Αναθεώρηση του Συντάγματος…
Γράφει ο Νικήτας Αποστόλου
Με την αναγγελία των εκλογών και με δεδομένο ότι η Βουλή που θα προκύψει από αυτές θα είναι αναθεωρητική, επανέρχεται στην επικαιρότητα το σημαντικότατο ζήτημα της Συνταγματικής Οργάνωσης της Πολιτείας μας. Μέχρι σήμερα δυστυχώς, στο δημόσιο διάλογο που γίνεται στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, το ζήτημα των ενδεικνυομένων προς αναθεώρηση διατάξεων του Συντάγματος δεν συζητείται. Επειδή θεωρώ ότι το ζήτημα αυτό θα πρέπει να τεθεί στον δημόσιο διάλογο και επί πλέον ότι πρέπει να είναι ένα από τα κριτήρια με βάση τα οποία οι πολίτες θα πρέπει να διαμορφώσουν την επιλογή τους στις προσεχείς εκλογές, ως πολίτης και εγώ καταθέτω κατωτέρω την γνώμη μου.
Το Σύνταγμα του 1975, που είχε ψηφισθεί μόνο από την συγκυριακή πλειοψηφία των βουλευτών της Ν.Δ., από την σκοπιά της λαϊκής κυριαρχίας, είχε εξαρχής ουσιαστικό πρόβλημα νομιμοποίησης, λόγω της αποχώρησης, κατά την διαδικασία κύρωσής του σύσσωμης της τότε αντιπολίτευσης από την Βουλή και του γεγονότος ότι το εκλογικό σώμα των Ελλήνων πολιτών τότε δεν κλήθηκε να ψηφίσει για την κύρωσή του.
Οι γενόμενες έκτοτε μέχρι σήμερα αναθεωρήσεις των διατάξεών του έγιναν χωρίς να προηγηθεί ουσιαστικός και εξονυχιστικός διάλογος στην κοινωνία. Ο τρόπος, που φαίνεται να αντιλαμβανόταν η αναθεωρητική βουλή του 1975 το δημοκρατικό πολίτευμα, είναι η ταύτιση της δημοκρατίας με τον κοινοβουλευτισμό.
Συνέπειες αυτής της θέσης, ήταν οι εξής δύο. Η θεσμοθέτηση του δόγματος ότι οι βουλευτές αντιπροσωπεύουν το έθνος και νομοθετούν στο όνομα του και έχουν απεριόριστη την αρμοδιότητα μόνο εκείνοι να εκφράζουν τη θέληση και το συμφέρον του έθνους (άρθρα 51 και 60 του Συντάγματος). Θα έπρεπε όμως να θεσμοθετηθεί και διάταξη που να ορίζει ρητά ότι οι βουλευτές είναι εντολοδόχοι του λαού με βάση το πρόγραμμα του κόμματός τους, ώστε να δεσμεύονται ηθικά και πολιτικά και έτσι να αντιμετωπιστεί το θλιβερό φαινόμενο των «αποστασιών», το οποίο όταν συνέβαινε ευτέλιζε τον δημόσιο βίο της χώρας.
Η θεσμοθέτηση της έκφρασης της βούλησης του λαού με τον θεσμό του δημοψηφίσματος και των εκλογών ορίζεται να γίνεται με διαδικασία και περιορισμούς που οδηγούν στο αποτέλεσμα, ο λαός (το εκλογικό σώμα), ως άμεσο όργανο της πολιτείας, να περιορίζεται ουσιαστικά στο να εκφράζει την θέλησή του, είτε μια φορά κάθε 4 χρόνια στις εκλογές βουλευτών και τοπικών αρχόντων, είτε μόνο όταν του το επιτρέπει η Κυβέρνηση σε δημοψήφισμα (άρθρο 44 παράγραφος 2 και 53 του Συντάγματος). Έτσι όμως αποδυναμώνεται το κύρος του δόγματος της λαϊκής κυριαρχίας ως πηγής κάθε εξουσίας (άρθρο 1 παρ. 2).
Με αυτή τη θεσμοθέτηση και άλλες, επινοήθηκε μια διαστροφή της δημοκρατίας, με συνέπεια να αποσπασθεί για ιστορικά ζωτικά ζητήματα η λήψη απόφασης από τον φυσικό της φορέα, τον λαό και να μεταφερθεί στο κοινοβούλιο και την Κυβέρνηση.
Έμπρακτη απόδειξη του γεγονότος αυτού είναι ότι ποτέ ο Ελληνικός Λαός δεν αποφάνθηκε για ζωτικές κορυφαίες πολιτικές επιλογές, όπως ήταν η εισαγωγή μας στην ΕΟΚ, στην Ευρωζώνη, στο Ευρώ στα μνημόνια, η ψήφιση του PSI, το όνομα των «Σκοπίων».
Από το 1975 μέχρι σήμερα, μόνο μία φορά, τον Ιούλιο του 2015 ο λαός με δημοψήφισμα αποφάνθηκε για ζωτικό και κορυφαίο ζήτημα, το εάν εγκρίνει την θέσπιση τρίτου μνημονίου και τότε, την απόφασή του, το πολιτικό σύστημα την αγνόησε, «τυπικά» και «νόμιμα».
Στο σύνταγμα του 1975 για πρώτη φορά τα πολιτικά κόμματα ρητά αναγνωρίζονται ως πολιτικά υποκείμενα, όργανα της πολιτείας μας. Τα κόμματα είναι στοιχείο του κοινοβουλευτικού συστήματος. Όμως, ως προς την οργάνωση και λειτουργία των, το σύνταγμα περιορίζεται μόνο στην ευχή, ότι «οφείλουν» να εξυπηρετούν την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος, ενώ σε ότι αφορά την οικονομική ενίσχυσή των από το δημόσιο περιέχει λεπτομερή ρύθμιση.
Όπως διαχρονικά αποδείχθηκε με την λειτουργία των διατάξεων του Συντάγματος του 1975 και με την δεδομένη δομή των κομμάτων, κατ’ ουσίαν το πολίτευμα της χώρας λειτούργησε ως μια διαδοχική τετραετής κυβερνητική απολυταρχία του εκάστοτε εκλεγμένου πρωθυπουργού με κοινοβουλευτικό μανδύα.
Η θεσμική ισχυροποίηση της Κυβέρνησης και ιδιαίτερα του Πρωθυπουργού, προβλήθηκε με το επιχείρημα το 1975 ότι είναι αναγκαία η ισχυρή εκτελεστική εξουσία για την ταχεία και αποτελεσματική αντιμετώπιση των περίπλοκων και δύσκολων προβλημάτων της εποχής μας. Όμως τα αποτελέσματα των πολιτικών, όσων διετέλεσαν Πρωθυπουργοί, αποδείχθηκαν ανεπαρκή έως καταστροφικά στα αντικείμενα του δημοσίου χρέους, της εναρμόνισης της οικονομίας με εκείνες της Ε.Ε., του δημογραφικού κ.α. παρά το γεγονός ότι ο λαός με την ψήφο του διασφάλιζε την πολιτική σταθερότητα διαχρονικά από το 1974 μέχρι σήμερα.
Δεν πρέπει να παραβλέψουμε και το γεγονός ότι η «τεχνολογική» αναγκαιότητα μιας συγκεντρωτικής ισχυρής εκτελεστικής εξουσίας, ήταν ένα από τα επιχειρήματα των οπαδών του ολοκληρωτισμού την εποχή του μεσοπολέμου.
Αν και βασική αρχή κάθε δημοκρατικού πολιτεύματος είναι η διάκριση των τριών λειτουργιών της κρατικής εξουσίας, εκτελεστικής, νομοθετικής και δικαστικής, το σύνταγμα του 1975 δεν θεσμοθέτησε ασυμβίβαστο για την κατοχή του αξιώματος του Υπουργού και του Βουλευτή.
Ο Ανδρέας Παπανδρέου προκειμένου να χρησιμοποιήσει με απολυταρχικό τρόπο την άσκηση της εξουσίας, προχώρησε το 1986 στην αναθεώρηση ένδεκα άρθρων του Συντάγματος. Με την αναθεώρηση εκείνη ενισχύθηκαν υπέρμετρα οι εξουσίες του Πρωθυπουργού. Το κοινοβούλιο παρέμεινε απλά το φύλλο συκής ενός ακόμη πιο πρωθυπουργικού συστήματος κυβερνητικής απολυταρχίας.
Στις Δημοκρατίες η δικαστική λειτουργία είναι έργο του δικαστικού σώματος, το οποίο πρέπει να είναι ανεξάρτητο από την Κυβέρνηση, σύμφωνα με το δημοκρατικό δόγμα της διακρίσεως των τριών λειτουργιών της κρατικής εξουσίας, (εκτελεστικής, νομοθετικής, δικαστικής).
Όμως, την ανεξαρτησία του δικαστικού σώματος, την έπληξε καίρια, η θεσπισθείσα συνταγματική διάταξη (αρ. 90 παρ.5), που δίνει την αρμοδιότητα επιλογής της ηγεσίας της Δικαιοσύνης στο Υπουργικό Συμβούλιο. Επίσης υπονομεύεται η ανεξαρτησία του και από το γεγονός ότι δεν θεσμοθετήθηκε στο άρθρο 89 διάταξη να επιβάλλει το ανεπίτρεπτο του διορισμού συνταξιούχων δικαστών σε διοικητικές θέσεις (Προεδρίας διοικητικών συμβούλιων, ανεξαρτήτων αρχών, ΝΠΔΔ και Επιτροπών). Οι ρυθμίσεις των ανωτέρω άρθρων, ως έχουν, ευνόησαν την διαπλοκή μεταξύ του πολιτικού συστήματος και του δικαστικού σώματος.
Άλλο άτοπο και άστοχο σε σχέση με την δικαιοσύνη είναι το γεγονός ότι με τις συνταγματικές διατάξεις (όπως αυτές αναθεωρήθηκαν), αφαιρέθηκαν δικαιοδοτικές αρμοδιότητες από το δικαστικό σώμα σχετικά με τα αδικήματα των Υπουργών και των βουλευτών και εκχωρήθηκαν στο νομοθετικό σώμα, την Βουλή (άρθρο 86 όπως αναθεωρήθηκε το 2001 και 2019).
Σημειώνουμε εδώ και την πρακτική των Κυβερνήσεων, για να εμποδίζεται ο δικαστικός έλεγχος διοικητικών πράξεων και ιδίως των συμβάσεων, με την τακτική της κύρωσης με νόμο των πράξεων αυτών.
Το άρθρο 28 στο Σύνταγμα του 1975, κρύβει μέσα του την δυνατότητα αποδόμησης της συνταγματικής υπόστασης του κράτους μας. Αποτελεί το κουκούλι, που μέσα του επωάζεται η ολοκληρωτική κατάλυση της ελληνικής πολιτείας, της εθνικής κυριαρχίας και ανεξαρτησίας, υπέρ των διεθνών υπερκρατικών οργάνων, αγορών, δανειστών και “επενδυτών” στα πλαίσια του δόγματος της παγκοσμιοποίησης. Μιας παγκοσμιοποίησης που όπως εξελίσσεται δεν είναι για την αδελφοποίηση των λαών αλλά του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Μετά από επιβολή των τριών μνημονίων και των εφαρμοστικών των νόμων, η συνταγματική τάξη στην χώρα έχει αλλάξει ριζικά. Οι επιβληθείσες «διεθνείς δεσμεύσεις» της, έχουν αναδειχθεί σε απόλυτο ρυθμιστή της εσωτερικής έννομης τάξης. Κανένα ανθρώπινο, κοινωνικό, ή πολιτικό δικαίωμα του ελληνικού λαού (άρθρα 4 παρ.5, 21, 22 και 25 του Συντάγματος) δεν υπερτερεί έναντι των «διεθνών δεσμεύσεων».
Οι διατάξεις των δανειακών συμβάσεων και των μνημονίων έχουν πλέον προετοιμάσει το πέρασμα του ελέγχου της χώρας σε υπερκρατικά και υπερεθνικά κέντρα εξουσίας. Σαφέστατα φαίνεται αυτό στον νόμο 4335/2015.
Γι’ αυτό επιβάλλεται ο λαός μας, ως πηγή όλων των εξουσιών, να αναδείξει μέσω των προσεχών εκλογών της αναθεωρητικής Βουλής, μέλη της, τα οποία θα προτείνουν προς αναθεώρηση εκείνες τις συνταγματικές διατάξεις, ώστε να επιτευχθεί η εξ υπαρχής συγκρότηση γνήσια δημοκρατικού κράτους, με θεσμούς άμεσης δημοκρατίας, με ευρεία αρμοδιότητα, αποσκοπώντας στην οργάνωση ενός κράτους πολιτών και όχι υπηκόων.
Έτσι ενεργώντας, θα δικαιωθούμε απέναντι στους λαούς της Γης, αφού θα τους κάνουμε να θυμηθούν από πού καταγόμαστε και συγχρόνως να τους υποδείξουμε μια νέα εμπνευσμένη σύγχρονη πρωτοποριακή γνήσια δημοκρατική κρατική οργάνωση, αντάξια της κληρονομιάς μας, προσφορά μας στην ανθρωπότητα.
*Ο Νικήτας Αποστόλου είναι πρ. Τμηματάρχης του Υπουργείου Γεωργίας