Από το Σοκούμι ως το… Στάνστεντ
Γράφει ο Μιχάλης Κ. Ντιναλέξης
«Επαναπατρισμός». Αμέσως-αμέσως στο μυαλό έρχονται σκηνές εμπόλεμης ζώνης. O όρος χρησιμοποιήθηκε τελευταία φορά το 1993, κατά την επιχείριση «Χρυσόμαλλο Δέρας», όταν υπό το συντονισμό της ΥΦΥΠΕΞ Βιργινίας Τσουδερού και με την κρίσιμη συμμετοχή των Ενόπλων Δυνάμεων, διασώθηκαν 2000 Έλληνες από το Σοκούμι της Αμπχαζίας. Στην περιοχή διαδραματιζόταν μεταξύ Γεωργίας και Αμπχαζίας αιματηρή σύρραξη δεκάδων χιλιάδων νεκρών, ενώ ήδη είχαν χάσει τη ζωή τους 200 ομογενείς. Τη στιγμή της επιχείρισης μάλιστα το Σοκούμι πολιορκούνταν από Αμπχάζιους και Ρώσους. Σήμερα χρησιμοποιούμε τον ίδιο όρο για τους Έλληνες του Λονδίνου! Μάλλον ως ένδειξη της ελαφρότητας των καιρών.
Ποιά είναι τα δεδομένα;
Ναι, το Ηνωμένο Βασίλειο είχε μέχρι τώρα πιο χαλαρά μέτρα και πολύ περισσότερα κρούσματα. Όμως όποιος τηρεί τον κατ’ οίκον περιορισμό είναι εξίσου ασφαλής είτε στο Λονδίνο είτε στην Αθήνα. Η πληθώρα των κρουσμάτων έχει σημασία μόνο για όποιον έχει πρόθεση να έρθει σε επαφή με το γενικό πληθυσμό, δηλ. να κυκλοφορεί.
Σε κλίνες ΜΕΘ, οι δύο χώρες βρίσκονται σε παρόμοια επίπεδα κατ’ αναλογία με τον πληθυσμό, με 6 κλίνες ανά 100.000 ανθρώπους. Το ΗΒ όμως αυξάνει τον αριθμό κλινών του κατακόρυφα με την κατασκευή εκτάκτων νοσοκομειακών μονάδων με μεγάλη χωρητικότητα.
Εν ολίγοις, δεν απειλείται κανενός η ζωή στο Λονδίνο ώστε να χρειάζεται να πάει στην Ελλάδα. Μάλιστα είναι προφανές ότι είναι σαφώς πιο επικίνδυνος ο συνωστισμός με δεκάδες άλλα άτομα στον κλειστό χώρο ενός αεροπλάνου για 3,5 ώρες αλλά και το ταξίδι μέχρι το αεροδρόμιο.
Τα δε βρετανικά σούπερ-μάρκετ είναι ξανά γεμάτα – μετά από μόλις μία εβδομάδα μερικής και όχι πλήρους έλλειψης. Έχουν ξεκινήσει ξανά τις διανομές κατ’οίκον, ενώ τα εστιατόρια που κάνουν διανομές λειτουργούν κανονικά και οι παραδόσεις γίνονται μάλιστα πιο γρήγορα λόγω της μειωμένης κίνησης στους δρόμους.
Ποιά είναι η αλήθεια;
Οι Έλληνες που ήρθαν εδώ για βιοποριστικούς λόγους, κυρίως από το 2015 και μετά, στη συντριπτική τους πλειοψηφία δεν έφυγαν ποτέ από την Ελλάδα. Δεν εντάχθηκαν στη βρετανική κοινωνία, απεχθάνονται την ανάγκη που τους επιβάλλει να ζουν εδώ και επιθυμούν να επιστρέψουν στην Ελλάδα με την πρώτη ευκαιρία.
Πολλοί από αυτούς, που τώρα δουλεύουν από το σπίτι, και μαζί τους πολλοί φοιτητές, θεωρούν ευκολότερη τη ζωή τους αν επιστρέψουν στην ελληνική οικογενειακή στέγη κατά τη διάρκεια αυτής της κρίσης.
Δεν κατανοούν, ή δεν αποδέχονται, πως σε μία κατάσταση παγκοσμίου εκτάκτου ανάγκης, κι ενώ μόλις ξεκινά η φάση έξαρσης του φαινομένου στην Ευρώπη, δεν είναι συνετός ή επαρκτής λόγος αεροπορικού ταξιδιού η ευκολία ή η θαλπωρή της οικογενειακής στέγης. Το ρόλο τους φυσικά παίζουν και οι ελληνικές οικογένειες οι οποίες πολλές φορές πολιορκούν τα παιδιά τους να επιστρέψουν, εν πολλοίς κι αυτές τρομοκρατημένες από τις εικόνες που εκλαμβάνουν από τα ΜΜΕ.
Υπάρχει φυσικά και μία ακόμη παράμετρος, αυτή της επιβάρυνσης του συστήματος υγείας. Αγωνίστηκα και αγωνίζομαι για το θέμα της ψήφου στο εξωτερικό και υπερασπίζομαι τα πολιτικά δικαιώματα των Ελλήνων του εξωτερικού. ‘Όμως είναι σαφώς πιο δίκαιο και σωστό, αν, ω μη γένοιτο, χρειαστεί, να επιβαρύνει ο καθένας το σύστημα υγείας της χώρας όπου είναι οικονομικά ενεργός, είτε ως εργαζόμενος είτε ως φοιτητής.
Οι λίγοι Έλληνες που ίσως καταστράφηκαν οικονομικά από αυτή την κρίση αυτή όταν έχασαν τη δουλειά τους (και δεν εντάχθηκαν στο πρόγραμμα επιδότησης) και φυσικά και όσοι – κάκιστα – βρέθηκαν τουρίστες εν μέσω πανδημίας, αποτελούν ίσως εξαιρέσεις στα παραπάνω. Οι υπόλοιποι όμως το συνετό και ασφαλές είναι να παραμείνουν στη Βρετανία και να τηρήσουν τις οδηγίες των αρχών και όχι να… «επαναπατριστούν»!