Κλιματική αλλαγή: Κι όμως δεν είναι μύθος
Γράφει ο Χαρίτος Αναστασίου, Φοιτητής Χημικών Μηχανικών ΕΜΠ
Όπως είναι γνωστό εδώ και αρκετούς μήνες, ο εν ενεργεία Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών Donald Trump, ανακοίνωσε την αποδέσμευση του έθνους του από την διεθνή σύνοδο του Παρισιού το 2015, για τον μετριασμό της κλιματικής αλλαγής. Η κίνηση αυτή ήταν αναμενόμενη, ο ίδιος εξάλλου την είχε συμπεριλάβει στις προεκλογικές του δεσμεύσεις (ίσως και η μόνη προεκλογική του δήλωση που έγινε πραγματικότητα), ενώ στο παρελθόν είχε ουκ ολίγες φορές αναφερθεί στην κλιματική αλλαγή σαν ένα φυσικό φαινόμενο για το οποίο και οι ανθρωπογενείς δραστηριότητες δεν φέρουν καμία ευθύνη. Είναι όμως έτσι; Μάλλον όχι και αυτό θα προσπαθήσουμε να απαντήσουμε εδώ.
Ως κλιματική αλλαγή ορίζεται «η μεταβολή στο γήινο κλίμα οφειλόμενη άμεσα ή έμμεσα στην ανθρώπινη δραστηριότητα η οποία και μεταβάλλει της σύσταση της γήινης ατμόσφαιρας και η οποία ξεπερνάει την φυσική μεταβλητότητα του κλίματος που παρατηρήθηκε σε συγκρίσιμες περιόδους»*. Την μεταβολή αυτή προκαλεί η έκλυση στην ατμόσφαιρα των λεγόμενων θερμοκηπικών αερίων, ουσιών όπως οι υδρατμοί ή το διοξείδιο του άνθρακα οι οποίες και λόγω της στερεοχημικής τους δομής είναι ικανοί να δεσμεύουν και να εκπέμπουν ξανά πίσω στην γήινη επιφάνεια την ανακλώμενη υπεριώδη ακτινοβολία. Ως εκ τούτου η θερμότητα της ακτινοβολίας εγκλωβίζεται στην ατμόσφαιρα οδηγώντας σταδιακά σε αύξηση της μέσης της θερμοκρασίας, σαν σε ένα φυσικό θερμοκήπιο.
Το φαινόμενο αυτό δεν είναι διόλου σπάνιο στην γήινη ιστορία: ήταν η έντονη αποδέσμευση αρκετών εκατομμύριων τόνων διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα του πλανήτη μας προ εκατομμυρίων πάλι χρόνων που οδήγησε στην λήξη της περιόδου των παγετώνων και έτσι στην μεγαλύτερη ανάπτυξη της ζωής. Απουσία του φαινομένου του θερμοκηπίου η μέση θερμοκρασία της Γης θα ήταν ίση με -20°C, αντί για τους 15°C σε μια τέτοια περίπτωση η ύπαρξη ζωής όπως την γνωρίζουμε σήμερα θα ήταν αδύνατη. Το ίδιο το φαινόμενο είναι ζωτικό για την διατήρηση της ζωτικής ισορροπίας. Τα προβλήματα ξεκινούν όταν ανθρωπογενείς παράγοντες το εντείνουν αυξάνοντας την σύσταση της ατμόσφαιρας σε θερμοκηπικά αέρια.
Οι υδρατμοί, το νερό που εξατμίζεται από τους ωκεανούς και υπό μορφή ατμού βρίσκεται διάσπαρτο στην γήινη ατμόσφαιρα, έχουν την κύρια ευθύνη για το φαινόμενο του θερμοκηπίου, η ύπαρξη τους οφείλεται σε φυσικά αίτια και για αυτό δεν αποτελούν μέρος του προβλήματος. Ακολουθεί το διοξείδιο του άνθρακα, ένας άοσμος, άχρωμος και μη τοξικός ρύπος, αποτέλεσμα τόσο φυσικών όπως η αναπνοή και οι ηφαιστειακές εκρήξεις, όσο και ανθρώπινων δραστηριοτήτων. Πράγματι με το ξέσπασμα της βιομηχανικής επανάστασης η χρήση ορυκτών καυσίμων στην βιομηχανία και στις μεταφορές, παράλληλα με την μετατροπή αρκετών δασικών εκτάσεων σε αγροκτήματα, οδήγησαν σε μια εξαιρετικά σημαντική αύξηση της ποσότητας του διοξειδίου στην ατμόσφαιρα. Ιδιαίτερα από το 1950 η συγκέντρωση του ξεπέρασε κάθε προηγούμενο, προξενώντας με το πέρασμα του χρόνου αρκετές ανησυχίες για την πορεία του φαινομένου.
Υπό το φως των ανησυχιών αυτών, ιδρύθηκε το 1988 η Διακυβερνητική Επιτροπή για την Αλλαγή του Κλίματος (IPCC), για την συνεργασία των κλιματικών επιστημόνων ανά τον κόσμο. Το 2013 η επιτροπή εξέδωσε αναφορά (PCC Fifth Assessment Report, Summary for Policymakers), σύμφωνα με την οποία «η υπερθέρμανση του κλιματικού μας συστήματος είναι σαφής, ιδίως δε από το 1950 και μετά οι περισσότερες αλλαγές που παρατηρούνται δεν έχουν ανάλογο εδώ και δεκάδες χιλιετίες», κυρίως δε ότι η «ανθρώπινη επίδραση στο κλιματικό σύστημα είναι ξεκάθαρη», καλώντας τους διεθνείς παράγοντες σε εγρήγορση. Βασικό ενδεικτικό στοιχείο της κλιματικής αλλαγής αποτελεί η άνοδος της μέσης θερμοκρασίας της επιφάνειας του πλανήτη μας κατά 1.1°C περίπου, από τα τέλη του 19ου αιώνα μέχρι σήμερα. Η μεταβολή αυτή οφείλεται κυρίως στις εξαιρετικά αυξημένες εκπομπές στην ατμόσφαιρα διοξειδίου του άνθρακα, καθώς και άλλων ανθρωπογενών αερίων. Η μεγαλύτερη μεταβολή συνέβη τα τελευταία 35 χρόνια, μεταξύ μάλιστα του 2001 και του 2016 είχαμε τα έξι από τα επτά θερμότερα έτη της περιόδου.
Στο πνεύμα του μετριασμού της κλιματικής αλλαγής πραγματοποιήθηκαν το πρωτόκολλο του Kyoto το 1997, καθώς και η διεθνής σύνοδος του Παρισιού του 2015, η οποία και αποτέλεσε την μεγαλύτερη πολυεθνική συμφωνία στον 21ο αιώνα. Εκεί 189 έθνη συμφώνησαν να περιορίσουν τους ρυθμούς υπερθέρμανσης του πλανήτη κάτω από τους 2, κυρίως δε να μην επιτρέψουν άνοδο της παγκόσμιας θερμοκρασίας πάνω από 1.5°C. Η προσπάθεια προγραμματίζεται για μια πενταετή ή δεκαετή περίοδο με έτος εκκίνησης το 2020.
Το 97%, η συντριπτική δηλαδή πλειοψηφία, των κλιματικών επιστημόνων συμφωνούν ότι οι κλιματικές μεταβολές του περασμένου αιώνα οφείλονται κυρίως στην ανθρώπινη δραστηριότητα, η πλειονότητα δε των κυρίαρχων επιστημονικών οργανισμών προβαίνουν σε δημόσιες αναφορές στήριξης αυτής της θέσης. Το παρατηρητήριο κλιματικής αλλαγής της NASA δίνει τουλάχιστον 95% πιθανότητα οι ανθρώπινες δραστηριότητες των τελευταίων 50 χρόνων να είναι υπεύθυνες για την παγκόσμια υπερθέρμανση.
Αξίζει πάντως να μελετηθεί και η αντίθετη άποψη πως η ευθύνη για την κλιματική αλλαγή ανήκει στην μεταβολή της δραστηριότητας του Ήλιου. Σύμφωνα με αυτήν το ποσό της ακτινοβολίας που προσφέρει το άστρο μας στην Γη είναι κατά πολύ μεγαλύτερη σήμερα από ότι στο παρελθόν και πως εκεί πρέπει να βρεθούν τα αίτια για την άνοδο της θερμοκρασίας και όχι στην ανθρώπινη παρέμβαση. Ως κύρια παραδείγματα δίνονται η μικρή περίοδος των παγετώνων (Little Ice Age), μεταξύ 1650 και 1850, ο πλήρης αποκλεισμός της Γροιλανδίας από τους πάγους (1410-1720), καθώς και η ανάπτυξη των παγετώνων στις Άλπεις. Η θεωρία αυτή θα ίσχυε αν δεν αμελούσε τρεις βασικούς παράγοντες:
Πρώτον, από το 1750 μέχρι σήμερα η ποσότητα της ηλιακής ακτινοβολίας που εισέρχεται καθημερινά στην γήινη ατμόσφαιρα είναι σχεδόν η ίδια.
Δεύτερον σε περίπτωση που η μεταβολή οφείλονταν αποκλειστικά στην ηλιακή δραστηριότητα θα έπρεπε να παρατηρούμε θερμοκρασιακές μεταβολές σε όλα τα στρώματα της ατμόσφαιρας. Κάτι τέτοιο όμως δεν ισχύει, αντίθετα έχει παρατηρηθεί μείωση της θερμοκρασίας στα ανώτερα στρώματα, και αύξησή της στα κατώτερα και στην επιφάνεια της Γης. Αυτό επειδή τα θερμοκηπικά αέρια παραμένουν στην τροπόσφαιρα και εγκλωβίζουν θερμότητα εκεί. Τέλος, τα κλιματικά μοντέλα τα οποία λαμβάνουν υπόψη και τις μεταβολές της ηλιακής ακτινοβολίας, δεν μπορούν να αναπαράγουν τις πραγματικές θερμοκρασίες, δίχως την συμβολή των εκλυόμενων θερμοκηπικών αερίων.
Η συγκέντρωση του διοξειδίου του άνθρακα φαίνεται να είναι εξάλλου μικροσκοπική, μόλις το 0.04% περίπου μιας ατμόσφαιρας αποτελούμενης σχεδόν κατά αποκλειστικότητα από άζωτο και οξυγόνο. Κι όμως αυτή «μικροσκοπική» ποσότητα, έχει εξαιρετικά μεγάλη επίδραση στον εγκλωβισμό θερμότητας στα όρια της ατμόσφαιρας. Τα τελευταία 150 χρόνια ο άνθρωπος έχει πετύχει να αυξήσει κατά το ένα τρίτο σχεδόν την ποσότητα του διοξειδίου στην ατμόσφαιρα, από 280 ppm (μέρη στο εκατομμύριο) σε 400 ppm, μεταβολή που δεν είχε δει η Γη επί εκατοντάδες χιλιετίες.
Διάγραμμα της μεταβολής των συγκεντρώσεων διοξειδίου του άνθρακα τα τελευταία 450 χιλιάδες περίπου χρόνια. Είναι φανερή η σχεδόν γραμμική αύξηση του από τα μέσα του 19ου αιώνα μέχρι σήμερα.
Ποια είναι λοιπόν τα άσχημα νέα; Πρώτον το 2016 που μας πέρασε υπήρξε όχι μόνο το θερμότερο έτος που έχει καταγραφεί από το 1950, αλλά οι 8 από τους 12 μήνες του (όλοι συγκεκριμένα από τον Ιανουάριο μέχρι και τον Σεπτέμβριο, πλην του Ιουνίου), υπήρξαν θερμότεροι από οποιαδήποτε άλλη φορά. Η συγκέντρωση του διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα σύμφωνα με τις τελευταίες μετρήσεις της NASA ήταν 406.69 ppm, η υψηλότερη που είδε ο πλανήτης μας τα τελευταία 650 χιλιάδες χρόνια. Οι αρκτικοί πάγοι μειώθηκαν κατά 13.3% την τελευταία δεκαετία, περίπου 286 γιγατόνοι πάγου τήκονται ετησίως, δίχως όμως να ξαναπήξουν. Όπως δε προαναφέρθηκε οι υδρατμοί αποτελούν τον κύριο παράγοντα αύξησης της θερμοκρασίας κι ότι εκ πρώτης όψεως δεν πρέπει να μας αφορά, λόγω του ότι αποτελούν φυσικό φαινόμενο. Με μια διαφορά όμως: εν αντιθέσει με το διοξείδιο του άνθρακα, του οποίου η ποσότητα στον αέρα δεν αλλάζει με την θερμοκρασία, η ποσότητα των υδρατμών που εξατμίζονται από τις θάλασσες αυξάνει ετησίως, όσο αυξάνει η θερμοκρασία, επιδεινώνοντας ακόμη περισσότερο την κατάσταση. Το χείριστο δε σενάριο: τεράστιες ποσότητες διοξειδίου βρίσκονται εγκλωβισμένες στους ωκεανούς που μας περιβάλλουν, διαλυμένοι ή υπό μορφή αλάτων. Θερμοδυναμικά αύξηση της θερμοκρασίας συνεπάγεται άμεση μείωση της διαλυτότητας στο νερό, σημαίνει άμεση απελευθέρωση αρκετών εκατομμυρίων τόνων διοξειδίου στην ατμόσφαιρα, με ότι αυτό μπορεί να σημαίνει…
Υπάρχουν όμως και καλά νέα: το έτος που μας πέρασε οι παγκόσμιες ενεργειακές ανάγκες αυξήθηκαν περίπου 1%, οι εκπομπές μας όμως σε διοξείδιο του άνθρακα μόλις κατά 0.1%. Αυτό γιατί τόσο η χρήση γαιάνθρακα, όσο και βαριών πετρελαϊκών κλασμάτων νιώθει μια διαρκή σχεδόν πτώση τα τελευταία δύο χρόνια, αντίθετα λιγότερο ρυπογόνα καύσιμα, όπως το φυσικό αέριο, βλέπουν μια άνοδο της τάξης του 7% τουλάχιστο στις ευρωπαϊκές και όχι μόνο χώρες. Οι ανανεώσιμοι ενεργειακοί πόροι βλέπουν ανάπτυξη σχεδόν 14%, μένοντας σταθερά πρώτοι σε άνοδο σε σχέση με άλλους, καλύπτοντας αργά αλλά σταθερά όλο και μεγαλύτερο ποσοστό στο παγκόσμιο ενεργειακό μείγμα. Το σπουδαιότερο: καίμε πολύ λιγότερα από ότι κάποτε. Η βελτίωση των αποδόσεων των κινητήρων μας ή των βιομηχανικών διατάξεων οδήγησε σε μια εξαιρετικά μεγάλη αύξηση της παραγωγικότητας, με πολύ μικρότερες ανάγκες σε ενέργεια από ότι κάποτε. Ακόμη καλύτερα όλο και περισσότερα έθνη στον κόσμο αντιλαμβάνονται την ανάγκη να μετριάσουν τις εκπομπές τους. Πρώτη η Ευρωπαϊκή Ένωση που μέσα από το φιλόδοξο της πρόγραμμα 20-20-20 (20% λιγότερες εκπομπές, 20% βιοκαύσιμο στις μεταφορές, 20% καλύτερες ενεργειακές αποδόσεις) για το 2020, καθώς και για το 2030 και το 2050, αποτελεί την παγκόσμια πρώτη σε κανονισμούς, πρωτοβουλίες και επιστημονική έρευνα. Αλλά και οι άλλοτε μεγάλοι ρυπαντές, η Ινδία και η Κίνα, οι οποίοι και πρώτοι υφίστανται τις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής, στρέφονται στην αειφόρο διαχείριση των αναγκών τους. Η ίδια η Κίνα ο μεγαλύτερος ρυπαντής, αποφάσισε σε μια γενναία στροφή υπογράφοντας την συνθήκη του Παρισιού, μετατρεπόμενη σταδιακά σε έναν όλο και πιο αξιόπιστο και ενεργειακά αειφόρο διεθνή παίκτη.
Δεν πρέπει να αφήνουμε τους ακραίους της άλλης ή της μίας πλευράς να μας κυριεύουν με φόβο ή με θυμό απέναντι στην κατάσταση. Η κλιματική αλλαγή ήλθε για να αντιμετωπιστεί, κάθε μέρα η βελτίωση της τεχνολογίας και η χάραξη ρεαλιστικών πολιτικών βελτιώνουν την κατάσταση πολύ περισσότερο από ότι οι ιαχές των ακραίων «οικολόγων» που επιθυμούν να επιστρέψουμε στην εποχή του Λίθου ή τους εκφραστές συμφερόντων που μάχονται να μας πείσουν πως όλα βαίνουν καλώς. Ο Κύριος ο Δημιουργός αυτού του κόσμου έδωσε στον Αδάμ την δικαιοδοσία να ονοματίσει τα όντα αυτού του πλανήτη, του ανέθεσε την προστασία τους και την διατήρηση της φυσικής τάξης που τόσο απολαμβάνουμε και που όμως τόσο εύκολα κινδυνεύουμε να χάσουμε. Έχουμε το δώρο της Λογικής, μέσα από τον επιστημονικό διάλογο και την ανάπτυξη της τεχνολογίας, είναι σίγουρο πως θα μπορέσουμε να την βγάλουμε καθαρή για άλλη μια φορά…
*ορισμός της κλιματικής αλλαγής κατά το IPCC.