Η αναδάσωση που «έριξε» την κυβέρνηση
«Κατά τον “περί φυτειών και πευκακίων” Νόμον
τούς συνιστά μ’ ευγένειαν “ν’ αλλάξετε τον δρόμον”
…..
και νάτη μία μπαστουνιά του φέρνει στο κεφάλι
και ο Καρπούζης γίνεται φωτιά κι ανεμοζάλη…»
(από το «Ρωμηό» τεύχ. 51, Γεώργιος Σουρρής)
Γράφει ο Αντώνιος Καπετάνιος
Ένα περιστατικό που πήρε ανεξέλεγκτες διαστάσεις και συνετέλεσε ως και στην πτώση τής τότε κυβέρνησης Χ. Τρικούπη, ήταν αυτό που συνέβη την 4η-1-1885 (κατά το παλιό ημερολόγιο) στο λόφο του Λυκαβηττού. Πρωταγωνιστές του ήταν ο χωροφύλακας Λουκάς Καλπούζος και ο Άγγλος πρεσβευτής στην Ελλάδα, Αρθούρος Νίκολσον. Και η αιτία… Η φύλαξη μιας αναδάσωσης!
Γιατί φυλάσσονταν οι αναδασώσεις;
Ήταν η εποχή που στην Αθήνα γινόταν οι πρώτες προσπάθειες για ν’ αναδασωθούν οι γυμνοί της λόφοι. Με μεγάλες δυσκολίες και ιδιαίτερη προσπάθεια, ομολογουμένως, αφού η δυσπιστία περί του εγχειρήματος ήταν μεγάλη και οι αντιδράσεις πολλές, οι δε θεωρούντες τους εαυτούς τους ως θιγόμενους από τα έργα αυτά, τ’ αντιστρατεύονταν, προχωρώντας μάλιστα και σε ενέργειες δολιοφθοράς.
Αναφέρεται, για παράδειγμα, η περίπτωση του αγρίου κτηνοτρόφου Γεραμάνη, ο οποίος θεωρούσε την περιοχή μεταξύ Λυκαβηττού και Τουρκοβουνίων ως λιβάδι του και δεν άφηνε κανέναν να την πειράξει. Όταν επιχειρήθηκε για πρώτη φορά ν’ αναδασωθεί ο Λυκαβηττός, το έτος 1878, ο συγκεκριμένος κτηνοτρόφος προέβη σε πράξη εκδίκησης, καταστρέφοντας τα δενδρύλλια που φυτεύτηκαν. Έκτοτε καθιερώθηκε οι αναδασωμένες εκτάσεις να φυλάσσονται, για την αποτροπή παρόμοιων περιστατικών.
Έτσι λοιπόν, όταν πραγματοποιήθηκε η δεύτερη προσπάθεια αναδάσωσης του Λυκαβηττού κατά το έτος 1885, στη θέση «Πευκάκια», σε έκταση 18 στρεμμάτων περίπου, ανατέθηκε από την πολιτεία στον χωροφύλακα Λουκά Καλπούζο, η φύλαξή της. Ο Καλπούζος φημιζόταν για τον τραχύ και βίαιο χαρακτήρα του, θεωρούνταν όμως καλός στα καθήκοντά του, ασκώντας τα, στις περισσότερες των περιπτώσεων, πέραν του μέτρου, δείχνοντας έναν υπερβάλλοντα ζήλο. Η επιλογή του δεν ήταν τυχαία, αφού αποτελούσε «τον κατάλληλο άνθρωπο στην κατάλληλη θέση», έχοντας ν’ αντιμετωπίσει τύπους σαν τον Γεραμάνη.
Ο πρέσβης ήθελε να περπατήσει στην αναδάσωση
Έλα όμως, που το πρωϊνό της 4ης του Γενάρη του 1885 ανηφόρησε προς το Λυκαβηττό ο πρέσβης της Μεγάλης Βρεταννίας Αρθούρος Νίκολσον με τη σύζυγό του, για έναν περίπατο κάτω από τον ηλιόλουστο αττικό ουρανό. Φτάνοντας στην περιοχή των αναδασώσεων βρήκε μπροστά του τον Καλπούζο, ο οποίος του έφραξε το δρόμο. Μάταια ο πρέσβης απαιτούσε να συνεχίσει τον περίπατό του προς το μέρος εκείνο. Ο Καλπούζος ανένδοτος τον απέτρεψε και τον κάλεσε να γυρίσει πίσω και ν’ ακολουθήσει διαφορετική πορεία. Τότε ήταν που συνέβη το ιστορικό επεισόδιο του Λυκαβηττού, το οποίο πήρε διαστάσεις, αρχικά με λεκτικούς χαρακτηρισμούς και κατόπιν με χειροδικία του Καλπούζου στον πρέσβη, κατά τον ισχυρισμό του δευτέρου.
Μανιασμένος και εξευτελισμένος ο πρέσβης, αφού κατήγγειλε το γεγονός στο γραφείο του Πρωθυπουργού Τρικούπη, μετέβη στην πρεσβεία του και συνέταξε επίσιμη έκθεση του επεισοδίου, την οποία απέστειλε προς την Κυβέρνησή του και προς την Ελληνική κυβέρνηση.
Επιλέγουμε τα κάτωθι αποσπάσματα από αυτήν: «…Είχομεν ήδη διανύση περί τα 15 βήματα εις την ατραπόν αυτήν, ότε ο χωροφύλαξ με επλησίασε και έδραξέ με τον βραχίονα. Εγώ τον απώθησα και εκείνος μοι έφερε βίαιον κτύπημα επί του ώμου δια λεπτής ράβδου, προκαλέσας ημάς αποτόμως να κατέλθομεν. Δεν ηδυνάμην να εννοήσω διατί εμπόδιζεν ημάς ν’ ακολουθήσωμεν ένα των συνηθεστέρων περιπάτων των Αθηνών, αλλά βλέπων τούτον ηρεθισμένον, υποπτεύων δε ότι ένεκα αιτίας τινός η άνοδος εις τον λόφον ήτο απηγορευμένη, προσεκάλεσα τη σύζυγό μου να επιστρέψει οίκαδε, ν’ αποστείλει δε τον υπηρέτην μετά τινός αστυνομικού κλητήρος. Αμφότεροι εστράφημεν όπως κατέλθομεν, μετ’ ολίγον όμως ο χωροφύλαξ, όστις έτρεχε όπισθεν ημών, μ’ εκτύπησε κατά τον αυχένα με την ράβδον του, επειδή ήτο οπλισμένο με ρεβόλβερ και ξίφος, εγώ δε συνόδευα κυρίαν, δεν ήγγισα αυτόν, επανειλημμένως δε τω είπα, δια των ολίγων ελληνικών λέξεων ως εγνώριζον, ότι ήμουν ο πρεσβευτής της Αγγλίας… Ο εν λόγω κύριος υπέδειξεν εις τον χωροφύλακα την ιδιότητά μου, εκείνος όμως διέταξεν και αυτούς να απέλθωσιν και ηκολούθησαν τη διαταγή του. Εγώ παρέμεινα κι έδωκα εις τον χωροφύλακα να εννοήση ότι εσκόπευα να παραμείνω επί τόπου μέχρις ου ο υπηρέτης και ο αστυνομικός κλητήρ, τους οποίους μετέβη να καλέσει η σύζυγός μου, ήθελον φθάσει. Τότε και πάλιν επετέθη εναντίον μου δια της ράβδου του και με λίθους. Βλέπων ότι ήτο ανωφελές να αντιστώ εναντίον ανθρώπου τόσον οργισμένου και οπλισμένου, εγκατέλειψα τον λόφον… Προσθέτω ότι ο χωροφύλαξ ήτο νηφάλιος».
Απ’ όσα αναφέρει ο πρέσβης, γίνεται σαφές ότι ήθελε να έχει ειδική μεταχείριση σε σχέση με τους υπολοίπους Έλληνες και να κάμει τον περίπατό του στη φυλασσόμενη περιοχή, ενώ κάτι τέτοιο δεν ήτο δυνατό. Δε γνωρίζουμε εάν η συμπεριφορά του Καλπούζου ήταν όντως τόσο σκληρή και ανάρμοστη, όπως ο πρέσβης στην έκθεσή του την περιγράφει, διότι ποτέ δε δόθηκε στον Καλπούζο η δυνατότητα ν’ απολογηθεί και να δώσει τη δική του εκδοχή για το επεισόδιο. Όμως, ο συγκεκριμένος χωροφύλακας ήταν από τους ανθρώπους που δε χαριζόταν σε κανέναν και με κάθε τρόπο και μέσον προσπαθούσε να εκτελέσει εκείνο για το οποίο είχε διαταχθεί. Που εν προκειμένω, ήταν η απαγόρευση στον οιονδήποτε να εισέλθει στο χώρο της αναδάσωσης ή να διέλθει επ’ αυτής.
Οι ανεξέλεγκτες διαστάσεις του επεισοδίου
Ο Νίκολσον, την ίδια ημέρα επισκέφτηκε τον πρωθυπουργό Χ. Τρικούπη και απαίτησε την αυστηρή τιμωρία του δράστη χωροφύλακα. Ο Τρικούπης αποδέχθηκε, χωρίς τη διενέργεια διοικητικής ή δικαστικής έρευνας (!), αυτά που ο πρέσβης υποστήριζε και έστειλε, μόλις μία ημέρα μετά το επεισόδιο, άκριτο τον Καλπούζο για δύο μήνες στις φυλακές της Ακροναυπλίας. Ενώ παράλληλα, τον απέπεμψε από το Σώμα της Χωροφυλακής. Επιπλέον, τόσο ο Τρικούπης όσο και ο βασιλιάς, εξέφρασαν εγγράφως τη λύπη τους για το επεισόδιο προς τον «δαρμένο» πρέσβη.
Το ζήτημα, όμως, δε σταμάτησε εδώ. Ο Νίκολσον «πήρε φόρα και δε σταματούσε». Βλέπετε η Ελλάδα, ευρισκόμενη τότε υπό την αγγλική σφαίρα επιρροής, εξαρτιώταν από τις επιθυμίες και τις βουλήσεις της «μεγάλης μητέρας» και των εδώ εκπροσώπων της! Το ξανασκέφτηκε λοιπόν ο πρέσβης και κατέληξε πως δεν αποκαταστάθηκε πλήρως η τιμή του και -κατ’ επέκταση- η τιμή της Αγγλίας. Επανήλθε, ζητώντας μεγαλύτερη ικανοποίηση. Και αυτή θα ήταν η αποζημίωση σημαίας.
Η κυβέρνηση, πάλι χωρίς δεύτερη σκέψη, αποδέχθηκε και αυτό αίτημα, το οποίο, σύμφωνα με τον Τύπο της εποχής, αποτέλεσε «όνυδος για τη χώρα». Την επομένη των Φώτων, λοιπόν, την 7η-1-1885, παρατάχθηκε απόσπασμα 70 χωροφυλάκων στην πλατεία Συντάγματος, φορώντας τη μεγάλη τους στολή και ενώπιον του διοικητού της μοίρας Στεφάνου και του προξένου της Αγγλίας Μέρλιν, διαβάστηκε το διάταγμα αποπομπής του Καλπούζου και τιμήθηκε διά των όπλων η αγγλική σημαία, υπό τους ήχους του αγγλικού εθνικού ύμνου. Ενώ παράλληλα, πραγματοποιήθηκε υποστολή της ελληνικής σημαίας!!! [Ανάλογη ταπεινωτική συμπεριφορά για τον ελληνικό λαό υπήρξε μερικούς χρόνους πριν (το χειμώνα του 1850), όταν στο ναυτικό αποκλεισμό της χώρας μας (συγκεκριμένα του λιμανιού του Πειραιά, που ήταν το κέντρο ανεφοδιασμού της ηπειρωτικής Ελλάδας) από τον αγγλικό στόλο, του οποίου την αρχηγία είχε ο ναύαρχος Πάρκερ, η ελληνική πλευρά υπέκυψε σε όλες τις αξιώσεις της αγγλικής κυβέρνησης, έχοντας όμως προηγουμένως προβάλλει σθεναρή αντίσταση (που στην περίπτωση που αναφέρουμε δεν υπήρξε)].
Τούτο το γεγονός έμελλε ν’ αποτελέσει τη χαριστική βολή στην κυβέρνηση Τρικούπη.
Η αντιπολίτευση υπό τον Δηληγιάννη την κατηγόρησε για δουλοπρεπή και ταπεινωτική συμπεριφορά, καθώς και για το γεγονός, ότι έσυρε έναν Έλληνα πολίτη, το δυστυχή Καλπούζο, στις φυλακές χωρίς δίκη, για να ικανοποιηθεί ο Άγγλος πρέσβης. Η Βουλή ασχολήθηκε αποκλειστικά με αυτό το θέμα για πέντε ολόκληρες συνεδριάσεις! Ο Τύπος, σχεδόν σύσσωμος, συμπαρατάχθηκε με τον Δηληγιάννη. Κατά την πρόταση μομφής που κατατέθηκε, η κυβέρνηση Τρικούπη καταψηφίστηκε με ψήφους 108 έναντι 104 και προκηρύχθηκαν εκλογές. Που οδήγησαν στη θριαμβευτική νίκη του Δηληγιάννη, με διασωθέντες (επανεκλεγέντες) μόλις εξήντα βουλευτές του Τρικουπικού κόμματος (κατ’ ουσίαν, η παραίτηση προκλήθηκε από την αγανάκτηση που είχε προκαλέσει στον ελληνικό λαό η οικονομική πολιτική της κυβέρνησης Τρικούπη. «Κάτω οι φόροι», ήταν το σύνθημα που τότε κυριαρχούσε).
Μια αναδάσωση λοιπόν, οδήγησε, με τον τρόπο που προαναφέρθηκε, στην πτώση της κυβέρνησης και στην καταρράκωση του κύρους και της υπερηφάνειας της χώρας μας. Σημεία των καιρών θα μου πείτε, δηλωτικά όμως της νοοτροπίας, των συμπεριφορών και των ηθών της συγκεκριμένης εποχής. Το θετικό από την όλη κατάσταση, είναι ότι η αναδάσωση παρέμεινε, προστατεύτηκε και ευτύχησε. Φαίνεται πως η δημοσιότητα την ωφέλησε…
Πάντως, με τον έναν ή άλλον τρόπο, η αναδάσωση εκείνη «έριξε» μια κυβέρνηση. Στους σημερινούς καιρούς δεν υπάρχει περίπτωση να «πέσει» κυβέρνηση επειδή με ευθύνη της καταστράφηκε ένα δάσος ή άλλαξε χρήση ένας χώρος πρασίνου στην πόλη!..
(από το βιβλίο μου “Αθήνα, ζεις; Η πόλη που έφυγε, η πόλη που μένει”, εκδόσεις Φιλιππότη, Αθήνα 2006).
(στη φωτογραφία: ο Λυκαβηττός το 1880)
από το facebook