Ήρεμα μιλάω…

Γράφει η Ούρσουλα

Καλό μήνα είπαμε, καλό καλοκαίρι είπαμε; Ότι μετά την καλοκαιρία της καραντίνας ανοίξανε τα μαγαζιά για να βρέχει και να λέμε καλωσήρθες φθινόπωρο λες και πηδήξαμε δύο εποχές αντί για μια, με προσπερνάει…

Αν και καλύτερα να μην βγαίνω πολύ γιατί μια δύο μέρες που το έκανα, κοντέψανε να μου πέσουν τα μαλλιά, και τα έκαψα και από το ντεκαπάζ μέσα στην καραντίνα, δεν είμαι για τέτοια…

Πάω λοιπόν τη μέρα της απελευθέρωσης για ποτό, συγκεκριμένα Aperol Spritz που το είχα επιθυμήσει, με βάζουνε να κάτσω στο bar. Λογικό αφού το μαγαζί είναι ανοιχτό αλλά με το που κοιτάω την bar woman βλέπω ότι δεν φοράει γάντια αλλά ούτε μάσκα. Μάλιστα την μάσκα την φορούσε στο χέρι σαν βραχιόλι. Κοιτάω τους σερβιτόρους, τη φορούσαν από την μια μεριά κάτι σαν hands free θα έλεγα και εννοείται το μόνο πλαστικό που φοριέται πάνω τους θα ήτανε ίσως κανά προφυλακτικό στην τσέπη, παρά το απαραίτητο γάντι.

Έριξα τόπο στην οργή και δεν είπα τίποτα απολύτως γιατί σκέφτηκα, έλα μωρέ μην γίνομαι υπερβολική… Ωστόσο, ήπια το ποτό μου και αποχώρησα σαν κατατρεγμένη σχεδόν τρέχοντας. Την επόμενη μέρα έφυγα για Αθήνα. Βγήκα εννοείται και φόρεσα την Άρτα με τα Γιάννενα επειδή ήθελα να γυαλίζω γιατί κοστίζω σαν ατόφια βλάχα που είμαι, μιας και ήμουν τόσο καιρό με τις φόρμες και πήγα σε αγαπημένο μαγαζί να πιω ένα Ott ροζέ αφού στο κοσμοπολίτικο LA δεν το έχουν ούτε η κάβες. Πάλι κάθισα στο bar φυσικά αλλά εκεί είναι κήπος βλέπεις. Κοιτάω δεξιά αριστερά να τσεκάρω, όλα κομπλέ. Στη θέση τους μάσκες και γάντια και λέω εδώ είμαστε… Ρουφάτε άφοβα, γιούχουουουου!

Περνάνε δέκα λεπτά, έρχεται μια παρέα κολλητά μου από αριστερά μιας και η Κατρίνα ήταν δεξιά μου και παρότι είχα βάλει την καινούρια μου τσάντα Fendi σαν διαχωριστικό δεν εμπόδισε κανέναν να την σπρώξει και να μου την βάλουνε μπροστά μου για να βάλει και ο από πίσω μου το ποτό, που το χνώτο του το αισθάνθηκα στον σβέρκο μου την ώρα που το έκανε. «Δεν μου αρέσουνε αυτά παρακαλώ πολύ» να μονολογώ, να δείχνω την διαχωριστική γραμμή, τίποτα κανείς! Να φτερνίζομαι επίτηδες προς το μέρος τους, τίποτα… Τα νεύρα μου τσατάλια και αρχίζω να ιδρώνω από άγχος και να μην περνάω καλά. Όσο περνούσε η ώρα ο εφιάλτης γινόταν και χειρότερος καθώς στο μαγαζί δεν έπεφτε καρφίτσα και ξαφνικά άρχισα να παρατηρώ την δίπλα να βήχει, τους απέναντι να αγκαλιάζονται, την μπαργούμαν να μην αλλάζει τα γάντια και σε κλάσματα δευτερολέπτων, έχω ζητήσει λογαριασμό, το taxibeat να με περιμένει απ’έξω και απλά θέλω να φτάσω το γρηγορότερο σπίτι μου!

Δεν ξέρω τελικά. Τι είναι το σωστό; Τι είναι το λάθος ; Τα παιδάκια λένε ότι πρέπει να τα ρίξεις στα βαθιά για να μάθουν να κολυμπάνε. Μήπως για να μπορέσουμε να ξεπεράσουμε την μικροβιοφοβία πρέπει απλά να τα παραβλέπουμε όλα αυτά; Μήπως τελικά μας έχει αφήσει κάποιο ίχνος αγοραφοβίας αυτός ο εγκλεισμός; Καλέ μήπως μας δουλεύει κάποιος εκεί έξω; Πού είναι τα μέτρα; Πού είναι η σοβαρότητα; Που είναι η ατομική ευθύνη; Μπορώ να διαλέξω να παραμείνω υγιής και να ζήσω ελεύθερη μέχρι να βρούνε οι επιστήμονες το εμβόλιο, ή υπάρχει περίπτωση να πάω σαν το σκυλί στο αμπέλι αν όντως ο ιός παραμονεύει, κυκλοφορεί γιούρια free ανέμελος, βρεθούμε face to face και με στείλει να δω τα χορταράκια ανάποδα γιατί η καθημερινότητα προ πανδημίας υπάρχει ήδη χωρίς κανένα περιορισμό; Θέλω να έχω την επιλογή γιατί την δικαιούμαι, το καλοκαίρι μπήκε και δεν είναι αστεία όλη αυτή η κατάσταση. Ήρεμα μιλάω….

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.