Η δικονομική πρόβλεψη για τους προστατευόμενους «μάρτυρες» της «Novartis»

Γράφει ο Ανδρέας Τουλούπας, Δικηγόρος  Παρ’ Αρείω Πάγω

Η νομοθετική – δικονομική πρόβλεψη  περί της θέσης του μάρτυρα συμβολής στη διακρίβωση ειδικών αξιόποινων πράξεων  σε καθεστώς προστασίας

Η εισαγωγή του όρου «προστατευόμενος» μάρτυρας έλκει την νομοθετική του «καταγωγή» στο Νόμο: 2928/2001, γνωστό και ως νόμο «Βενιζέλου» στο άρθρο 9 του οποίου προεβλέφθη η θέσπιση μιας σειράς προστατευτικών μέτρων (διατήρηση ανωνυμίας, φύλαξη από αστυνομικά όργανα, κατάθεση μέσω ηλεκτρονικών μέσων ηχητικής και μόνο καταγραφής της κατάθεσης κ.λ.π), για μάρτυρες που θα διευκόλυναν τις διωκτικές και Εισαγγελικές Αρχές στη διακρίβωση εγκλημάτων που τελούνται από εγκληματικές οργανώσεις.

Ακολούθως, με την υποπαράγραφο ΙΕ 16 του Νόμου: 4254/2014, γνωστού  και ως Νόμου «Αθανασίου»,  εισήχθη νέα διάταξη στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, άρθρο 253Β, με ειδική αναφορά στην πρόβλεψη των προστατευόμενων μαρτύρων η οποία επεκτάθηκε και  στην διακρίβωση των εγκλημάτων που σχετίζονται με τη δωροδοκία ή δωροληψία κρατικών λειτουργών, αξιωματούχων ή ακόμη και απλών δημοσίων υπαλλήλων.

Σύμφωνα με το περιεχόμενο της εν λόγω διάταξης  προυπόθεση εφαρμογής της  είναι η προηγούμενη υποβολή έγγραφου αιτήματος του επί κεφαλής της Εισαγγελίας Διαφθοράς προς τον Προιστάμενο – Εποπτεύοντα Αντιεισαγγελέα του Αρείου Πάγου περί της εξέτασης συνδρομής των όρων της οικίας διάταξης για την θέση ή μη του ή των των μαρτύρων  σε καθεστώς προστασίας και συναφώς  η επίσης  επακόλουθη έγγραφη αποδοχή του συγκεκριμένου αιτήματος από τον συγκεκριμένο Προιστάμενο Εισαγγελέα.

Στην εξεταζόμενη περίπτωση της πολυεθνικής εταιρίας : «NOVARTIS», από τις διαρεύσασες πληροφορίες φαίνεται ότι η πιο πάνω προυπόθεση, δηλαδή της έγγραφης υποβολής αιτήματος της Εισαγγελέως διαφθοράς προς τον Προιστάμενο Αντιεισαγγελέα του ΑΠ  και αντίστοιχα η επίσης έγγραφη αποδοχή του τελευταίου, προκειμένου οι συγκεκριμένοι τρεις (3) μάρτυρες να υπαχθούν στο ειδικό καθεστώς προστασίας της εν λόγω διάταξης του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (άρθρο 253 Β), φαίνεται ότι δεν τηρήθηκε.

Επιπλέον, αξιολογητέο στοιχείο θα μπορούσε να θεωρηθεί και η ανάρτηση των προσωπικών στοιχειών της μιας ενός εκ των τριών «μαρτύρων» σε σχετικό έκθεμα της 15-2-2018 του Πλημμελειοδικείου Αθηνών, σχετικά με την εκδίκαση σε βάρος της μήνυσης που έχει υποβληθεί από τον πρώην διοικητικό της προϊστάμενο, με αιτία την επίμαχη υπόθεση, εφ’ όσον τη στιγμή που φέρεται ότι έχει υπαχθεί στο καθεστώς του προστατευόμενου μάρτυρα, αναφορικά με την εν λόγω υπόθεσή της, έπρεπε άνευ ετέρου και απαραιτήτως το μεν να μην αναγραφούν τα προσωπικά της στοιχεία στο δημόσιο έκθεμα του δικαστηρίου (Πλημμελειοδικείου), το δε να είχε διαταχθεί από τον αρμόδιο Εισαγγελέα, τουλάχιστον από την προτεραία η απόσυρση της υπόθεσης και ο προσδιορισμός εκδίκασής της σε μεταγενέστερη δικάσιμο.  Μια εξήγηση ή διασαφήνιση του όλου ζητήματος  θα μπορούσε να δοθεί μέσω της σχετικής (εάν υπήρξε) αλληλογραφίας των δυο Εισαγγελικών λειτουργών ή της αρμόδιας υπηρεσίας Πρωτοκόλλου της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου.

Στην περίπτωση κατά την οποία πράγματι δεν έτυχε εφαρμογής η σχετική άνω διάταξη, η όλη διαδικασία λήψης των επίμαχων μαρτυρικών καταθέσεων των «τριών» αλλά και καθ’  εαυτό το περιεχόμενό τους είναι απολύτως άκυρες σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 171 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας,  – η δε ακυρότητα αυτή λαμβάνεται αυτεπαγγέλτως υπόψη σε κάθε στάδιο εξέλιξης της υπόθεσης και  δεν δύναται  μεταγενεστέρως επ’ ουδενί να καλυφθεί –, μη παράγουσες έννομες συνέπειες για ουδένα εκ  των αναφερόμενων σε αυτές προσώπων και το σημαντικότερο ότι συμπαρασύρουν ως προς την ακυρότητα, καθιστώντας ταυτόχρονα προβληματική την όλη κοινοβουλευτική επακολουθήσασα διαδικασία, ήτοι την αποστολή της σχετικής δικογραφίας στη Βουλή και την σύσταση από την τελευταία της ειδικής κοινοβουλευτικής επιτροπής διενέργειας προκαταρκτικής εξέτασης τυχόν ευθυνών των αναφερόμενων στις σχετικές  απολύτως άκυρες δικονομικά συγκεκριμένες καταθέσεις, εφ’ όσον το ένα και μόνο αντικείμενο έρευνάς της, επιστηρίζεται σε καταθέσεις, οι οποίες πέραν της εγγενούς κατά το περιεχόμενο αδυναμίας τους να χαρακτηρισθούν ως ποινικά ενδιαφέρουσες δια της στοιχειώδους αντιστοιχίας των στις οικείες νομοτυπικές υποστάσεις των αποδιδόμενων αδικημάτων και των ισχύοντων δογματικών κανόνων  και αρχών του ποινικού δικαίαου, τυγχάνουν  δικονομικά άκυρες και κατά υποχρεωτική συνέπεια ανυπόστατες, εξομοιούμενες με καταθέσεις μηδέποτε δοθείσες.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.