Το δράμα του κανονικού ανθρώπου
Από τον Κώστα Κυριακόπουλο
Σ ε αυτήν τη χώρα όλα μοιάζουν να έχουν μπει σε ένα περίεργο μπλέντερ. Ανακατεύονται νύχτα μέρα λες και μοναδικός σκοπός είναι να εκπληρώσουν τον σκοπό που έχει κάθε μπλέντερ σε αυτόν τον κόσμο: Να φτιάξουν μια ομογενοποιημένη και ευκολοχώνευτη μάζα, σαν παιδική τροφή, για στομάχια που δεν αντέχουν αναταράξεις. Όπου και αν στρέψεις το κεφάλι η φράση «δεν δουλεύει τίποτα» είναι η μόνιμη επωδός. Από τα Νοσοκομεία, τους Δήμους, τις Περιφέρειες, τα Πανεπιστήμια, τις Εφορίες, τα Ασφαλιστικά Ταμεία. Όλα μοιάζουν κυριευμένα από μια μυστηριώδη συνωμοσία που εκδικείται κάθε πολίτη που έχει ακόμα την αυταπάτη να πιστεύει ότι μπορεί να ζει μια κανονική ζωή.
Όλα αφημένα σε μια μοίρα που όλοι ξέρουμε ή φανταζόμαστε το που θα καταλήξει. «Είδαμε πολλά αυτοκίνητα στο δρόμο, είχε κίνηση, δεν ήταν έτσι την προηγούμενη φορά που είχαμε έρθει στην Ελλάδα», μου είπαν πρόσφατα δύο Γάλλοι συνάδελφοι που είχαν να έρθουν στην Ελλάδα από τις αρχές του 2016. «Είναι μια πραγματικότητα», κατάφερα να ψελλίσω. Δεν ήξερα τι άλλο να τους πω. Είχα την επιλογή να τους αραδιάσω διάφορα νούμερα.
Για το κατακρημνισμένο ΑΕΠ.
Για την πλασματική μείωση της ανεργίας με τους εργαζόμενους της ημιαπασχόλησης.
Για τη γενιά των 340€ με τα πτυχία, τις γλώσσες και τα μεταπτυχιακά.
Για το ελάχιστο ποσοστό του οικονομικά ενεργού πληθυσμού που έχει επωμιστεί το μεγαλύτερο φορολογικό βάρος.
Για το πλεόνασμα που διαφημίζει η κυβέρνηση και δεν είναι τίποτα περισσότερο από το αποτέλεσμα της φορολογικής κατακρεούργησης της μεσαίας τάξης.
Για τη βουβή ανοχή όλων μας σε μια προδιαγεγραμμένη πορεία προς το τέλος. Για την κοινωνία «ζόμπι» που περιμένει κάτι, χωρίς να ξέρει τι είναι αυτό.
Για τη διαλυμένη επιχειρηματικότητα.
Για το γεγονός ότι ο νόμος του πλούσιου που βρίσκει τρόπο να γίνεται πλουσιότερος ισχύει και με το παραπάνω.
Για τον νόμο του μίσους και της αέναης κατασκευής εχθρών που απλώνεται ολοένα και περισσότερο σε κάθε τσάκιση του ήδη τσαλακωμένου σαρκίου αυτής της κοινωνίας.
«Ναι, μάλλον οι άνθρωποι στην Ελλάδα έχουν αρχίσει να επαναπροσδιορίζουν την καθημερινότητά τους», είπα κι έκλεισα τη συζήτηση για να περάσουμε σε άλλο θέμα αποφεύγοντας ν’ ανοίξω κουβέντα για το χαμένο βλέμμα όλων αυτών των ανθρώπων που συνωστίζονται στα αυτοκίνητά τους αναμασώντας την αυταπάτη της καθημερινότητας.
Γιατί έτσι είναι ο κανονικός άνθρωπος σε μια μη κανονική χώρα. Στρώνει τραπέζι παρέα με την αυταπάτη και αφήνει ένα άδειο σερβίτσιο για τη νοσταλγία της προηγούμενης ζωής που και για αυτήν πρέπει να νιώθει ενοχές. Και, τελικά, τρώει παρέα με τη μοναξιά του.
Είναι ώρες που θες να πεις τα πάντα και ξαφνικά νιώθεις πως είσαι στο κενό χωρίς να μπορείς να αρθρώσεις λέξη. Πως η ζωή μπορεί θεωρητικά να σου ανήκει αλλά είσαι ανίσχυρος μπροστά στο ρέμα του μέλλοντος που πλημμυρίζει από τις λάσπες του παρόντος. Χωρίς αρχή, μέση και τέλος. Χωρίς νόημα. Παρά μόνο με ακρότητες ένθεν και ένθεν. Από κυβέρνηση και αντιπολίτευση, για να μιλάμε με πραγματικούς όρους. Με ασυνάρτητες λέξεις, γνώσεις και πράξεις. Με ανακύκλωση του καθημερινού χάους. Με την ατέρμονη προσπάθεια διαχείρισής του από τους απλούς αυτούς Έλληνες που βαυκαλίζονται ότι επανήλθαν στην καθημερινή τους κανονικότητα απλώς και μόνο αλλάζοντας ταχύτητες στα αυτοκίνητά τους.
Και μόλις τους πιάσει κόκκινο φανάρι αρπάζουν τα κινητά τους και χαζεύουν. Ίσως γιατί δεν αντέχουν να μένουν μόνοι με τις σκέψεις τους…
ΠΗΓΗ: BOULEVARD Mηνιαία freepress εφημερίδα