Η έξοδος στις αγορές και η επενδυτική βαθμίδα
Γράφει ο Κωνσταντίνος Μανίκας, σύμβουλος επιχειρήσεων – συγγραφέας
Ο μεγάλος στόχος για την ελληνική οικονομία, αυτή τη χρονιά, δεν είναι άλλος από την επίτευξη της επενδυτικής βαθμίδας για το αξιόχρεο της χώρας. Κι αυτό όχι γιατί δεν υπάρχουν εσωτερικά θέματα όπως η αντιμετώπιση της ακρίβειας ή η εμπέδωση της αναπτυξιακής στροφής και ο περιορισμός του ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών αλλά επειδή η δημοσιονομική σταθερότητα, αναγκαίος παράγοντας για την επίτευξη κάθε άλλου στόχου, περνά μέσα από τη δυνατότητα του κράτους να δανείζεται δίχως τα “δεκανίκια” της ΕΚΤ, και φυσικά να κατορθώνει να εξυπηρετεί το χρέος του.
Η επίτευξη αυτού του κεντρικού σκοπού, γίνεται ακόμη πιο δύσκολος γιατί το διεθνές περιβάλλον κινείται ανάμεσα στην αστάθεια που φέρνει η παρατεταμένη πολεμική σύρραξη στην Ουκρανία και την εκτόξευση του πληθωρισμού, που με τη σειρά του οδηγεί σε αλλεπάλληλες αυξήσεις επιτοκίων των Κεντρικών Τραπεζών στέλνοντας στα ύψη το κόστος δανεισμού και των χωρών. Κάπως έτσι και η έκδοση του νέου μας δεκαετούς ομολόγου έφτασε να καλύπτεται με το υπέρογκο 4,4% που θυμίζει εποχές λίγο πριν την κατάρρευση της ελληνικής οικονομίας και τη προσφυγή στο ΔΝΤ. Τότε που πριν πριν “αποβληθούμε” από τις αγορές, το αντίστοιχο ομόλογο έφτανε στο 5,2%.
Γιατί λοιπόν να θεωρηθεί επιτυχία ή έστω θετική είδηση πρόσφατη σχετική έκδοση; Για δυο πολύ βασικούς λόγους. Ο ένας είναι ότι ανεξάρτητα από το έναν όντως το τίμημα δείχνει εξαιρετικά υψηλό σε σχέση με την εποχή της αφειδούς ποσοτικής χαλάρωσης που σχεδόν μηδένισε το κόστος δανεισμού. η Ελλάδα αποδεικνύει στο οικονομικό σύμπαν ότι διαθέτει τη δυνατότητα να απευθύνεται στις αγορές με εχέγγυο τη δημοσιονομική υγεία και την αναπτυξιακή υπέρβαση, σε αντίθεση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Άλλωστε με τα ισχυρά ταμειακά αποθεματικά και την ομαλή διασπορά των δανειακών υποχρεώσεων για την επόμενη δεκαετία, οι ανάγκες για απευθείας άντληση πόρων από τις αγορές δεν είναι τεράστια και απαγορευτική.
Σε αυτές τις συνθήκες κι εφόσον οι ευοίωνες προβλέψεις του προϋπολογισμού αποδειχθούν ανθεκτικές απέναντι στην εκλογική “αναταραχή” και τις πιθανές διπλές κάλπες, τότε είναι πολύ πιθανό ακόμη και πριν την έλευση του καλοκαιριού να προκύψουν αναβαθμίσεις την πιστοληπτική μας ικανότητας. Βέβαια αυτή η ολική επάνοδος στην οικονομική ομαλότητα θα πρέπει να συνοδευτεί κι από εξάλειψη των διεθνών παρελκυστικών επιρροών, ώστε να έρθει η ομαλοποίηση τόσο των νομισματικών πολιτικών όσο και των παραγωγικών διαδικασιών. Γιατί όσο καθυστερεί αυτή η ομαλοποίηση τόσο θα στενεύει ξανά η αναπτυξιακή ορμή, άρα και τα δημοσιονομικά περιθώρια και οι όποιες μελλοντικές εκδόσεις χρεογράφων θα βρίσκονται κάτω από τη δαμόκλειο σπάθη της αντικατάστασης παλαιότερου φθηνού χρέους με νέο αρκετά πιο ακριβό, προσθέτοντας υπέρογκους τόκους στους επόμενους προϋπολογισμούς.