Εθνική αστική τάξη… να ‘χαμε να λέγαμε και να’ χουμε να πούμε
Γράφει ο Γιάννης Κίτσος, Οικονομολόγος – Σύμβουλος χρηματοοικονομικού και στρατηγικού σχεδιασμού
Σύμφωνα με το πρόσφατο δελτίο για την ελληνική οικονομία του Συνδέσμου Ελλήνων Βιομηχάνων (ΣΕΒ), «η σχέση επενδύσεων προς ΑΕΠ στη χώρα μας είναι σήμερα, όχι μόνο στο μισό απ’ ότι ήταν πριν την κρίση, αλλά και στο χαμηλότερο παγκοσμίως επίπεδο, εξαιρουμένων χωρών σε ιδιάζουσα κατάσταση (πολεμικές συγκρούσεις, πτώχευση, κ.ά.)!». Οι επενδύσεις δεν ήταν μόνο προεκλογική σημαία, και παραμένει, της σημερινής ελληνικής κυβέρνησης αλλά και απαραίτητη προϋπόθεση για να μπορέσει η ελληνική οικονομία να πετύχει εκείνους τους ρυθμούς ανάπτυξης που θα την βγάλουν από την στασιμότητα και θα μας επαναφέρουν άμεσα σε συνθήκες πλήρους απασχόλησης. Και αυτοί δεν είναι άλλοι από 4%-6% ετησίως, τη στιγμή που ως μοναδική και δεδομένη επένδυση έχουμε μόνο αυτή στο Ελληνικό! Δύσκολη εξίσωση… δεν νομίζετε;;;
Ο ΣΕΒ στο οικονομικό αυτό δελτίο κάνει μια σύνοψη των αποτελεσμάτων της ετήσιας έκθεσης ανταγωνιστικότητας του World Economic Forum (WEF) και απαριθμώντας τα προβλήματα τα οποία παρουσιάζονται σε αυτή κάνει και τις δικές του προτάσεις όπου θεωρεί ότι πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη έμφαση.
Ο πρώτος στόχος επετεύχθη με την αποκλιμάκωση του κόστους δανεισμού – επιτοκίων – της χώρας από τις διεθνείς αγορές. Τα άλλα δυο στοιχεία που συντελούν στην πλήρη απασχόληση, δηλαδή η μείωση των συναλλαγματικών ισοτιμιών ώστε να τονωθούν οι εξαγωγές και η χρήση δημοσιονομικής πολιτικής – αύξηση δαπανών ή μείωση φόρων – σε μεγάλο βαθμό δεν ελέγχονται από την Ελλάδα, αλλά από την ευρωζώνη και τους υπόλοιπους πιστωτές της. Άρα, η χώρα για να μπορέσει να φτάσει σε συνθήκες πλήρους απασχόλησης θα πρέπει αφενός να κρατήσει χαμηλά το κόστος δανεισμού της και αφετέρου, αν θεωρήσουμε ότι έχει αποπληθωρίσει σε μεγάλο βαθμό την οικονομία της, να δώσει μεγαλύτερη αξία στις υπηρεσίες και προϊόντα της. Και αυτό φυσικά γίνεται μόνο με επενδύσεις! Την ίδια στιγμή όμως στερείται ποιοτικού ανθρώπινου κεφαλαίου, ισχυρού τραπεζικού συστήματος, και υποδομών. Δύσκολη εξίσωση… δεν νομίζετε;;;
Και που θα στηριχθούμε για να βγούμε από το αδιέξοδο αυτό; Στην επιχειρηματικότητα φυσικά, δηλαδή αστική μας τάξη. Και στην επιχειρηματικότητα, η ποιότητα μετράει περισσότερο από την ποσότητα. Για να είναι επιχειρηματική, μια κοινωνία πρέπει να έχει τους καλύτερους επιχειρηματίες, όχι απαραίτητα τους περισσότερους. Για να μπορέσει να υποστηρίξει το σκοπό της αυτό μια χώρα χρειάζεται ένα καλά οργανωμένο και λειτουργικό επιχειρηματικό οικοσύστημα. Πάνω από όλα όμως χρειάζεται να έχει αστική τάξη.
Ο ΣΕΒ και μέλη του θεωρούνται ο κατεξοχήν εκπρόσωπος της αστικής τάξης στην χώρα. Η αστική τάξη και αστικές σχέσεις παρουσιάζονται όπου διαπιστώνεται η ύπαρξη παραγωγής και/ή εμπορίας αγαθών έξω από το οικονομικό κύκλωμα της γεωργίας. Αναπτύσσεται με την απρόσωπη διαμόρφωση των εργασιακών σχέσεων στη βάση της προσφοράς και της ζήτησης. Και ταυτίζεται με τον καινοτόμο βιομήχανο ως φορέα και πρακτικό μετουσιωτή του πνεύματος της σύγχρονης επιστήμης και τεχνικής και του πνεύματος της προόδου – καμία απολύτως σχέση με τα κενά νοήματος συνθήματα του ΣΥΡΙΖΑ!. Στην Ελλάδα υπάρχει όμως αστική τάξη, δυτικού τύπου όπως την ξέρουμε;
Στην Ελλάδα δεν υφίσταται αστική τάξη δυτικοευρωπαϊκής υφής. Οι εργασιακές σχέσεις διέπονται κατά μέγιστο μέρος από τους άγραφους πατριαρχικούς ή και κομματικούς νόμους του δούναι και του λαβείν, δηλαδή της παροχής με αντιπαροχή ορισμένη προστασία. Οι Έλληνες επιχειρηματίες φαίνεται να προτιμούν περισσότερο τις βραχυπρόθεσμες και ευκαιριακού τύπου από ότι τις μακροπρόθεσμες στρατηγικές για τις επιχειρήσεις τους, αν και η πλειονότητα τους επιθυμεί η εταιρεία τους να διατηρηθεί και να κληροδοτηθεί στα παιδιά τους. Δεν μπορούσαν και δεν μπορούν να παίξουν ρόλους ιστορικά ρηξικέλευθους, καθώς στην πλειοψηφία τους επιδίδονται κατά πρώτο λόγο σε μεσιτικές και διαμετακομιστικές εργασίες, εξού και η βιομηχανία και η παραγωγή αγαθών γενικότερα αναπτύχθηκε λιγότερο ή πολύ λιγότερο από ότι η ναυτιλία, το εμπόριο και το τραπεζικό σύστημα.
Η διαχρονική οικογενειακή κουλτούρα και το υψηλό ποσοστό της ανεργίας μεταξύ των νέων οδήγησαν τους Έλληνες επιχειρηματίες να δημιουργήσουν και να αναπτύξουν τις επιχειρήσεις, κυρίως, για τα παιδιά τους. Διαχειρίζονται τις επιχειρήσεις τους με ένα καθαρά εγωκεντρικό τρόπο. Προσποιούνται ότι γνωρίζουν τα πάντα και αδιαφορούν να χρησιμοποιήσουν επαρκώς τις σύγχρονες τεχνικές διαχείρισης. Δίνουν ένα καθαρά οικογενειακό προσανατολισμό στις επιχειρήσεις τους, προκειμένου να διατηρήσουν τον απόλυτο έλεγχο.
Κύρια κίνητρα τους για να γίνουν επιχειρηματίες, κατά προτεραιότητα είναι τα εξής: ανεξαρτησία, οικονομική πρόοδος και μίμηση της οικογένειας τους. Ένα μεγάλο ποσοστό του συνόλου των επιχειρηματικών εγχειρημάτων στην Ελλάδα αφορά επιχειρηματικότητα ανάγκης. Επιλέγουν τα στελέχη και τους διευθυντές τους κυρίως από το άμεσο οικογενειακό και κοινωνικό τους περιβάλλον. Αντιμετωπίζουν πατερναλιστικά τους εργαζομένους τους αλλά η διοίκηση της επιχείρησής τους είναι εξουσιαστική. Θεωρούν τους νόμους του κράτους και τη γραφειοκρατία ως εμπόδια στις δραστηριότητές τους, όμως την ίδια στιγμή ζητούν προστασία και επιχορηγήσεις από την κυβέρνηση.
Η ένταξη στο διεθνές καπιταλιστικό κύκλωμα δεν στάθηκε αρκετό, καθώς φαίνεται, για να δημιουργηθεί ένας εθνικός καπιταλισμός και μια εθνική αστική τάξη. Πολιτισμικά και ιδεολογικά η Ελλάδα κινούνταν και συνεχίζει να κινείται ολότελα ανάμεσα στο γνώριμο πλαίσιο της βαλκανικής πατριάς και σε ένα ημισοβιετικού τύπου μοντέλο. Ούτε δημιούργησε ούτε και γνώρισε κάτι ανάλογο με ό,τι είναι γνωστό ως αστικός πολιτισμός της σημερινής Ευρώπης. Ο όρος «αστός» διαδόθηκε όχι τόσο ως αυτοχαρακτηρισμός όσων είχαν τη συναίσθηση ότι ανήκουν στην τάξη αυτή, αλλά μάλλον στο πλαίσιο αναλύσεων της ελληνικής κοινωνίας αλλά κυρίως προπαγάνδας από μέρους μετριοπαθών ή ακραίων αριστερών κοινωνιολόγων.
Το δε κράτος παραμένει ο πιο σίγουρος και ανθεκτικός εργοδότης και η διαχρονική πατριαρχική σχέση συνεχίζει να μεταφέρεται από την κοινωνία στην πολιτική, και να μεταβάλλεται στη λεγόμενη πελατειακή σχέση, διατηρώντας όμως το θεμελιώδες της γνώρισμα, δηλαδή την αναγκαία συνάφεια υπακοής και προστασίας. Στις, δε μεγάλες, κυρίως δημόσιες επιχειρήσεις, οι συνδικαλιστές και λιγότερο οι διορισμένες, αν και λανθασμένα από την κυβέρνηση, διοικήσεις τους κάνουν κουμάντο.
Το ερώτημα λοιπόν δεν είναι κατά πόσο επιθυμούμε ανάπτυξη. Φυσικά και επιθυμούμε! Το ερώτημα είναι κατά πόσο σε αυτή τη χώρα θέλουμε εθνική αστική τάξη τελικά! Αν ναι, η σημερινή ελληνική κυβέρνηση αφενός δεν θα πρέπει να παρεμβαίνει συνέχεια με πολιτικές οι οποίες βλάπτουν πραγματικά τις εταιρείες μακροπρόθεσμα και το μόνο που κάνουν είναι να δημιουργούν μια τεχνητή ζήτηση. Αφετέρου οι παρεμβάσεις της θα πρέπει να είναι σε τέτοιο σημείο που να συντελούν στη διαμόρφωση του πλαισίου και τη θεσμική δομή που περιβάλλει τις εταιρείες καθώς και στη δημιουργία ενός περιβάλλοντος που θα τις ενθαρρύνει να αποκτήσουν ανταγωνιστικό πλεονέκτημα. Πάνω από όλα θα πρέπει, όμως, με κάθε κομματικό κόστος να αποφασίσει στην δημιουργία εθνικής αστικής τάξης. Διαφορετικά, να ‘χαμε να λέγαμε και να’ χουμε να πούμε…