Η προστασία της 1ης κατοικίας

Γράφει ο Κωνσταντίνος Μανίκας, Οικονομολόγος – Ψυχολόγος, Συγγραφέας

Μέσα στα χρόνια της κρίσης, η αναταραχή που προκλήθηκε στη στεγαστική πίστη, ανέδειξε τον προβληματισμό γύρω από το μερίδιο ευθύνης των τραπεζών αλλά και της προσωπικής επιλογής εκάστου δανειολήπτη. Δέκα χρόνια μετά, με περιορισμένη πλέον την κτηματαγορά, για οικονομικούς, δημογραφικούς και άλλους λόγους, έρχεται η ώρα που η κρατική, νομοθετική προστασία δίνει τη θέση σε ένα πιο χαλαρό πλαίσιο που καλύπτει λιγότερους και ανοίγει το δρόμο σε πιο δραστικές τραπεζικές κινήσεις για τον οριστικό απεγκλωβισμό από το βραχνά των κόκκινων δανείων.

Ας δούμε λοιπόν μερικά δεδομένα. Από το 1997 που άρχισε η ταχύτατη πτώση των επιτοκίων δανεισμού, ελέω της επερχόμενης ένταξης στη ζώνη του ευρώ, η απόκτηση κατοικίας μέσω στεγαστικής πίστης ;αυξήθηκε εκθετικά. Ακόμη όμως και σε αυτή την περίοδο τα ιδιωτικά χρέη των Ελλήνων, ως ποσοστό του ΑΕΠ, δεν έφτασαν καν στον ευρωπαϊκό μέσο όρο.

Αυτό που υπήρξε το πρώτο λιθαράκι προς την μελλοντική καταστροφή της συγκεκριμένης αγοράς ήταν ο ανταγωνισμός των τραπεζών που έγραψαν στα παλαιότερα των υποδημάτων τους, τον βασικό στατιστικό κανόνα που έλεγε ότι η δόση του στεγαστικού δανείου δεν θα έπρεπε να ξεπερνά το 30% του μηνιαίου εισοδήματος του αιτούντες και οι συνολικές δανειακές υποχρεώσεις του να χρειάζονται περίπου το μισό εισόδημα του για να εξυπηρετηθούν. Κάποιοι, από τότε ασκούσαμε κριτική επισημαίνοντας το επισφαλές αυτής της
απόφασης και την υψηλή πιθανότητα αυτό να οδηγήσει μεσοπρόθεσμα στον μαζικό εκτροχιασμό των τραπεζικών χορηγήσεων, ακόμη κι αν δεν είχε προκύψει η οικονομική κρίση.

Φυσικά, μέσα σε αυτό, το κλίμα υπήρξε και η ατομική ευθύνη της υπερεκτίμησης των δυνατοτήτων αποπληρωμής, μέσω της αβάσιμης υπόθεσης, ειδικά στο χώρο των ελεύθερων επαγγελματιών, ότι θα υπάρχει ισχυρή αναπτυξιακή τάση και διαρκής εισοδηματική βελτίωση στην μεταολυμπιακή Ελλάδα. Βέβαια αυτή η υπερβολή δεν μπορούσε να έχει αποφευχθεί πλήρως, αφού κανείς δεν ήταν δυνατόν να προβλέψει τον οικονομικό Αρμαγεδδώνα που θα ερχόταν.

Ο νόμος Κατσέλη υπήρξε μια χρήσιμη προστατευτική ομπρέλα με σημεία, όμως που επέτρεπαν και σε συστηματικούς κακοπληρωτές να εκμεταλλεύονται ευεργετικές διατάξεις. Πλέον, μετά από μια σειρά δράσεων που απάλλαξε τις τράπεζες από ένα σημαντικό μέρος επισφαλών δανείων, έρχεται η ώρα της κρίσεως.

Πώς θα απελευθερωθούν οι πλειστηριασμοί στην 1η κατοικία, δίχως να δημιουργήθηκαν νέα οικογενειακά δράματα; Οι συστημικοί κακοπληρωτές αποτελούν πλέον σχετικά μικρό μέρος των οφειλών και ουσιαστικά δεν υπήρξε ποτέ πλήρης προστασία για κάποια από τα πολύ ακριβά ακίνητα, κάτοχοι των οποίων ήταν άτομα που πιθανώς στοχεύοντας στην αυτοπροβολή και την επίδειξη, ” ανοίχτηκαν” περισσότερο από όσο άντεχαν.

Ο ΣΥΡΙΖΑ, που υποκριτικά κουνά το δάχτυλο στην κυβέρνηση, θα έπρεπε, γνωρίζοντας την καταληκτική ημερομηνία άρσης της προστασίας, να έχει μεριμνήσει για τη διενέργεια ευρύτατων επαφών με όλους τους εμπλεκόμενους φορείς και τους αντιπροσώπους των δανειοληπτών ώστε να διαμορφωθεί ένα νέο θεσμικό πλαίσιο που να εξυπηρετεί ταυτόχρονα όλους την επίτευξη των στόχων όλων των πλευρών.

Αυτή τη στιγμή, φαίνεται να παραμένουν ασάφειες, που πρέπει να διευκρινιστούν, για όσα θα ισχύσουν από τον Μάιο. Ο φόβος που κυριεύει τα νοικοκυριά είναι απαραίτητο να κατευναστεί άμεσα, οι τράπεζες να χρησιμοποιήσουν μια σειρά από έξυπνα χρηματοπιστωτικά εργαλεία που συνεισφέρουν στη βιωσιμότητα των χαρτοφυλακίων τους αλλά δεν θέτουν σε κίνδυνο και το κεραμίδι του μέσου πολίτη και η κυβέρνηση να εξαντλήσει κάθε δυνατότητα θεσμικής παρέμβασης, έστω και σε συμβουλευτικό ή εγγυητικό επίπεδο, ώστε οι συνέπειες των νέων ρυθμίσεων να μην μετατραπούν σε κοινωνική γκιλοτίνα.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.