Η πανδημία, ο Μίλτον Φρίντμαν και το δίχτυ προστασίας

O Milton Friedman προειδοποίησε κάποια στιγμή πως τίποτα δεν είναι μονιμότερο από ένα προσωρινό κυβερνητικό πρόγραμμα. Ο απόηχος της πανδημίας του κορωνοϊού θα δείξει αν είχε δίκιο. Με εκατομμύρια ανθρώπους να μην μπορούν να εργαστούν το περασμένο έτος λόγω των lockdowns, οι κυβερνήσεις ανά τον κόσμο εφάρμοσαν προσωρινά προγράμματα για να στηρίξουν τα εισοδήματα των πολιτών τους. Το πώς και σε ποια έκταση οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής θα αποσύρουν αυτή τη στήριξη θα καθορίσει τη μορφή του κράτους πρόνοιας μετά την πανδημία.

Το Ηνωμένο Βασίλειο θα έρθει αντιμέτωπο με μια κρίσιμη στιγμή στο τέλος Σεπτεμβρίου, όταν η κυβέρνηση σχεδιάζει να αντιστρέψει την αύξηση των επιδομάτων κατά 20 στερλίνες εβδομαδιαίως που είχε εφαρμόσει κατά τη διάρκεια της κρίσης. Την περασμένη εβδομάδα, ο Boris Johnson δήλωσε στους βουλευτές πως αυτή η απόφαση είναι προς το συμφέρον όλων. «Ο καλύτερος τρόπος να προχωρήσουμε είναι να μπει ο κόσμος σε εργασίες υψηλότερης αμοιβής και υψηλότερης εξειδίκευσης, και αν μου ζητήσετε να επιλέξω μεταξύ περισσότερης πρόνοιας ή καλύτερων θέσεων εργασίας με υψηλότερους μισθούς, θα επιλέξω τις καλύτερες και πιο καλοπληρωμένες θέσεις εργασίας», δήλωσε ο πρωθυπουργός.

Κανένας όμως δεν του ζήτησε να επιλέξει μεταξύ περισσότερης πρόνοιας ή καλύτερων θέσεων εργασίας. Μάλιστα, δεν είναι ξεκάθαρο αν αυτό αποτελεί καν ένα πραγματικό αντάλλαγμα.

Κατ’ αρχήν, το πρόγραμμα Universal Credit υποστηρίζει άτομα χαμηλού εισοδήματος και άνεργους καθώς και αυτούς που αναζητούν εργασία. Από τα περίπου 6 εκατ. άτομα που είναι δικαιούχοι του προγράμματος αυτού, το 36% εργάζονται και ένα ακόμα 20% «δεν έχει τα απαιτούμενα προσόντα για να εργαστεί», για παράδειγμα επειδή είναι άρρωστοι ή έχουν παιδί κάτω του ενός έτους.

Και αυτοί που μπορούν σωματικά να εργαστούν αλλά αυτή τη στιγμή είναι άνεργοι; Φαίνεται ξεκάθαρο στη θεωρία πως μια μείωση 20 στερλινών την εβδομάδα στο εισόδημά τους θα αύξανε το κίνητρό τους να βρουν θέση εργασίας. Αλλά αξίζει να θυμηθούμε πως τα κίνητρα εργασίας στο Ηνωμένο Βασίλειο είναι ήδη ισχυρά επειδή τα επίπεδα των επιδομάτων είναι τόσο χαμηλά.

Ακόμα και με την ενίσχυση των 20 στερλινών, το τρέχον βασικό επίδομα για έναν ανύπαντρο ενήλικο ηλικίας άνω των 25 ετών είναι λιγότερο από 100 στερλίνες την εβδομάδα –το ήμισυ του ελάχιστου εισοδήματος του Ηνωμένου Βασιλείου (ένας εκτιμώμενος προϋπολογισμός που κρίθηκε επαρκής για την κάλυψη υλικών αναγκών και τη συμμετοχή στην κοινωνία) και πολύ χαμηλότερο από το μέτρο της κυβέρνησης για την απόλυτη φτώχεια, σύμφωνα με το think tank Resolution Foundation.

Ως ποσοστό του προηγούμενου εισοδήματος αυτών που αναζητούν εργασία, το Ηνωμένο Βασίλειο έχει από τα χαμηλότερα επιδόματα ανεργίας στον ΟΟΣΑ. Το οικονομικό κίνητρο για την εύρεση θέσης εργασίας, ενώ θα αποδυναμωθεί κάπως εάν μονιμοποιηθούν οι 20 στερλίνες εβδομαδιαίως, θα ήταν και πάλι ισχυρό με βάση τα διεθνή πρότυπα.

Οι αποδείξεις στον πραγματικό κόσμο πως οι μειώσεις στα επιδόματα θα ενισχύσουν την απασχόληση, είναι εξίσου ισχνές. Ένα κείμενο εργασίας του οικονομολόγου  Arindrajit Dube βρήκε πως υπάρχει «απρόσμενα ελάχιστη γενική επίπτωση στην απασχόληση» σε διαφορετικές πολιτείες των ΗΠΑ τον Ιούλιο του 2020 όταν έληξε η γενναία ενίσχυση των αμερικανικών επιδομάτων ανεργίας. Ομοίως, δεν υπάρχει ακόμα τέτοια ένδειξη φέτος για μεγαλύτερη αναζήτηση εργασίας σε αμερικανικές πολιτείες στις οποίες μπήκε τέλος νωρίς στα ομοσπονδιακά επιδόματα ανεργίας της περιόδου της πανδημίας.

Αυτό υποδηλώνει πως υπάρχουν και άλλα εμπόδια ή αντικίνητρα για την εύρεση εργασίας, όπως η τοποθεσία των διαθέσιμων θέσεων εργασίας, η διαθεσιμότητα τοπικών μεταφορικών μέσων, το ωράριο και οι βάρδιες που προσφέρονται και το κόστος της φροντίδας παιδιών. Το Ηνωμένο Βασίλειο, για παράδειγμα, έχει από τα υψηλότερα κόστη φροντίδας παιδιών στον ΟΟΣΑ.

Το καλύτερο επιχείρημα υπέρ της μείωσης στις 20 στερλίνες εβδομαδιαίως είναι ένα που δεν ανέπτυξε ο Johnson, που πολύ απλά είναι πως θα είναι ακριβό να διατηρηθεί. Το Ινστιτούτο Δημοσιονομικών Μελετών υπολογίζει πως θα κόστιζε 6,6 δις. στερλίνες ετησίως να γίνει μόνιμη η αύξηση, προσθέτοντας περίπου 10% στο ετήσιο κόστος του προγράμματος universal credit (αν και αποσύρει ένα μέρος μόνο των συνολικών μειώσεων επιδομάτων που έχουν εφαρμοστεί από το 2010). Οι υπουργοί θέλουν να διατηρηθεί κάποια δημοσιονομική πειθαρχία και έχουν άλλες προτεραιότητες δαπανών για την μετά-Covid οικονομία. Σε αυτές περιλαμβάνονται κάποια μέτρα για να βοηθηθούν οι άνεργοι και χαμηλόμισθοι, όπως περισσότερη επαγγελματική κατάρτιση.

Επ’ αυτού, θα έλεγα πως η επιστροφή στα επίπεδα επιδομάτων που για πολλούς είχαν οριστεί χαμηλότερα του ορίου της φτώχιας, δεν θα έβλαπτε μόνο αυτούς που θα επηρέαζε αλλά και την προοπτική των παιδιών τους και των τοπικών οικονομιών τους. Όταν οι υπουργοί αύξησαν τη γενναιοδωρία του διχτυού ασφαλείας πέρυσι, ήταν μια έμμεση παραδοχή πως ήταν πολύ ισχνό για να περάσουμε την κρίση. «Θα ενεργήσουμε για να σας προστατεύσουμε αν συμβούν τα χειρότερα», είπε ο υπουργός Οικονομικών Rishi Sunak, όταν ανακοίνωσε την αύξηση τον Μάρτιο του περασμένου έτους. Αλλά ο κόσμος έχει συνεχώς δικές του κρίσεις. Οι εργοδότες τους πτωχεύουν, παθαίνουν ατυχήματα, αρρωσταίνουν.

Αυτό είναι το έδαφος στο οποίο θα πρέπει να γίνει η συζήτηση. Ο ισχυρισμός του Johnson για την ενίσχυση των θέσεων εργασίας αποπροσανατολίζει από το πραγματικό ερώτημα που είναι το εξής: πώς θα πρέπει να μοιάζει ένα δίχτυ ασφαλείας για την οικονομία του 21ου αιώνα και πόσο είμαστε προετοιμασμένοι να πληρώσουμε γι’ αυτό;

Sarah O’ Connor – Finacial Times

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.