Η τέχνη που ήταν κάποτε πάνω από τα καθημερινά

Γράφει ο Γιάννης Κίτσος, Οικονομολόγος – Σύμβουλος χρηματοοικονομικού και στρατηγικού σχεδιασμού

Τις τελευταίες ημέρες σίγουρα παρατηρήσατε μία έντονη αναφορά στον Μ. Καραγάτση με αφορμή τα άρθρα δυο κριτικών τέχνης; που υποστηρίζουν πως ο Έλληνας πεζογράφος υπήρξε ουσιαστικά και βάσει των κειμένων του, μισογύνης και σεξιστής. Συνήθως τέτοιου τύπου κριτικές – τρόπος του λέγειν – τις χαρακτηρίζω διεστραμμένες και άρρωστες και πάω παρακάτω. Αλλά όχι εδώ. Προσωπικά θεωρώ τον Μ. Καραγάτση ίσως την πιο εμβληματική μορφή της ελληνικής μυθοπλασίας των αρχών του 20ου αιώνα, της Γενιάς του ’30 ή Γενιάς του 1930. Για να είμαι ειλικρινής, κατά την γνώμη μου, δεν έχει υπάρξει από τότε και μέχρι σήμερα αντίστοιχου βεληνεκούς καλλιτεχνική επανάσταση από αυτή, τόσο τοπικά όσο και διεθνώς.

Ο Μ. Καραγάτσης πέραν από μυθοπλάστης είναι και ιστορικός. Η μυθιστορηματική του χρονογραφία ξεκινάει από την αρχαιότητα με το «Ο πόλεμος της Τροίας και οι περιπέτειες του Οδυσσέα», περνάει μέσα από το Βυζάντιο με το «Σέργιος και Βάκχος», την Ελληνική Επανάσταση με τριλογία που περιλαμβάνει τον «Κοτζάμπαση του Καστρόπυργου», το «Αίμα χαμένο και κερδισμένο», και «Τα στερνά του Μίχαλου» και ακολουθεί η ακόμα πιο νεότερη ελληνική ιστορία μέσα από το «Ο Συνταγματάρχης Λιάπκιν», το «Γιούγκερμαν». «Η Μεγάλη Χίμαιρα», «Το Δέκα», το «Αμρί Ά Μουγκού», το «Βασίλη Λάσκο» και τον «Κίτρινο Φάκελο».

Τέτοιου τύπου ρηχές τοποθετήσεις από απροίκιστους ανθρώπους αποδεικνύει αυτό που αισθάνομαι εδώ και πολύ καιρό για τον δυτικό πολιτισμό, ότι δηλαδή έχει σβήσει κάθε δημιουργικό στοιχείο, η παραστατικότητα του, η συμβολική του. Με αυτή την έννοια, ο δυτικός πολιτισμός έχει φτάσει στο τέλος του. 

Βρισκόμαστε, δυστυχώς, στην εποχή όπου οι εκδότες (βιβλίων, τύπου και ενημέρωσης) και παραγωγοί (τηλεοπτικοί, ραδιοφωνικοί, θεατρικοί, κινηματογραφικοί και μουσικοί) προωθούν κυρίως τους ατάλαντους αφού μοναδικό κριτήριο τους είναι να επιταχύνουν το cancel του δυτικού πολιτισμού. Κι αυτό πέραν του ότι δείχνει το ότι πλησιάζουμε στο τέλος του δυτικού πολιτισμού, δεν «πουλάει» κιόλας. Άλλο οι «καλές» προθέσεις και άλλο το ταλέντο. 

Κι έτσι ότι γράφουν όσοι και όσες στρέφονται εναντίον του – δυτικού πολιτισμού – απομένουν «κενοί» τύποι, σκελετοί ουτοπικών συστημάτων, τους οποίους οι άνθρωποι αισθάνονται ως κυριολεκτικά ανόητους και άχρηστους, διατηρούν μηχανικά ή περιφρονούν ή ξεχνούν.

Μερικώς αυτό αποδεικνύεται και από το αποτέλεσμα για την χώρα μας στην έρευνα του Reuters Institute,  “Digital News Report”, το οποίο είναι πράγματι εντυπωσιακό – και θα πρέπει μάλλον να προβληματίσει. Όπως αναφέρεται στην έρευνα: «Το παρελθόν έτος χαρακτηρίστηκε από έντονες συζητήσεις για την ελευθερία του Τύπου και τον πλουραλισμό των μέσων ενημέρωσης στην Ελλάδα μεταξύ των πολιτικών και του κοινού. Αυτά αντικατοπτρίζονται στη μεγάλη μείωση του ποσοστού των ερωτηθέντων που εμπιστεύονται τις ειδήσεις (μείωση 8 ποσοστιαίων μονάδων). Η Ελλάδα έχει πλέον το χαμηλότερο ποσοστό (19%) των ερωτηθέντων που εμπιστεύονται τις ειδήσεις στο δείγμα των 46 αγορών… Η συζήτηση γύρω από την ελευθερία του Τύπου εντάθηκε τον Μάιο του 2022, αφού ο ετήσιος δείκτης ελευθερίας του Τύπου από τους Δημοσιογράφους Χωρίς Σύνορα (RSF) κατέταξε την Ελλάδα στην 108η θέση (κάτω 38 θέσεις από το 2021), κάτω από πολλές μη δημοκρατικές χώρες…».

Αποδεικνύεται, όμως, και από κάτι ακόμα πιο ανησυχητικό. Τόσο η πρωτόγνωρη αποχή όσο και στροφή των ελλήνων και ευρωπαίων πολιτών σε δεξιά και ακροδεξιά κόμματα στις πρόσφατες ευρωεκλογές, φανερώνει ότι ο κόσμος, στην μεγάλη του πλειονότητα, γυρίζει την πλάτη, σε κινήματα τύπου cancel culture, στον δικαιωματισμό, στην πράσινη μετάβαση κ.α. προοδευτικές πολιτικές και ένα σεβαστό ποσοστό πολιτών φτάνει στο σημείο ακόμη και να τις καταδικάσει βάναυσα. Αν δούμε το φαινόμενο αυτό από την ανάποδη, η επιβολή προοδευτικών πολιτικών κυρίως απομακρύνει τον κόσμο από τη συμμετοχή τους με τα κοινά ή τους οδηγεί στα άκρα. Και αυτό είναι άκρως ανησυχητικό για την δημοκρατία.    

Οι εκφραστές του κινήματος cancel culture πιστεύουν ότι μπορούν να αλλάξουν την «πορεία του κόσμου» με μια θεωρία. Από τον Ρουσώ, τον Καρλ Μαρξ μέχρι και σήμερα, όλες αυτού του τύπου οι θεωρίες που παραμένουν ύποπτες για αιτιοκρατικές βάσεις, είναι αρκετά ρηχές και λαϊκές. Όπως γράφει – το γράφει πολύ ευγενικά και με αγάπη – και ο Μ. Καραγάτσης στο Βασίλη Λάσκο, «… οι απλοϊκοί αυτοί άνθρωποι αξιολογούν το συνάνθρωπο τους πιότερο με ηθικά παρά με πνευματικά κριτήρια». Δεν υποπτεύονται ότι λέξεις όπως δημοκρατία, ελευθερία, ιδιοκτησία στις αρχές του 20ου αιώνα και σήμερα δηλώνουν πράγματα που δεν έχουν μέσα τους την παραμικρή συγγένεια. Όπως και το ότι κάθε απόφαση κρίνεται στον χρόνο που λαμβάνεται. 

Την ίδια στιγμή, η βούληση για δύναμη και στο πεδίο της ηθικής, το πάθος του ανθρώπου να αποδίδει στην ηθική του καθολική αλήθεια και να προσπαθεί να την επιβάλλει στην ανθρωπότητα, να θέλει να δώσει διαφορετική ερμηνεία σε κάθε άλλη ηθική, να την υπερνικήσει και να την εξαφανίσει είναι η πιο δική μας ιδιότητα. Και έτσι όλο το παραπάνω, που προσπαθεί, όμως, να καταγγείλει το cancel culture, την ίδια στιγμή το υιοθετεί. Γιατί; Μα γιατί είναι η πιο δική μας ιδιότητα. 

Αλλά δεν μένει μόνο εδώ. Πάει και ένα βήμα παρακάτω. Αρνείται την ηθική. Η άρνηση της ηθικής είναι, για όσους προπαγανδίζουν το κίνημα αυτό, ένα νέο είδος ηθικής, και μάλιστα με την ίδια αξίωση πρωτοκαθεδρίας έναντι όλων των άλλων. Δηλαδή, μαζί με την άρνηση και ο θυμός. Βρισκόμαστε φαίνεται ανάμεσα στο πρώτο και στο δεύτερο από τα πέντε στάδια του πένθους. Θα ακολουθήσουν η διαπραγμάτευση, η κατάθλιψη και τέλος η αποδοχή. Τώρα το τι πενθούν, μόνο το δικό τους διεστραμμένο μυαλό μπορεί να πει.

Ίσως αυτό που γράφει ο Μ. Καραγάτσης στο Αμρί Α Μουγκού, «… Ξεστρατίσαμε από το δρόμο των άλλων ανθρώπων, που είναι ο δρόμος του Θεού και του Σατανά, για ν’ ακολουθήσουμε δρόμο δικό μας. Μα δρόμος άλλος, εξόν απ’ το δρόμο των ανθρώπων, δεν υπάρχει. Φτιάσαμε λοιπόν το δρόμο μας· τον φτιάσαμε χωρίς κρίση μυαλού και καλοσύνη ψυχής· δίχως κιόλας την παρηγοριά της μετάνοιας για τις αμαρτίες μας. Τον φτιάσαμε μονάχα με το πάθος μας, που δεν είχαμε την αντρειοσύνη να το ξεσκεπάσουμε φανερά. Σαν δειλοί που είμαστε, το κρύψαμε, βαθιά μέσα μας και τ’ αφήσαμε να μας φαρμακώσει. Χωρίς Θεό, δίχως την αγαλλίαση της καλής πράξης και τη συντριβή της αμαρτίας, ξεγυμνωμένοι από κάθε ηθική, εξυψώσαμε το πάθος μας σε ουδέτερη αρετή και γινήκαμε απάνθρωποι». Πενθούν για την χαμένη τους ανθρωπιά…

Πέραν, όμως, από αυτό, το κράτος είναι η εσωτερική δομή που λαμβάνει ένα έθνος, και αυτό το κράτος είναι ιστορία. Και την ιστορία σου δεν την ακυρώνεις. Αυτού του τύπου η αρθρογραφία – τρόπος του λέγειν – δεν είναι πλέον κριτική της τέχνης υπό την έννοια του δυτικού πολιτισμού, αλλά μια μορφή της δημαγωγικής προπαγάνδας, της συζήτησης και της αποδεικτικής διαδικασίας. Αυτό που θέλει να πετύχει ο αρθρογράφος – τρόπος του λέγειν – δεν είναι να ασκήσει γόνιμη κριτική που θα πάει παρακάτω την τέχνη και τον πολιτισμό, αλλά να επιβάλει το δικό του δόγμα. 

Ο Μ. Καραγάτσης γράφει στο «Η Μεγάλη Χίμαιρα»: «… Σε τούτο το λαό, ο δεσμός του αίματος εξακολουθεί πάντοτε να είναι τρομακτικά ιερός, όπως άλλοτε. Ο οίκος και το γένος δένουν τους ανθρώπους με αλυσίδες βαρύτατες, άλλοτε χρυσές και άλλοτε μολυβένιες. Ένας Οιδίπους, που γίνεται αθέλητος εραστής της μητέρας του· ένας Ορέστης, που σκοτώνει τη μάνα του για να εκδικηθεί το φόνο του πατέρα του· μια Φαίδρα, που ερωτεύεται τον πρόγονο της· μια Μήδεια, που σκοτώνει τα παιδιά της από έρωτα, είναι άνθρωποι που δεν μπορεί να τους κατανοήσει εύκολα το γερμανικό μυαλό. Είναι μαγεμένοι, ως τα τρίσβαθα της ψυχής, από το φίλτρο των ορμονών που τους γέννησαν. Οι Έλληνες. Τους καταλαβαίνω· αλλά δεν μπορώ να νιώσω αυτό που νιώθουν· τους φοβάμαι…». 

Κλείνει δε το μυθιστόρημα του γράφοντας, «… Ο κόσμος είναι παράξενος. Ο κόσμος μεταμορφώνεται με ρυθμό γοργό και αδέκαστο. Οι άνθρωποι αλλάζουν συνεχώς τους θεούς τους. Πως μπορούν να ορθοποδήσουν πηγαίνοντας από Θεό σε Θεό; Θα έπρεπε να κατασταλάξουν σε ένα Θεό. Έτσι, τούτη η δύστυχη γυναίκα θα ήξερε πόσο μεγάλο ή μικρό θα ήταν το κρίμα της». Ο Μ. Καραγάτσης μας θυμίζει και θα μας θυμίζει κυρίως αυτό από το οποίο κάποιοι και κάποιες προσπαθούν βίαια και προπαγανδιστικά να μας απομακρύνουν. Θα μας θυμίζει ότι η τέχνη ήταν κάποτε πάνω από τα καθημερινά…  

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.