Ένα φορολογικό νομοσχέδιο που ενισχύει τη φοροδιαφυγή

Γράφει ο Αντώνης Μιχελόγγονας, δικηγόρος, μέλος Επιτροπής Φορολογικών & Κοινωνικοασφαλιστικών Συμβουλών της Ένωσης Ασκουμένων και Νέων Δικηγόρων Αθηνών

Πριν εισέλθω στην ουσία του θέματος, πρέπει να ξεκαθαρίσω ότι ανήκω σε εκείνη την κατηγορία πολιτών – ελευθέρων επαγγελματιών που, παρά τις επιφυλάξεις και τις αρνητικές εντυπώσεις από τον τρόπο που προβλήθηκε η επικείμενη νομοθετική πρωτοβουλία για τις αλλαγές στον τρόπο φορολόγησης των ελεύθερων επαγγελματιών, την αντιμετώπισαν αρχικά με καλή πίστη και διάθεση. Και αυτό επειδή φαινόταν να στοχεύει στην επίλυση ενός κατά κοινή παραδοχή υπαρκτού προβλήματος εκτεταμένης φοροδιαφυγής. Ειδικά δε προκειμένου για ελεύθερους επαγγελματίες, το πρόβλημα αυτό έχρηζε άμεσης και δραστικής επίλυσης, καθότι πρωτίστως στρέφεται κατά των φορολογικά συνεπών συναδέλφων, που βλάπτονται από τον ανταγωνισμό που εκ των πραγμάτων υφίσταται.

Υπό τα ανωτέρω δεδομένα, είναι για εμένα πολύ περισσότερο δυσάρεστο απ’ ό, τι για κάποιο πολίτη που ήταν εξαρχής αρνητικά διατεθειμένος, ότι μετά τη δημόσια ανάρτηση του νομοσχεδίου στην διαβούλευση η οπτική μου για αυτό μεταβλήθηκε άρδην. Δυστυχώς το νομοσχέδιο που έχει δημοσιευθεί χρήζει πολύ σοβαρών αλλαγών, που αν δε γίνουν, θα καταστήσουν την ψήφισή του αρνητική εξέλιξη. Αρνητική για το σκοπό που υπηρετεί (καταπολέμηση της φοροδιαφυγής), αρνητική για την κυβέρνηση που το υιοθετεί, αρνητική και για το μέσο ελεύθερο επαγγελματία (και δη τον φορολογικά συνεπή) που επιφέρει πλήρη ανατροπή της οικονομικής του κατάστασης. Πρόκειται δηλαδή για μια κατάσταση κατά την οποία, στο δίλημμα αν είναι προτιμότερο το νομοσχέδιο να ψηφιστεί ως έχει ή να μην ψηφιστεί καθόλου, η δεύτερη επιλογή είναι απολύτως προφανής και χωρίς δεύτερη συζήτηση. 

Φυσικά, μέχρι την ψήφιση πάντοτε υπάρχει η δυνατότητα αλλαγών. Και ευελπιστώ ότι τα αρνητικά σημεία του νομοσχεδίου που θα επισημανθούν θα διορθωθούν εγκαίρως, μήπως και επιβεβαιωθεί η καλή πίστη και η ειλικρινής διάθεση που εξαρχής είχα. 

Μέχρι στιγμής, στη δημόσια συζήτηση για το φορολογικό νομοσχέδιο κυριαρχεί το ζήτημα αν είναι νοητό ένας ελεύθερος επαγγελματίας να εισπράττει από την εργασία του λιγότερα από την ελάχιστη δυνατή αμοιβή ενός αντίστοιχου (ηλικιακά και επαγγελματικά) μισθωτού. Η δε κυβερνητική θέση είναι ότι κάτι τέτοιο δεν είναι δυνατό. Οπότε η γενική αρχή του νέου νομοσχεδίου είναι πως ο ελεύθερος επαγγελματίας δε μπορεί (πλην εξαιρέσεων) να φορολογείται για εισόδημα μικρότερο του αντίστοιχου ενός μισθωτού. 

Για την ορθότητα της ως άνω αρχής, υφίστανται φυσικά πολλές αντιρρήσεις. Για παράδειγμα δε λαμβάνεται υπόψη το απλό ενδεχόμενο κάποιος που έχει ήδη εισοδήματα από άλλες πηγές και δεν έχει πρόβλημα επιβίωσης να εργάζεται όντως λιγότερο και να έχει οικειοθελώς λιγότερα έσοδα για να έχει περισσότερο ελεύθερο χρόνο. Το βασικό πρόβλημα όμως του νομοσχεδίου δεν είναι αυτή η γενική αρχή. Αυτή, με όλες τις αδικίες και τα ελαττώματά της, μπορεί παρ’ όλα αυτά να γίνει ανεκτή, ακριβώς επειδή έρχεται για να αντιμετωπίσει μια κατάσταση ομοίως ακραία και άδικη, όπως είναι η συστηματική αποφυγή των φορολογικών βαρών από μέρος των πολιτών. Και σε κάθε περίπτωση είναι πρόσφορη για να αναγκάσει ένα μέρος όσων είναι σήμερα ασυνεπείς να συνεισφέρουν περισσότερα.

Το βασικότερο πρόβλημα του νομοσχεδίου, που έκανε και εμένα προσωπικά να αλλάξω παντελώς την οπτική μου, έγκειται σε άλλη ρύθμιση, και συγκεκριμένα αυτή που εισάγεται με το άρθρο 13 παρ. 2 εδάφιο γ). Η διάταξη αυτή ορίζει ως επιπλέον κριτήριο για τον υπολογισμό του φόρου εισοδήματος του ελεύθερου επαγγελματία τον κύκλο εργασιών του, ως εξής: Όποιος ελεύθερος επαγγελματίας (βάσει των λογιστικών του στοιχείων) δηλώνει κύκλο εργασιών (τζίρο) μεγαλύτερο του μέσου όρου των συναδέλφων του βάσει των στοιχείων του προηγουμένου οικονομικού έτους (χωρίς να συνυπολογίζονται όσοι κάνουν μηδενικές δηλώσεις), τεκμαίρεται πως έχει μεγαλύτερο κέρδος από αυτούς, οπότε το τεκμαρτό του εισόδημα προσαυξάνεται κατά 30% ή κατά 70% ή κατά 100% (αναλόγως του μεγέθους της υπέρβασης). 

Για παράδειγμα, αν ο μέσος όρος κύκλου εργασιών για τους δικηγόρους το 2022 ήταν στις 15.000 ευρώ, τότε: 

  • Ο δικηγόρος 6ετίας που δεν απασχολεί προσωπικό και δήλωσε κύκλο εργασιών 15.100 ευρώ θα δει το τεκμαρτό του φορολογητέο εισόδημα να αυξάνεται κατά 30%, και από εκεί που (βάσει του τρόπου υπολογισμού του ίδιου άρθρου) θα φορολογούνταν για τεκμαρτό εισόδημα 10.920 ευρώ, τώρα το τεκμαρτό θα προσαυξηθεί κατά 30% και θα φορολογηθεί για περίπου 14.200 ευρώ. Δηλαδή σχεδόν για το σύνολο του τζίρου του! 
  • Στο ίδιο ως άνω παράδειγμα, ο δικηγόρος 12ετίας, του οποίου το τεκμαρτό εισόδημα υπολογίζεται βάσει του νομοσχεδίου σε 14.196 ευρώ, θα δει προσαύξηση αυτού κατά 30%, οπότε θα φτάσει να φορολογηθεί για εισόδημα περίπου 18.500 ευρώ, ποσό πολύ μεγαλύτερο από το δηλωθέντα τζίρο του!

Αντιλαμβάνεται κανείς ότι η διάταξη αυτή, που στοχοποιεί όσους ελεύθερους επαγγελματίες δηλώνουν μεγαλύτερο κύκλο εργασιών εν σχέσει με τους συναδέλφους τους, ουδόλως σχετίζεται με καταπολέμηση φοροδιαφυγής. Αντιθέτως, οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στο εντελώς αντίθετο αποτέλεσμα. 

Πρώτον, δεν έχει καμία βάση η λογική πως κάποιος που δηλώνει μεγαλύτερο τζίρο από το συνάδελφό του αποκρύπτει περισσότερα κέρδη. Αντιθέτως, το πιθανότερο είναι να συμβαίνει το ανάποδο, και ο μεγαλύτερος τζίρος να οφείλεται στην ειλικρίνεια της δήλωσης του ενός έναντι της ανειλικρίνειας της δήλωσης του άλλου. Για παράδειγμα, αν δύο δικηγόροι έχουν τα ίδια ακριβώς (πραγματικά) έσοδα και έξοδα, ο πρώτος δηλώνει όλα του τα έσοδα και ο δεύτερος τα αποκρύπτει, με την ως άνω ρύθμιση χαμένος βγαίνει ο πρώτος δικηγόρος (ο φορολογικά ειλικρινής) επειδή δήλωσε περισσότερα έσοδα από τον (φορολογικά ανειλικρινή) συνάδελφό του, και προσαύξησε έτσι το τεκμαρτό του εισόδημα.

Δεύτερον, σε ένα νομοσχέδιο που διακατέχεται από τη λογική ότι η πλειοψηφία των ελευθέρων επαγγελματιών αποκρύπτουν εισοδήματα, οι δηλώσεις αυτών των (κατά το νομοσχέδιο) ανειλικρινών φορολογουμένων τίθενται ως κριτήριο της ειλικρίνειας κάθε συναδέλφου τους, για να προσαυξάνουν το τεκμαρτό του εισόδημα και κατ’ επέκταση τη φορολογική του επιβάρυνση. Και μάλιστα εξαιρώντας από τον υπολογισμό του μέσου όρου μόνο τις μηδενικές δηλώσεις, ενώ μια δήλωση με ετήσια κέρδη 100 ευρώ λαμβάνεται υπόψη κανονικά, με ό, τι  αυτό συνεπάγεται για το χαμηλό υπολογισμό του μέσου όρου. Αυτό οδηγεί στο παράδοξο, ένας ειλικρινής φορολογούμενος να επιβαρύνεται περισσότερο επειδή οι συνάδελφοί του (και όχι ο ίδιος) υπήρξαν ασυνεπείς, ενώ οι ασυνεπείς συνάδελφοί του επιβαρύνονται λιγότερο!

Τρίτον, με τα ανωτέρω δεδομένα η ρύθμιση αυτή όχι μόνο δεν καταπολεμά, αλλά ενισχύει τη φοροδιαφυγή. Και αυτό γιατί παρέχει ένα εξαιρετικό κίνητρο στο φορολογούμενο ελεύθερο επαγγελματία να δηλώσει όσο το δυνατόν λιγότερα έσοδα για να μην ξεπεράσει το μέσο όρο των συναδέλφων του και φορολογηθεί επιπλέον. Αφού η φορολόγησή του πλέον δε θα εξαρτάται από όσα δηλώνει ο ίδιος, αλλά από όσα δηλώνουν οι συνάδελφοί του.

Υπό τα ανωτέρω δεδομένα, δε μπορεί παρά να απορεί κανείς πως μια τέτοια διάταξη βρήκε θέση σε ένα νομοσχέδιο που στοχεύει στην πάταξη της φοροδιαφυγής. Σε τι ακριβώς υπηρετεί το σκοπό αυτό, όταν τιμωρεί το συνεπή φορολογούμενο εξαιτίας της συμπεριφοράς των ασυνεπών, και τον ωθεί να καταστεί και αυτός ασυνεπής;

Συνοψίζοντας, η ως άνω διάταξη είναι τόσο αντίθετη με το σκοπό του νομοσχεδίου, που πραγματικά (αν δεν αλλάξει) θα ήταν καλύτερο το νομοσχέδιο να καταψηφιζόταν και να παρέμενε το ισχύον σύστημα φορολόγησης, που τουλάχιστον δεν παρέχει τέτοιο αντικίνητρο συνέπειας στους ελεύθερους επαγγελματίες. Δεν είναι φυσικά το μόνο προβληματικό σημείο του νομοσχεδίου, είναι όμως απολύτως κομβικό, και είναι το μόνο που αν δεν αλλάξει καθιστά το νομοσχέδιο παντελώς ακατάλληλο για το σκοπό του.

Κλείνοντας, επειδή μου αρέσει πάντοτε να είμαι συγκεκριμένος και όχι γενικόλογος, ακολουθεί μια σειρά προτάσεων για αλλαγές στο υφιστάμενο νομοσχέδιο:

  1. Κατάργηση της διάταξης που ανωτέρω αναλύθηκε για την προσαύξηση του τεκμαρτού φορολογητέου εισοδήματος αν ο κύκλος εργασιών υπερβαίνει το μέσο όρο του ΚΑΔ (άρθρο 13 παρ. 2 εδάφιο γ). Επικουρικά, αν η διάταξη παρέμενε, διορθωτικές κινήσεις που θα μπορούσαν να γίνουν (που δεν αναιρούν τα προβλήματα της διάταξης, αλλά τουλάχιστον θα μειώσουν τον αριθμό των συνεπών φορολογουμένων που θα επιβαρυνθούν), θα ήταν αφενός να διατηρηθεί η προσαύξηση του τεκμηρίου μόνο για όσους έχουν κύκλο εργασιών διπλάσιο του μέσου όρου του οικείου ΚΑΔ (που είναι πιθανότερο να έχουν όντως μεγαλύτερα εισοδήματα), αφετέρου για τον υπολογισμό του μέσου όρου του ΚΑΔ (και περιοριστικά για το σκοπό αυτό) να θεωρείται ως ελάχιστος κύκλος εργασιών το τεκμαρτό εισόδημα που έχει ήδη υπολογιστεί βάσει του εδαφίου α) της ίδιας διάταξης, ώστε ο μέσος όρος να είναι υψηλότερος και η προσαύξηση να αφορά όσο το δυνατόν λιγότερους φορολογουμένους. 
  2. Δεδομένου ότι το σύνολο των ελευθέρων επαγγελματιών που δεν έχουν παράλληλη ασφάλιση ως μισθωτοί επιβαρύνονται με ασφαλιστικές εισφορές υψηλότερες των μισθωτών, ορθότερο θα ήταν το ποσό που αντιστοιχεί στις ασφαλιστικές εισφορές να αφαιρείται από το τεκμαρτό εισόδημα του άρθρου 13, και να υπολογιστεί σχετικό εδάφιο στο άρθρο 14. 
  3. Με το νομοσχέδιο ως έχει το υφιστάμενο τέλος επιτηδεύματος μειώνεται βαθμιαία, με προοπτική να καταργηθεί τελείως σε επόμενο χρόνο. Δεδομένου ότι το τέλος επιτηδεύματος θεσπίστηκε το 2011 για τον ίδιο λόγο (τη φορολόγηση ελευθέρων επαγγελματιών για τα «κρυφά» εισοδήματά τους), η διατήρησή του υπό καθεστώς τεκμαρτής φορολόγησης παρέλκει, και θα ήταν σκόπιμη η πλήρης κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος ήδη από το 2023
  4. Πλήρη απαλλαγή από το τεκμήριο για τους νέους ελεύθερους επαγγελματίες μέχρι και το πέμπτο έτος δραστηριότητάς τους, με τροποποίηση του υφισταμένου εδαφίου του άρθρου 5 που προβλέπει μερική απαλλαγή για το τέταρτο και πέμπτο έτος δραστηριότητας. 
  5. Εξαίρεση από την εφαρμογή του τεκμηρίου για τους ελεύθερους επαγγελματίες που τελούν σε διδακτορικές σπουδές ή σε μεταπτυχιακές σπουδές στο εξωτερικό, με προσθήκη σχετικού εδαφίου στο άρθρο 15, καθότι συνήθως δεν ασκούν το επάγγελμα και διατηρούν την ιδιότητα του ελεύθερου επαγγελματία αποκλειστικά για λόγους ασφάλισης. 
  6. Εξαίρεση από την εφαρμογή του τεκμηρίου για έναν εκ των δύο γονέων όταν είναι αμφότεροι ελεύθεροι επαγγελματίες, με προσθήκη σχετικού εδαφίου στο άρθρο 15, καθότι είναι σύνηθες φαινόμενο ο ένας εκ των δύο οικειοθελώς να δραστηριοποιείται λιγότερο για λόγους σχετικούς με την ανατροφή των παιδιών.
  7. Ρητή διευκρίνιση ότι η εφαρμογή του τεκμηρίου δεν επηρεάζει το καθεστώς απαλλαγής ΦΠΑ βάσει του άρθρου 39 Ν. 2859/2000, που θα συνεχίσει να βασίζεται στο δηλωθέντα κύκλο εργασιών, με προσθήκη σχετικού εδαφίου στο άρθρο 13. 
  8. Ρητή εξαίρεση από την εφαρμογή του τεκμηρίου για τους ελεύθερους επαγγελματίες που εμπίπτουν στο άρθρο 12 παρ. 2 ΚΦΕ και στο άρθρο 39 παρ. 9 Ν. 4687/2016, δηλαδή για τα λεγόμενα «μπλοκάκια», η εξαίρεση των οποίων βάσει των υφισταμένων ρυθμίσεων συνάγεται ερμηνευτικά, δεν είναι ρητή. 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.