Η ειδική (προανακριτική) Επιτροπή της Βουλής
Η ειδική (προανακριτική) Επιτροπή της Βουλής ως ασκούσα τις αρμοδιότητες του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών και η προβληματική περί την εξαίρεση των μελών της, καθ’ “ομοίωση” της ποινικής δικονομικής πρόβλεψης της εξαίρεσης των Δικαστών
Γράφει ο Ανδρέας Τουλούπας, Δικηγόρος παρ Αρείω Πάγω Μ.Δ.Ε Νομικής Σχολής Αθηνών
Σφοδρή εξακολουθεί η αντιπαράθεση των τελευταίων ημερών μεταξύ της Κυβέρνησης και της αξιωματικής Αντιπολίτευσης, σχετικα με το “σύννομο” της συμμετοχής ως μελών στην ειδική (προανακριτική) Επιτροπή δυο (2) πρώην Υπουργών οι οποίοι εν τω μεταξύ πρόκειται να κληθούν και ως μάρτυρες στην περιβόητη πλέον υπόθεση της “Novartis”.
Η όλη προβληματική αναπτύσεται εντός συγκεκριμένου μεν, πλην ποικίλου νομοθετικού και δικονομικού πλαισίου. Ειδικότερα, η διάταξη του άρθρου 156 παρ. 4 ΚανΒ ρητά αναγνωρίζει στη συγκεκριμένη Επιτροπή όλες τις αρμοδιότητες και εξουσίες που έχει ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών (άρθρο 86 παρ. 3 του Συντάγματος), η οποία διενεργεί προκαταρκτική εξέταση για τη διακρίβωση τέλεσης ποινικού αδικήματος από Υπουργό η μέλος της Κυβέρνησης (Υφυπουργό). Ενόψει όμως της φύσης, αλλά και αναγκαίας σύνθεσης της Επιτροπής όχι από δικαστικά αλλά πολιτικά όργανα – μέλη (βουλευτές), είναι νομικά “ριψοκίνδυνη” η υποστήριξη με απολυτότητα της άποψης ότι η Επιτροπή εξομοιούται πλήρως με ένα αμιγώς δικαστικό πρόσωπο και όργανο, όπως ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών.
Περαιτέρω, η εν λόγω προβληματική ενισχύεται και από αυτή καθ’ εαυτή την πρόσδοση εχέγγυων θεσμικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας των μελών της Επιτροπής κατά το άρθρο 156 παρ.2 του ΚανΒ, θεωρητικά ισοδύναμων με αυτά του τακτικού Εισαγγελικού Λειτουργού, εκ της κατά την ανωτέρω διάταξη αντιπροσωπευτικής και άρα πλουραλιστικής σύνθεσής της από εκπροσώπους – βουλευτές όλων των υφιστάμενων Κοινοβουλευτικών ομάδων. Στο σημείο αυτό εύλογα παρατηρεί ο αναγνώστης και ερμηνευτής των σχετικών διατάξεων του ΚανΒ το “λειτουργικό κενό” που υφίσταται ανάμεσα στον ΚανΒ και τον Κ.Ποιν. Δ, εφ΄όσον στον μεν πρώτο δεν υπάρχει ειδική αναφορά των λόγων αποκλεισμού μελών από τη σύνθεση και λειτουργία της προανακριτικής επιτροπής, στον δε δεύτερο οι αντίστοιχες διατάξεις (άρθρα 14-15 Κποιν), προβλέπουν και θεσπίζουν ένα σφιχτό περιοριστικό πλαίσιο – κατηγορία λόγων εξαίρεσης των δικαστικών προσώπων από μια υπόθεση επί της οποίας έχουν επιληφθεί. Παρά το “κενό ή την “αφωνία” του ΚανΒ, η έλλειψη – απουσία ειδικής αναφοράς και πρόβλεψης στον τελευταίο σχετικά με τη γενική δυνατότητα (λειτουργούσας και ως αρχής) εξαίρεσης μελών της προανακριτικής επιτροπής, καθιδρύει ισχυρό και όχι επισφαλές νομικό επιχείρημα δάνειας εφαρμογής των ειδικών ποινικοδικονομικών διατάξεων των άρθρων 14-15 και για τα μέλη της ειδικής αυτής επιτροπής, εφ’ όσον στα συγκεκριμένα καθήκοντά τους, προεξάρχον στοιχείο προκρίνεται η δικαστική φύση, αρμοδιότητα και λειτουργία της.
Συναφώς και νομικά συνεπώς και συνεκτικώς με όλα τα πιο πάνω, όσο “αντινομισμό” κι αν επικαλεσθεί κανείς εξ αιτίας της έλλειψης ρητής και περιπτωσιολογικής αναφοράς του ΚανΒ στους λόγους εξαίρεσης ή αποκλεισμού ενός μέλους της εν λόγω επιτροπής, θα δυσκολεύετο να επιχειρηματολογήσει σχετικά με την μη έστω κατ’ αναλογία και δανεισμό των περιπτώσεων αποκλεισμού δικαστικών προσώπων που προβλέπονται στην παρ. 2, περίπτ. α,β,γ και δ του άρθρου 14 του Κ.Ποιν. Δ, όπως επίσης και αυτής του άρθρου 15.
Άρα, ακόμη και υπό την πραγματική “γραμματική σιωπή” του ΚανΒ περί την αναφορά στην εξαίρεση των μελών της επιτροπής, η δεδομένη και ρητή παραδοχή – πρόβλεψη στον τελευταίο (άρθρο 156παρ.4) και η εξομείωση της ειδικής προανακριτιής επιτροπής με τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών και όλες τις συναφείς και συνεπακόλουθες εξουσίες και λειτουργικές αρμοδιότητες του τελευταίου, εφ’ όσον γίνεται αποδεκτή ιδία η εφαρμογή της περίπτ. δ΄ η οποία επιβάλλει την εξαίρεση του δικαστικού προσώπου όταν αυτό εξετάσθηκε ή πρόκειται εν προκειμένω να εξερτασθεί ως μαρτυρας, οδηγεί το μάλλον στην παραδοχή ή έστω την πρόκριση της άποψης ότι και τα μέλη της εν λόγω επιτροπής μπορούν ειδικά στη συγκεκριμένη περίπτωση να τύχουν εξαίρεσης. ‘Αλλωστε, επί του ίδιου ακριβώς ζητήματος, το επιστημονικό συμβούλιο της Βουλής, κληθέν να γνωμοδοτήσει σε ανάλογη περίπτωση το 2010, αποφάνθηκε καταφατικά, εντάσσοντας την ειδική πρανακριτική επιτροπή στη γενικότερη κατηγορία των εξεταστικών επιτροπών που προβλεπονται στη διάταξη του άρθρπυ 68 παρ.2 του Συντάγματος, πλήρως εξομοιούμενη με τα καθήκοντα και τις αρμοδιότητες του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών, άρα και αρμόδιας να αποφαίνεται επί αιιτήσεων εξαίρεσης μελών της, ως και να τα εξαιρεί από τα καθήκοντά τους.
Πρόδηλο είναι ότι η άποψη αυτή ακόμη κι αν εμφανίζει νομική επάρκεια ή συνέπεια, δεν αναιρεί την πραγματική έλλειψη ειδικής αναφοράς και ρύθμισης του ζητήματος στον ΚανΒ, κατάσταση η οποία δίδει τη δυνατότητα στο κάθε κόμμα που οι βουλευτές του μετέχουν σε τέτοιου είδους και αρμοδιότητας επιτροπές, να αξιολογούν και ερμηνεύουν το υπάρχον “κενό” σύμφωνα με τις πολιτικές – κομματικές επιδιώξεις, συμφέροντα και στοχεύσεις τους, επί τη βλάβη όμως της κατ’ ουσία λειτουργίας, αρμοδιότητας, θεσμικής και Συταγματικής υπόστασης της συγκεκριμένης επιτροπής, οπωσδήποτε δε επί ζημία έρευνας, αναζήτησης και διασπίστωσης της ουσιαστικής αλήθειας και ορθής απονομής της δκαιοσύνης, εφ’ όσον, το γεγονός ότι συντίθεται από βουλευτές, ήτοι πολιτικά πρόσωπα, δεν αναιρεί, ούτε μειώνει στο ελάχιστο ότι πρόκειται το πρώτον για επιτροπή με αμιγώς ανακριτικά καθήκοντα και Εισαγγελικές αρμοδιότητες.
Η καταληκτική συνέπεια της κλήσης του εκάστοτε Προέδρου της Βουλής και του επιστημονικού της συμβουλίου (ακόμη και αν αφορά παμψηφεί εκλεγέντα – Πρόεδρο, ως εν προκειμένω – ), να “γνωμοδοτεί” και απφαίναται δεν μπορεί και δεν πρέπει να υποκαθιστά κατά περίπτωση τη θέσπιση και ψήφιση μιας ρητής, σαφούς και ειδικής αναφοράς στον ΚανΒ διάταξης, ως θεσμικό “ανάχωμα” στις κάθε φορά πολιτικές – κομματικές στοχεύσεις και εν τέλει την αποδυνάμωση αναζήτησης της ουσιαστικής αλήθειας στις μείζονος για την απονομή της δικαιοσύνης, το σεβασμό και την προσήλωση συς θεσμούς και το Σύνταγμα ερευνώμενες υποθέσεις.