Ενέργεια, ύδρευση, απορρίμματα: Tρεις τομείς που απαιτούν άμεση απελευθέρωση κι αποκρατικοποίηση

Γράφει ο Χαρίτος Αναστασίου,  Φοιτητής Χημικών Μηχανικών ΕΜΠ

Η Θεσσαλονίκη πέρασε μία εβδομάδα σχεδόν δίχως ύδρευση εξαιτίας ενός αγωγού που είχε να αντικατασταθεί από το …1976. Η απεργία των υπαλλήλων καθαριότητας έπνιξε την Αθήνα και τα προάστια της στα σκουπίδια, ταυτόχρονα δε η Ελλάδα συνεχίζει να αποθέτει τα απορρίμματα της σε χωματερές, λύση απαράδεκτη και απαρχαιωμένη, αφού οι Δήμοι δεν επιθυμούν να φτάσουν σε συμφωνία έστω για χώρο υγειονομικής ταφής (ΧΥΤΑ), λύση που ήδη θεωρείται ξεπερασμένη στον δυτικό κόσμο. παράλληλα με τα παραπάνω η κρατικοδίαιτη και σχεδόν μονοπωλιακή ΔΕΗ είναι σχεδόν έτοιμη να καταρρεύσει, παρά την υψηλή τιμή των υπηρεσιών της, την κρατική στήριξη και το συντριπτικά μεγάλο μερίδιο της στην ελληνική αγορά: η τακτική «δεν εισπράττω» του υπουργού Σκουρλέτη, εκτόξευσε τις ληξιπρόθεσμες οφειλές προς την ΔΕΗ στα 3 δισεκατομμύρια ευρώ, τριπλάσιο του 2014, η συνολική αξία των μετοχών της ΔΕΗ κατέρρευσε στα 0.6 δισεκατομμύρια ευρώ, από τα 2.5 που ήταν προ 4 χρόνων. Η αντίδραση δε των κακομαθημένων παιδιών της ΓΕΝΟΠ στην προοπτική εξυγίανσης και ιδιωτικοποίησης μέρους της εταιρείας ήταν άμεση, με απόγειο την άθλια τους μάζωξη και την εκτόξευση του βρωμερού λιγνίτη ενώπιων του μνημείου του Αγνώστου Στρατιώτη, χώρια την άθλια στάση ενός συνδικαλισταρά πάνω στο κενοτάφιο όσων θυσιάστηκαν για την εθνική μας συνέχεια…

Οι παραπάνω τομείς μοιράζονται από κοινού τρία ιδιαίτερα χαρακτηριστικά.

Πρώτον η αδράνεια και η παντελής ανικανότητα υιοθέτησης των νέων τεχνολογιών και καινοτομιών. Δεύτερον, η χείριστη οικονομική διαχείριση, ο πλεονάζον αριθμός προσωπικού και η δυσκολία επίτευξης κερδοφορίας, ακόμη και με υψηλές τιμές, κρατική στήριξη και εύκολη σχετικά δανειοδότηση. Τρίτον, τέλος, η αδυναμία προσαρμογής στις ανάγκες της αγοράς, καθώς και στις συνθήκες μίας παγκοσμιοποιημένης και διαρκώς εξελισσόμενης οικονομικής πραγματικότητας. Ταυτόχρονα και στους τρεις τομείς ένα κρατικό μονοπώλιο έχει αναλάβει την λειτουργία τους.

Συνιστά πλέον κοινή παραδοχή ότι η ύπαρξη μονοπωλίων, πόσο μάλλον κρατικών, δεν οδηγούν παρά σε χαμηλής ποιότητας προϊόντα και υπηρεσίες, ανορθολογική διαχείριση των πόρων και όλο και μεγαλύτερη αφαίμαξη των καταναλωτών. Σε ένα ανταγωνιστικό περιβάλλον η προσφορά καθορίζεται ουσιαστικά από την ζήτηση, τις ανάγκες και τις επιθυμίες των καταναλωτών, οποιοσδήποτε δε πάροχος αδυνατεί να καλύψει τα παραπάνω και να περιορίσει τα σχετικά κόστη βλέπει την κερδοφορία του να φθίνει έναντι των ανταγωνιστών του, πράγμα που οδηγεί στον σταδιακό του εκτοπισμό. Μέσα σε αυτό το ανατρεπτικό περιβάλλον η αποδοχή της πραγματικότητας, η αφομοίωση των νέων τεχνολογιών και γνώσεων και η προσπάθεια κάλυψης κάθε επιθυμίας του πελάτη συνιστούν την κινητήρια δύναμη εξέλιξης και προόδου των κοινωνιών, καθώς και της βελτίωσης των ζωών μας. Για έναν ιδιώτη η διακοπή της παροχής νερού, ηλεκτρισμού ή υπηρεσιών συλλογής απορριμμάτων για ένα χρονικό διάστημα θα σήμαινε αυτομάτως ζημία, αφού οι πωλήσεις αυτομάτως σταματούν, κυρίως δε υποβάθμιση της εικόνας του στην συνείδηση των καταναλωτών, τα χαμηλότερης ποιότητας και ακριβότερα του προϊόντα θα έχαναν γρήγορα το αγοραστικό τους μερίδιο από έναν ικανότερο και πιο ευέλικτο ανταγωνιστή. Τίποτα από τα παραπάνω όμως δεν ισχύει σε ένα μονοπώλιο, με σίγουρο πελατολόγιο, τιμές και προσφορά καθοριζόμενα από το ίδιο και άμεση πρόσβαση στα κρατικά ταμεία…

Στο κομμάτι της ύδρευσης, τόσο στην Αθήνα όσο και στην Θεσσαλονίκη, αρκετοί τόνοι νερού χάνονται σχεδόν κάθε μήνα εξαιτίας της κακής κατάστασης του υπάρχοντος δικτύου, με τις σημαντικές πιθανότητες να διακοπεί η ύδρευση για σημαντικό διάστημα λόγω μεγάλης ζημιάς. Συγκεκριμένα στην Αθήνα το δίκτυο έχει μήκος 9,500 χιλιόμετρα, με σωληνώσεις κατασκευασμένες σε ένα χρονικό εύρος από το ’30 και το ’50 έως σήμερα, από μία πληθώρα φορέων (δήμους, ΕΥΔΑΠ κλπ.) με διαφορετικά πρότυπα, καθώς και από διαφορετικά υλικά, από τον τοξικό αμίαντο οι αρχαιότεροι, από τσιμέντο οι μετέπειτα και από πλαστικό PVC οι σημερινοί. Η ΕΥΔΑΠ αντικαθιστά ένα ποσοστό της τάξης του 1-1.5% ανά έτος, με την αντικατάσταση του 5% να αποτελεί τον πλέον φιλόδοξο στόχο. Ταυτόχρονα το ανοιχτό κανάλι από τον Μόρνο αποτελεί τον εφιάλτη της ΕΥΔΑΠ σε περίπτωση σεισμού, αφού θα προξενήσει τεράστια προβλήματα. Η στασιμότητα τόσο στην βελτίωση των σωληνώσεων, όσο και στις μεθόδους επεξεργασίας του νερού προς πόση, καθώς και των συστημάτων ελέγχου και μέτρησης συνιστούν χαρακτηριστικά του τρόπου λειτουργίας ενός δημόσιου μονοπωλιακού φορέα.

Στον τομέα της διαχείρισης αποβλήτων η Ελλάδα παραμένει εκ των ουραγών στην ΕΕ: μόλις το 16% των απορριμμάτων ανακυκλώνεται, ενώ πάνω από το 80% καταλήγει σε χωματερές. Συγκριτικά στην Ευρώπη ο μέσος όρος ανακύκλωσης είναι 28%, σε πολλές δε χώρες όπως η Δανία, η Σουηδία, η Ολλανδία και η Γερμανία φτάνει ακόμη και το 70%, παράλληλα δε το 16% κομποστοποιείται, το 27% αποτεφρώνεται, προς ανάκτηση ενέργειας, ενώ μόλις το 28% οδηγείται σε υγειονομική ταφή. Αντίθετα στην πατρίδα μας οι χωματερές, η απευθείας απόθεση στο έδαφος συνιστά τον κανόνα, μέθοδος που λόγω της επικινδυνότητάς της έχει πλέον εγκαταλειφθεί. Η ανικανότητα μας να ορίσουμε έστω έναν χώρο υγειονομικής ταφής (ΧΥΤΑ) αποδεικνύει ακόμη την καθυστέρησή μας στον τομέα αυτόν, όταν κι αυτή η τακτική τείνει πλέον να θεωρηθεί ξεπερασμένη, εξαιτίας της ζημιάς που ενδέχεται να προκαλεί στον υπόγειο υδροφόρο ορίζοντα. Το κυρίαρχο σύγχρονο δόγμα των 3 R (reduce, reuse, recycle, περιορισμός, επαναχρησιμοποίηση και ανακύκλωση των απορριμμάτων), ορίζει την ταφή σαν το τελευταίο δυνατό στάδιο, με πρώτη στόχευση τον περιορισμό των απορριμμάτων (reduce), σαν δεύτερη δράση την επαναχρησιμοποίησή τους (reuse) κι έπειτα την ανακύκλωση (recycle) όσο το δυνατόν μεγαλύτερου ποσοστού τους, ότι δε παραμένει είτε καίγεται εφόσον έχει θερμογόνο δύναμη, προς ανάκτηση ενέργειας, ενώ η πλέον αδρανοποιημένη του μορφή με απομάκρυνση των τοξικών ουσιών, θάβεται. Όλη αυτή η μετάβαση συντελέστηκε με την παράλληλη απελευθέρωση της αγοράς διαχείρισης αποβλήτων και την θεσμοθέτηση αυστηρών κανονισμών. Ένας ιδιώτης θα αξιοποιούσε τα απόβλητα όσο το δυνατόν καλύτερα ώστε να παράγει αξία, ανακυκλώνοντας ότι ανακυκλώνεται, αξιοποιώντας το οργανικό κλάσμα προς παραγωγή χημικών ή κομπόστ κι ανακτώντας ενέργεια με την καύση τους, τηρώντας αυστηρά τους κανονισμούς υπό τον φόβο των προστίμων και της αμαύρωσης του ονόματός του. Σε πλήρη αντίθεση με τους ελληνικούς δήμους που προσφέρουν πλείστα παραδείγματα ανορθολογισμού, σαν τον δήμο στην Πελοπόννησο που πλήρωνε για την μεταφορά των απορριμμάτων του σε χωματερές στην Μακεδονία(!) ή τους παραλιακούς και νησιωτικούς μας δήμους, στους οποίας συχνά το σύστημα διαχείρισης υδατικών αποβλήτων αστοχεί, αφού κατά τον σχεδιασμό του δεν λήφθηκε υπόψη η τουριστική περίοδος, ρυπαίνοντας έτσι τις πολύτιμες ακτές μας…

Η ΔΕΗ τέλος και ευρύτερα ο τομέας της ηλεκτροπαραγωγής, συνιστά μοναδικό δείγμα της ελληνικής κρατικίστικης νοοτροπίας. Πριν ιδρυθεί η ΔΕΗ σαν κρατικό μονοπώλιο στην ηλεκτροπαραγωγή το ’50, υπήρχαν περίπου 385 ιδιωτικές εταιρείες παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος, εκ των οποίων μόλις 58 ήταν δημοτικές ή κοινότητες. Η ανάγκη ενός σταθερού και ασφαλούς δικτύου, παράλληλα με την επέκταση του σε απομακρυσμένες περιοχές οδήγησαν στην δημιουργία της ΔΕΗ και την τοποθέτησή της ως μοναδικού παραγωγού ρεύματος για όλη την χώρα. Άμεσα στράφηκε στο μοναδικό ορυκτό καύσιμο που σε επάρκεια διαθέτει η χώρα μας τον λιγνίτη. Παρόλες λοιπόν τις τεχνολογικές εξελίξεις, τις προσπάθειες περιορισμού των εκπομπών και αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής ή την αύξηση των καρκίνων στις περιοχές λόγω  των αέριων ρύπων και των μικροσωματιδίων που η καύση του λιγνίτη προκαλούσε, η ΔΕΗ παραμένει στηριγμένη εκεί μέχρι και σήμερα. Η Ελλάδα αποτελεί μία χώρα φτωχή σε ορυκτούς ενεργειακούς πόρους, παράλληλα ο ντόπιος λιγνίτης έχει πολύ μεγαλύτερα ποσοστά τέφρας και μικρότερη θερμογόνο δύναμη, από ότι ο αντίστοιχος στην Γερμανία. Οι εποχές έχουν αλλάξει, η έντονη στροφή του κόσμου προς τεχνολογίες χαμηλών εκπομπών και όσο το δυνατόν ανανεώσιμων πόρων, μπορεί να μην επηρέασε την δομή λειτουργίας της ΔΕΗ, αλλά σίγουρα αύξησε τρομερά το κόστος. Σύμφωνα με το ευρωπαϊκό ενεργειακό πρόγραμμα, η ΕΕ αποσκοπεί σε περιορισμό των εκπομπών CO2 κατά 20%, μέχρι και το 2020, στόχος που έχει ήδη επιτευχθεί μέσω του ETS, μίας ανοικτής αγοράς δικαιωμάτων εκπομπών, με τον συνολικό τους αριθμό ανά τόνο εκπομπών να μειώνεται γραμμικά, ανά έτος. Με αποτέλεσμα κάθε χρονιά η τιμή ανά τόνο εκπεμπόμενου CO2 να αυξάνει σημαντικά, το 2016 ήταν χονδρικά 5.2 ευρώ ο τόνος και σήμερα φτάνει τα 14.

Συγκεκριμένα μία λιγνιτική μονάδα είναι υποχρεωμένη να πληρώνει 21.3 ευρώ την μεγαβατώρα, όταν μία αντίστοιχη μονάδα φυσικού αερίου απαιτεί μόλις 5.7 ευρώ ανά μεγαβατώρα. Αυτό διότι πρώτον το φυσικό αέριο έχει πολύ μεγαλύτερη ενεργειακή αξία από ότι ο λιγνίτης, οπότε πετυχαίνει σημαντική παραγωγή ισχύος με αρκετά μικρότερη ποσότητα, δεύτερον οι εκπομπές του ανά αντίστοιχη ποσότητα είναι πολύ χαμηλότερες από ότι του πετρελαίου και πόσο μάλλον του λιγνίτη, απουσιάζει δε η εξαιρετικά επικίνδυνη για την υγεία ιπτάμενη τέφρα. Δεύτερο μεγάλο κόστος είναι η μεταφορά του καυσίμου, με τον λιγνίτη να είναι πολύ πιο δαπανηρός από ότι το αέριο, τα δε έξοδα συντήρησης και καθαρισμού των κλιβάνων είναι πολύ πιο χαμηλά στο αέριο από ότι στο στερεό καύσιμο. Το κόστος του λιγνίτη ανά μονάδα βάρους είναι όντως χαμηλότερο του αερίου, τα λοιπά όμως κόστη που προαναφέρθηκαν γονατίζουν κάθε νέα λιγνιτική επένδυση, ως εκ τούτου η πώληση τώρα των λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ δεν φαίνεται να προσελκύει τόσο το επενδυτικό ενδιαφέρον, αφού τα καθημερινά λειτουργικά κόστη είναι μεγάλα και θα αυξάνουν διαρκώς με τον χρόνο, συν τα κεφάλαια που πρέπει να δοθούν άμεσα για τον εκσυγχρονισμό και την αναμόρφωση των μονάδων. Για συγκριτικούς λόγους το κόστος λειτουργίας μίας τυπικής μονάδας φυσικού αερίου είναι σχεδόν κατά 22% μικρότερο από ότι μίας λιγνιτικής, μέγεθος που θα αυξηθεί σημαντικά σε περίπτωση χρήσης συνδυασμένου κύκλου αερίου καθώς και εξαιτίας της μελλοντικής αύξησης των τιμών στις εκπομπές.

Επόμενο σημαντικό ζήτημα είναι η απομόνωση και η μη διασύνδεση των νησιών με την ενδοχώρα, πράγμα που οδήγησε στην εξάρτηση τους και ιδιαίτερα της Κρήτης από την καύση πετρελαίου, με αποτέλεσμα ακόμη μεγαλύτερα κόστη. Παράλληλα η ΔΕΗ δεν έκανε καμία απολύτως προσπάθεια αξιοποίησης του ελληνικού ηλιακού, αιολικού και γεωθερμικού δυναμικού, μαζί με προώθηση της σχετικής έρευνας σχετικά με τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ΑΠΕ). Ο στόχος της ΕΕ για το 2020 είναι οι ΑΠΕ να αποτελούν το 20% του ενεργειακού μείγματος, στα πλαίσια μίας παγκόσμιας προσπάθειας για αειφόρο ανάπτυξη, καθώς και σε μία προσπάθεια της Ένωσης να τονώσει την ενεργειακή της ασφάλεια και αυτονομία, περιορίζοντας τις εισαγωγές υδρογονανθράκων από Ρωσία και Μέση Ανατολή. Παράλληλα οι ΑΠΕ δίνουν και μία μοναδική δυνατότητα δημιουργίας ενός πραγματικά αποκεντρωμένου δικτύου παρόχων, παρά τα αυξημένα επενδυτικά κόστη, τα λειτουργικά κόστη έπειτα είναι αμελητέα και βιώσιμα για μία μικρή ή μεσαία συνεισφορά στο δίκτυο. Με τον τρόπο αυτό η ενεργειακή αγορά γίνεται ακόμη πιο αποκεντρωμένη, ελεύθερη και με περισσότερες ευκαιρίες εισόδου νέων παραγωγών. Παράλληλα η εθνική αγορά αποκτά ένα υψηλό τεχνολογικό υπόβαθρο, αφού η προσθήκη ΑΠΕ στο δίκτυο απαιτεί ταυτόχρονα και συστήματα ενεργειακής αποθήκευσης και ρύθμισης του δικτύου στη διάρκεια του χρόνου, προσφέροντας μία ακόμη μεγαλύτερη ώθηση ανάπτυξης της καινοτομίας.

Ήδη ευρωπαϊκές χώρες σαν την Νορβηγία ή την Ισλανδία έχουν ένα σύστημα ηλεκτροπαραγωγής, προερχόμενο κατά 100% από ανανεώσιμους πόρους, κυρίως με αξιοποίηση της υδατόπτωσης ή των αιολικών και γεωθερμικών τους πεδίων αντίστοιχα. Μοναδικά παραδείγματα συνιστούν η Γερμανία και η Δανία, στη Δανία το 30% σχεδόν των συνολικών ενεργειακών αναγκών καλύπτεται από ΑΠΕ, καθώς και σχεδόν το 60.4% της ηλεκτροπαραγωγής. Εν αντιθέσει δε με την Νορβηγία η Δανία είναι μία αυστηρά πεδινή χώρα, δίχως δυνατότητες υδροηλεκτρικών, κάτι που την οδήγησε στο να μετατραπεί σε μία παγκόσμια δύναμη στην αιολική ενέργεια, κυρίως δε στις υπεράκτιες ανεμογεννήτριες. Υπήρξαν μέρες που το σύνολο της ηλεκτροπαραγωγής της καλύφθηκε εξ ολοκλήρου από τις ανεμογεννήτριες, παράλληλα εξήγαγε μεγάλο ποσοστό της πλεονάζουσας, όντας η μόνη χώρα της ΕΕ με θετικό ισοζύγιο καθαρών ενεργειακών εξαγωγών, μην έχοντας μάλιστα κανέναν σχεδόν ορυκτό πόρο. Η Γερμανία αποτελεί ένα επίσης μοναδικό παράδειγμα, αν σκεφτεί κανείς πως αυτός ο ενεργειακός γίγαντας καλύπτει περίπου το 15% των αναγκών του από ΑΠΕ, καθώς και πάνω από το 30% της ηλεκτροπαραγωγής, με τα αιολικά να καταλαμβάνουν την μερίδα του λέοντος (14.3%). Στη Γερμανία η τεράστια αυτή ενεργειακή μετάβαση, γνωστή και σαν Energiewende ξεκίνησε το ’90 με τελικό στόχο την ολική απομάκρυνση των ορυκτών καυσίμων, αλλά και των πυρηνικών σταθμών μεταγενέστερα, από την ενεργειακή αγορά, με εξαιρετικά αποτελέσματα: οι εκπομπές μειώθηκαν σχεδόν κατά 30%, από τα επίπεδα του ’90, η ενεργειακή αγορά απελευθερώθηκε και αποκεντρώθηκε σημαντικά με μία τρομερή αύξηση των παρόχων, βελτίωση του δικτύου και μείωσης του κόστους.

Στην Ελλάδα του σήμερα περίπου το 16% της ενέργειας παράγεται από ΑΠΕ, με τις δυνατότητες να είναι ακόμη πιο ψηλά. Η Κρήτη πέτυχε πέρυσι το καλοκαίρι να καλύψει το 60% των αναγκών της με ΑΠΕ, παρά τις εξαιρετικά μικρές υποδομές και το διαρκές κυνηγητό που υφίστανται τα έργα αιολικής ενέργειας. Αν υπάρχει ένα τρανταχτό παράδειγμα κοντινό στην ΔΕΗ δεν είναι παρά του ΟΤΕ: μέχρι και την ιδιωτικοποίησή του, ο ΟΤΕ αποτελούσε έναν γίγαντα, την μεγαλύτερη εταιρεία της χώρας, με σημαντική παρουσία στην ανατολική Ευρώπη, κερδοφορία και ένα κρατικό μονοπώλιο στην χώρα. Η έλευση της κινητής τηλεφωνίας και το άνοιγμα της χώρας οδήγησε τον ΟΤΕ στα πρόθυρα της κατάρρευσης, εξαιτίας των παθογενειών που αντιμετώπιζε σαν δημόσιος οργανισμός: υπερπλεονάζων προσωπικό, οργανωτικό χάος, κομματικές ηγεσίες, μέτρια ποιότητα υπηρεσιών και μικρή αφομοίωση των νέων τεχνολογιών (κινητή τηλεφωνία και internet). Οι νέες μικρές εταιρείες πέτυχαν να καταλάβουν γρήγορα σημαντικό ποσοστό της πίτας όντας περισσότερο ευέλικτες και ανοικτές στην τότε επικοινωνιακή επανάσταση που ο ΟΤΕ αδυνατούσε να κατανοήσει, αντίθετα με την Cosmote που υποκείμενη στην ανοικτή αγορά της κινητής τηλεφωνίας προσαρμόσθηκε γρήγορα προσφέροντας ανάσα σωτηρίας στην μητρική της. Σήμερα ο ΟΤΕ συνιστά ένα από τα πλέον ισχυρά και εξελιγμένα μέλη της DT, με το data analytics κομμάτι του να αποτελεί το καλύτερο του ομίλου. Αντίστοιχα στη νυν ενεργειακή επανάσταση που βιώνει ολόκληρός ο πλανήτης η ΔΕΗ φαίνεται ανίκανη να προσαρμοστεί, ελπίζοντας ακόμη στην ισχύ ενός χαμένου πλέον μονοπωλίου και στην αναιμική κρατική υποστήριξη. Οι ΑΠΕ και το φυσικό αέριο παίζουν τον ρόλο που άλλοτε έπαιξαν το κινητό και το internet: οι ιδιώτες ηλεκτροπαραγωγοί ΕΛΠEdison ή Protergia παράγουν ενέργεια κυρίως με φυσικό αέριο, πολύ πιο φθηνά και με διαρκώς αυξανόμενα μερίδια αγοράς, παράλληλα πλήθος αυτόνομων παραγωγών με ΑΠΕ πουλάνε το ρεύμα τους στη ΔΕΗ.

Ποιο θα ήταν το ενεργειακό μέλλον της Ελλάδας με μία απελευθέρωση της ηλεκτροπαραγωγής της; Η νησιωτική Ελλάδα θα ήταν συνδεδεμένη επαρκώς με την νησιωτική, ώστε να βεβαιωθεί η ενεργειακή της ασφάλεια και σταθερότητα δικτύου, παράλληλα η αξιοποίηση του εξαιρετικού αιολικού, ηλιακού καθώς και του γεωθερμικού, στο νότιο μας ηφαιστειακό τόξο, τους δυναμικού θα τα μετέτρεπε σε αυτόνομες κι εξαγωγικές μονάδες ισχύος στην ενδοχώρα. Το φορτίο βάσης θα πέρναγε σταδιακά στο πολύ πιο αποδοτικό φυσικό αέριο, με τον λιγνίτηνα εγκαταλείπει σταδιακά. Πλήθος παραγωγών θα ανταγωνίζονταν στο δίκτυο με αρκετά καλύτερες παροχές, που σήμερα δεν μπορούμε να διανοηθούμε, όπως αντίστοιχα δεν μπορούσαμε να φανταστούμε το μέλλον των επικοινωνιών πριν πάψει το μονοπώλιο του ΟΤΕ. Παράλληλα μία Ελλάδα ενεργειακά συνδεδεμένη με την υπόλοιπη ΕΕ και τις όμορες χώρες, εξαγωγική αλλά και διαμετακομιστική ενεργειακή δύναμη, συν την τεράστια αύξηση των ερευνητικών και επιστημονικών μας επιδόσεων σε έναν τομέα όπως οι ΑΠΕ ή τα έξυπνα δίκτυα, που αναγκαστικά φέρουν την καλύτερη τεχνολογία από πίσω. Το κυριότερο; Ένας πολύ φθηνότερος λογαριασμός και μία πολύ καλύτερη παροχή ισχύος στον βιομηχανικό και τουριστικό τομέα.

Αντί επιλόγου, το εξής: βιομηχανίες όπως η ύδρευση, η αποχέτευση, η ηλεκτροπαραγωγή, η εξόρυξη υδογονανθράκων, ακόμη και οι τηλεπικοινωνίες, συνιστούσαν κρατικά μονοπώλια εξαιτίας της εμμονικής σκέψης περί φυσικών μονοπωλίων, τομέων δηλαδή που τα υψηλά επενδυτικά κόστη επέτρεπαν μικρό αριθμό επενδυτών, με αποτέλεσμα την πιθανή δημιουργία ολιγοπωλίων και σταδιακά μονοπωλίων. Η σκέψη αυτή οδήγησε τα κράτη στην κρατικοποίηση των παροχών αυτών και τον αποκλεισμό του ιδιωτικού τομέα σε μεγάλο βαθμό. Η ανάπτυξη όμως της τεχνολογίας που μειώνει διαρκώς τα κόστη, δημιουργεί νέα συχνά ανταγωνιστικά προϊόντα και υπηρεσίες και επιτρέπει σε ιδιώτες να μετέχουν με μικρότερα αρχικά κεφάλαια στην αγοραστική πίτα, σπάει κάθε «φυσικό» ή «τεχνητό» μονοπώλιο, ανοίγει νέους ορίζοντες και βελτιώνει διαρκώς τις ζωές μας. Κύριο ζήτημα; Τους παραπάνω να μην τους αντικαταστήσει ένα ιδιωτικό πλέον μονοπώλιο, αλλά πλήθος ανεξάρτητων και ανταγωνιζόμενων παραγωγών

Φιλελευθεροποίηση, υψηλή τεχνολογία και απορρύθμιση: αυτές πρέπει να είναι οι αρχές που θα οδηγήσουν ξανά την πάντα ολιγάριθμη χώρα μας στην ανάπτυξη και στην ευημερία. Μακάρι η φυγή αυτής της αριστερής και ανίκανης κυβέρνησης να δώσει το έναυσμα για την πραγματική απομάκρυνση της χώρας από τις τόσες δεκαετίες νοσηρού γαλάζιου, πράσινου, ροζ και κόκκινου κρατισμού…

One thought on “Ενέργεια, ύδρευση, απορρίμματα: Tρεις τομείς που απαιτούν άμεση απελευθέρωση κι αποκρατικοποίηση

  • 03/05/2018, 22:51
    Permalink

    Το σημερινό αρθρο του Χαριτου Αναστασιου για τις επιπτωσεις των κρατικων μονοπωλιακων αντιληψεων στην ενεργεια, υδρευση και απορριμματα, προσφερει μεγιστη υπηρεσία διαφωτισης σε οσους απο τους αναγνωστες φιλοδοξουν να συμμετεχουν στην επομενη κυβερνηση της χωρας μας.

    Σχολιάστε

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.