους» και το « Αλεξανδρινοί βασιλείς». Μένω στο δεύτερο. Εκεί με πληρότητα, με τέχνη, η παράσταση της εξουσίας, ως σκηνοθεσία, ως δέος, ως αναζήτηση επιβολής, ως ματαιότητα παρουσίας, αποδίδεται παραστατικά. Αν είχαμε στο νου μας και τους βαρβάρους και την ανεκπλήρωτη προσμονή τους, θα κατανοούσαμε καλύτερα τα γεγονότα δια – φθοράς που εύγλωττα μας μιλάνε.

«Μαζεύτηκαν οι Αλεξανδρινοί να δουν της Κλεοπάτρας τα παιδιά,..ο Καισαρίων στεκόταν πιο εμπροστά / ντυμένος σε μετάξι τριανταφυλλί, στο στήθος του ανθοδέσμη από υακίνθους / η ζώνη του διπλή σειρά σαπφείρων και αμεθύστων, δεμένα τα ποδήματά του μ’ άσπρες κορδέλλες κεντημένες με ροδόχροα μαργαριτάρια…οι Αλεξανδρινοί έτρεχαν πια στην εορτή / κι ενθουσιάζονταν και επευφημούσαν … βέβαια ήξευραν .. τι κούφια λόγια ήσανε αυτές οι βασιλείες».

Και εκεί που φαίνεται ισχυρό το πρόσωπο της εξουσίας, «τα κούφια λόγια» ακούγονται διαφορετικά. Όλα εξαίφνης ανακεφαλαιώνονται σε νέα ανάγνωση, ένα νέο ζύγισμα συντελείται, σε μια εσωτερική αναδιάταξη της εικόνας του παρόντος. Αμείλικτη η πραγματικότητα του δημόσιου χώρου παρασύρει σαν ορμητικό ποτάμι φαντασίες και σκηνοθετικές κατασκευές, φωταγωγημένες και αυτάρεσκες εικόνες ισχύος.

Στη σύγχρονη Ελλάδα, ο εντυπωσιασμός χειροκροτήθηκε με πάθος, το φαινομενικό πήρε θέση στην πρώτη γραμμή, εκτόπισε κάθε αίτημα σημασίας και νοήματος, νικηφόρος ξεδίπλωσε τις σημαίες του στις ελπιδοφάγους πλατείες. Εκεί που οι ‘Έλληνες «ενθουσιάζονταν και επευφημούσαν».

Αν η ποίηση, ως συμπύκνωση, είναι ένας ανώτερος εκφραστικός βαθμός, η ζωή θα την υπερβαίνει. Και η πραγματικότητά μας σήμερα, σαν ολόγλυφος πίνακας, μιλάει για μια εποχή που έχει εξαντληθεί, για μεθόδους που έφτασαν στα όριά τους, για την παρακμή και την ψυχολογική αποθάρρυνση που ακολουθεί. Για τον ιστορικό κάματο μιας μικρής χώρας που θα μπορούσε να είναι μεγάλη. Και επειδή ο Καβάφης μας δίδαξε ότι δεν υπάρχουν βάρβαροι να μας αφυπνίσουν, τα γεγονότα ίσως να πάρουν τη θέση τους.

LarissaPress

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.