Η διπλωματική πορεία προς την ελληνική ανεξαρτησία
Η διπλωματική πορεία προς την ελληνική ανεξαρτησία – Η βαθμιαία μεταστροφή των μεγάλων δυνάμεων και ο ανταγωνισμός τους στον ελληνικό χώρο.
Γράφει ο Βαγγέλης Αντωνιάδης
Η επίσημη εξωτερική πολιτική των Ευρωπαικών Δυνάμεων απέναντι στην ελληνική επανάσταση υπήρξε αρνητική ως το 1822 και το συνέδριο της ιερής συμμαχίας στην Βερόνα όπου δεν έγιναν δεκτοί οι Έλληνες αντιπρόσωποι.
Όμως σταδιακά η κυβέρνηση της Μεγάλης Βρετανίας σταδιακά είχε αρχίσει να διαφοροποιείται σε πολλά ζητήματα από την πολιτική της ιερής συμμαχίας. Η μεγάλη Βρετανία, νησιωτική χώρα είχε κατορθώσει να μετεξελιχτεί σε μία θαλάσσια, ναυτική δύναμη κυριαρχούσε στις θάλασσες και ήταν παράλληλα μία δύναμη εμπορική άρρηκτα συνδεμένη με το διεθνές εμπόριο. Επομένως το βρετανικό στέμμα παρά την πολιτική του ταύτιση με τα ancient regimes της ηπειρωτικής Ευρώπης εκπροσωπούσε διαφορετικά συμφέροντα από τις χερσαίες ευρωπαϊκές δυνάμεις.
Ενώ η βρετανική διπλωματία μέχρι το συνέδριο της Βερόνας υποστήριζε το δόγμα της ακεραιότητας της οθωμανικής αυτοκρατορίας με στόχο η Τουρκία να αποτελέσει τον βραχίονα ανάσχεσης της ρωσικής επεκτατικής πολιτικής στην ανατολική Μεσόγειο. Κύκλοι βρετανών διπλωματών και στρατιωτικών υποστήριζαν πως τον ρόλο αυτό, μπορούσε να αναλάβει ένα μικρό νεοσύστατο αλλά ναυτικό κράτος που ακριβώς λόγω της θαλάσσιας διάστασης του θα βρισκόταν κάτω από την πλήρη επιρροή της Μεγάλης Βρετανίας.
Συμπληρωματικά με αυτή την αντίληψη λειτουργούσε μία παγιωμένη κατάσταση. Η βρετανική κατοχή των Επτανήσων ήδη από το 1814.
Κύριος φορέας και εκφραστής της σταδιακής αλλά θεαματικής διπλωματικής μετατόπισης από το τέλος του 1822 υπήρξε ο νέος Βρετανός υπουργός εξωτερικών Γεώργιος Κάνινγκ ( George Canning 1770-1827) που ωθούμενος από τις στρατιωτικές επιτυχίες των Ελλήνων, αλλά και για λόγους εσωτερικής και παράλληλα οικονομικής πολιτικής υιοθετούσε φιλελληνική στάση. Καθώς φιλοδοξούσε να προσφέρει στο βρετανικό κεφάλαιο, την αστική τάξη των βιομηχάνων, των εμπόρων και των τραπεζιτών ένα νέο πεδίο και ταυτόχρονα την δυνατότητα για νέα αναπτυξιακά άλματα, υποστηρίζοντας διπλωματικά αλλά και στρατιωτικά όπως στην ελληνική περίπτωση με την ναυμαχία του Ναυαρίνου εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα στην Ευρώπη και την Αμερική δημιουργώντας νέες αγορές και επιχειρηματικές ευκαιρίες για κερδοφόρες επενδύσεις.
Συμπερασματικά επιβεβαιώνοντας την αντίληψη πως η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην εξωτερική, την εσωτερική και την οικονομική πολιτική είναι απλά μία θεωρητική υπεραπλούστευση. Ο Γεώργιος Κάνινγκ ως υπουργός εξωτερικών της Μεγάλης Βρετανίας διαφοροποίησε την εξωτερική πολιτική της θαλάσσιας/ναυτικής αυτοκρατορίας με σκοπό να βρει διέξοδο στα πιεστικά εργατικά και εμπορικά προβλήματα που συσσωρευόταν στην χώρα του. Λίγο αργότερα ως πρωθυπουργός πλειοδότησε έναντι της Ρωσίας με σκοπό η ασθενική Ελλάδα να υποκαταστήσει τον μεγάλο και ετοιμοθάνατο ασθενή του Βοσπόρου, δηλαδή την Υψηλή Πύλη.
Στο αμιγώς διπλωματικό πεδίο , από τον Ιανουάριο του 1823 οι βρετανικές διπλωματικές υπηρεσίες στην ευρύτερη περιοχή της ανατολικής Μεσογείου και ειδικότερα οι βρετανικές αρχές των Επτανήσων με βάση οδηγίες του Λονδίνου τηρούν ευνοϊκή στάση απέναντι στους επαναστατημένους Έλληνες. Ενώ την 13/25 Μαρτίου του 1823 και ακριβώς στην επέτειο της συμπλήρωσης δύο ετών από την έκρηξη της ελληνικής επανάστασης η βρετανική διπλωματία προχωράει σε μία πράξη που είχε τεράστιο, ηθικό, συμβολικό και πολιτικό αντίκτυπο καθώς η Μεγάλη Βρετανία αναγνώρισε τον ναυτικό αποκλεισμό που είχαν κηρύξει οι Έλληνες στις ελληνικές θάλασσες, αναγνωρίζοντας τους επαναστάτες ως έθνος που βρισκόταν σε εμπόλεμη κατάσταση και όχι ως αντάρτες και πειρατές υπηκόους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Στις 9 Ιανουαρίου του 1824 ο Τσάρος με υπόμνημα που υπόβαλε προς τις Ευρωπαϊκές Δυνάμεις πρότεινε το << σχέδιο των τριών τμημάτων>> για την επίλυση του ελληνικού ζητήματος που στα πρότυπα περίπου του καθεστώτος των παραδουνάβιων ηγεμονιών. Πρότεινε την δημιουργία τριών ηγεμονιών στον ηπειρωτικό ελληνικό χώρο που θα ήταν φόρου υποτελείς στον Σουλτάνο και ειδικό καθεστώς κοινοτικής αυτονομίας για τα νησιά του Αιγαίου. Οι υπόλοιπες ευρωπαϊκές δυνάμεις αποδέχτηκαν καταρχήν την τσαρική πρόταση όμως ζήτησαν πίστωση χρόνου προκειμένου να επεξεργαστούν το σχέδιο να τοποθετηθούν αργότερα. Όμως τόσο οι Έλληνες όσο και η Υψηλή Πύλη αποδοκίμασαν απερίφραστα την ειρηνευτική πρόταση του Τσάρου και το << σχέδιο των τριών ηγεμονιών>> και συνέχισαν τις πολεμικές επιχειρήσεις.
Είναι προφανές πως η τσαρική πρόταση υπηρετούσε τα ρωσικά σχέδια καθώς το ειδικό καθεστώς κοινοτικής αυτονομίας στα νησιά του Αιγαίου θα διευκόλυνε την περεταίρω διείσδυση των Ρώσων στις ελληνικές θάλασσες και ευρύτερα στην λεκάνη της ανατολικής Μεσογείου. Ενώ οι αυτόνομες ηγεμονίες που θα κατέβαλαν φόρους στην Υψηλή Πύλη θα αποτελούσαν αιτία περισπασμών και εσωτερικής αποσταθεροποίησης για την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Παρόλα αυτά το << σχέδιο των τριών ηγεμονιών>>. Αποτέλεσε την πρώτη διεθνή πρόταση για την δημιουργία υποτυπωδών έστω ελληνικών κρατικών οντοτήτων που θα αποτελούσαν παράλληλα μία μερική δικαίωση της ελληνικής επανάστασης και των προηγούμενων αγώνων των Ελλήνων για εθνική ανεξαρτησία και ελευθερία.
Παράλληλα αυτή η κρίσιμη ιστορική και διεθνοπολιτική συγκυρία υπήρξε ένας ακόμα σταθμός στον ανταγωνισμό των ευρωπαικών δυνάμεων που προωθούσαν δικές τους βλέψεις και δικά τους συμφέροντα. Εξέλιξη που οδήγησε στην κοινή τους τελικά απόφαση να επέμβουν στρατιωτικά στον ελληνικό χώρο όχι για να καταστείλουν την ελληνική επανάσταση σύμφωνα με τις κατεστημένες αντιλήψεις της Ιερής Συμμαχίας αλλά για να επιβάλλουν ειρήνευση. Γεγονός που αποτέλεσε και την τελική πράξη αναγνώρισης του νεοσύστατου ελληνικού κράτους.
Είναι χαρακτηριστικό πως η βρετανική κυβέρνηση ενθάρρυνε την σύναψη δανείων (1824/1825) καθώς αυτό ήταν το παραδοσιακό εργαλείο της βρετανικής πολιτικής που επέλεγε την οδό της οικονομικής διείσδυσης που διευκόλυνε την παρακολούθηση και τον έλεγχο των μελλοντικών εξελίξεων. Ταυτόχρονα ενθάρρυνε την υποβολή υπομνημάτων με το οποίο οι Ελληνες ζητούσαν αποκλειστικά βρετανική προστασία.
Γεγονός είναι πως το κείμενο του υπομνήματος επικρίθηκε έντονα και χαρακτηρίστηκε ως ψήφισμα υποτέλειας. Όμως αξίζει να σημειωθεί πως συντάχθηκε σε κρίσιμες ώρες καθώς ο Ιμπραήμ προκάλεσε ακάθεκτος στην Πελοπόννησο λεηλατώντας, καίγοντας και ερημώνοντας τον Μοριά. Παρόλα αυτά όπως αναφέραμε στις παρακάτω γραμμές το ψήφισμα δέχτηκε έντονες επικρίσεις με πιο χαρακτηριστική την κριτική του Δημήτριου Υψηλάντη που υπογράμμιζε με τρόπο εμφατικό την ιστορική ρήση << Ἐχουμε πάρα πολὺ ἀκριβὰ ἀγορασμένην την ἐλεθερίαν μας ὥστε νὰ τὴν χαρίσομεν τόσο φθηνὰ εἰς τὸν τυχόντα>>.
Σ αυτή την κρίσιμη πολιτική, διπλωματική και ιστορική συγκυρία η βρετανική διπλωματία θριάμβευσε στην Ελλάδα, υποβοηθούμενη από το Αγγλικό κόμμα που βρισκόταν εκείνη την περίοδο στην κυβέρνηση. Όμως ο θάνατος του Τσάρου Αλέξανδρου την 1η Δεκεμβρίου του 1825 υπήρξε καταλύτης ραγδαίων πολιτικών εξελίξεων καθώς ο διάδοχος του Τσάρος Νικόλαος ο Α έσπευσε άμεσα με δηλώσεις του να καταστήσει σαφείς τις προϋποθέσεις για δυναμική επίλυση των διαφορών με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Στις 17 Μαρτίου 1826 απέστειλε τελεσίγραφο με το οποίο απαιτούσε συνολική διευθέτηση των εκκρεμών ζητημάτων που προέκυψαν την περίοδο 1812-1821 ανάμεσα στην Ρωσία και την Οθωμανική Αυτοκρατορία σε διάστημα έξι ημερών. Σε περίπτωση μη ικανοποίησης του αιτήματος του ο πρεσβευτής της Ρωσίας Miniciay θα απόσυρε τα διαπιστευτήρια του, αποχωρώντας από την Κωνσταντινούπολη και το τελεσίγραφο έκλεινε με την απειλή << θα ήταν εύκολο στους υπουργούς του Σουλτάνου να αναλογιστούν τις συνέπειες του γεγονότος αυτού>>. Με τελεσίγραφο η Οθωμανική Αυτοκρατορία υποχρεώθηκε να υπογράψει την συνθήκη του Ακερμαν στις 6 Οκτωβρίου του 1826 και να αποδεχτεί σχεδόν το σύνολο των ρωσικών αξιώσεων.