Εξάρχεια: Ένα ”γαλατικό χωριό” ή άντρο αναρχικών στην καρδιά της Αθήνας;
Γράφει η Κρινιώ Καλογερίδου, Συγγραφέας
Στη ζωή μου πορεύτηκα κάτω από τη σκιά δύο ανθρώπων, που σημάδεψαν την πορεία μου και διαμόρφωσαν την προσωπικότητά μου. Ο πρώτος ήταν ο πατέρας και δάσκαλός μου, που φύτεψε μέσα μου τις ιδέες και τις αξίες: την αγάπη για την πατρίδα, τη δημοκρατία, την ελευθερία και τον πάσχοντα άνθρωπο.
Ο δεύτερος ήταν μια συγγραφέας, η Πηνελόπη Δέλτα, που ομόρφυνε τη ζωή μου απ’ τα πρώτα κιόλας χρόνια της, και την πλούτισε με εμπειρίες, γνώσεις και ευγενή συναισθήματα, με πρώτο απ’ όλα την φιλοπατρία!.. Είναι κάτι ανεξήγητο, αλλά όποτε μ΄’ έφερνε ο δρόμος μου στη γειτονιά των Εξαρχείων, ένιωθα την καρδιά μου να σφίγγεται φέρνοντας στο μυαλό μου τα λόγια του πατέρα μου για την πατρίδα και τη Δημοκρατία, που ”είναι το δικαιότερο πολίτευμα”.
Το περίεργο είναι βέβαια πως αυτόν τον συγκερασμό, φιλοπατρίας και Δημοκρατίας, όλο και αραιότερα τον άκουγα έκτοτε, σε σημείο που φτάσαμε σήμερα να θεωρούμε την πρώτη ασύμβατη με τη δεύτερη κι από κοινού τις δυο τους να φαντάζουν στη σκέψη μας σαν ” οξύμωρο σχήμα” γλωσσικής ”ευρεσιτεχνίας”…
Όμως δεν είναι έτσι. Δεν είναι καθόλου έτσι, ευτυχώς. Αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι στη χώρα που ατονεί ο πατριωτισμός, ατονεί και η έγνοια για το δημόσιο συμφέρον και το συλλογικό μέλλον της. Κι αυτά τα δυο επιτάσσουν σήμερα μεταρρυθμίσεις, για να αλλάξουν οι νοσηρές αντιλήψεις και συμπεριφορές. Να πάψουν να ενδιαφέρονται οι πολίτες μόνο για το ”εγώ” και το εφήμερο και να νοιάζονται για το”εμείς” και το διαχρονικό.
Αυτά σκεφτόμουν και την τελευταία φορά που επισκέφθηκα τα Εξάρχεια για κάτι επαγγελματικό. Όμως με προσγείωσε η πραγματικότητα, τα νέα απ’ τις αναρτημένες εφημερίδες, τα κλειστά μαγαζιά, η ”οσμή” της αναρχίας τριγύρω μου. Διάβαζα ψιθυριστά τους πηχιαίους τίτλους μιας απ’ αυτές:
”Η Δίωξη Ναρκωτικών έχει προκαλέσει μεγάλο χτύπημα στις δραστηριότητες της Αλβανικής Μαφίας στα Εξάρχεια. Η Αλβανική Μαφία έχει αρχίσει να αναδιπλώνεται και να υποχωρεί. Τα κυκλώματα αναζητούν πλέον άλλες περιοχές για να δραστηριοποιούνται…”
Ένιωσα ένα αθέλητο σπρώξιμο απ’ τον κόσμο που κυκλοφορούσε δίπλα μου κι αναγκάστηκα να κάνω πίσω. Έριξα μια αφηρημένη ματιά ένα γύρο με ύφος αποκαρδιωτικό απ’ τα αναρχικά χνάρια που βλέπω στις εισόδους των πολυκατοικιών και τα καταστήματα.
Ήξερα ότι τα Εξάρχεια είχαν ανέκαθεν τον δικό τους μποέμ χαρακτήρα, τον εκρηκτικό, τον αυθάδικο, τον ρέμπελο της ”γαλατικής” συνοικίας της Αθήνας, της αναρχοαυτόνομης ”παρέας” αριστεριστών της αμφισβήτησης και της επανάστασης, που έβγαινε πρώτη συνήθως στο ”παιχνίδι” με τους ”κλέφτες και τους αστυνόμους” στο πολύπαθο Κέντρο.
Προχώρησα με αργά βήματα μέσα στο πλήθος. Οι εμπορικές δραστηριότητες έδιναν κι έπαιρναν τη μέρα, με πρώτα σε κίνηση τα βιβλιοπωλεία και τους εκδοτικούς οίκους της περιοχής που είχαν πολλές αβαρίες απ’ τα συνεχόμενα χτυπήματα της αναρχίας. Έφερα στον νου μου, ασυναίσθητα, μια συνομιλία που είχα πρόσφατα μ’ έναν συνάδελφο, κάτοικο της περιοχής.
– Τα Εξάρχεια ήταν πάντα ο ”ομφαλός” της αντίστασης απ’ την Κατοχή και τον Εμφύλιο μέχρι τις μέρες μας. Μην ξεχνάς πως είχαν ιδιαίτερη συμβολή στον αντιδικτατορικό αγώνα επί Χούντας και γι’ αυτό έκτοτε έγιναν το καταφύγιο των ατίθασων, των μοναχικών, των αντιδραστικών, των διαφορετικών, των επαναστατών με αιτία ή χωρίς αυτήν…
– Εγώ δεν αναγνωρίζω στο πρόσωπό τους κανέναν επαναστάτη και κανέναν ρομαντικό που βιαιοπραγεί κατά άλλων, καταστρέφει την ιδιωτική και δημόσια περιουσία και μετατρέπει την περιοχή σε ”γκέτο” άντρο κακοποιών και τρομοκρατών, που γράφουν με τα μελανότερα χρώματα την ιστορία της σύγχρονης Αθήνας, του είπα κοφτά.
– Έχεις απόλυτο δίκιο, μου είπε. Έχουν γίνει κράτος εν κράτει οι αναρχικοί στα Εξάρχεια. Μετέτρεψαν μια ζωντανή αθηναϊκή συνοικία σε ”γαλατικό χωριό”. Κι όσο σκέφτομαι τα Δεκεμβριανά του ’08 με τη δολοφονία του Γρηγορόπουλου, ανατριχιάζω… Αλλά έτσι ήταν πάντα αυτή η πλατεία, είν’ αλήθεια. Δεν έβρισκε ποτέ την ησυχία της. Σαν να ήταν καταραμένη, αν και είχε γνωρίσει μεγάλες στιγμές στα χρόνια της Κατοχής και της Αντίστασης…‟
” Οι ρομαντικοί εναλλάσσονταν με τους οργισμένους κι οι οργισμένοι με τους αναρχικούς… Απ’ τα γεγονότα του ’77 και ’79 που με βρήκαν μαθητή στο σχολείο, μέχρι εκείνα του ’82 και ’85 επί Ανδρέα με τους αναρχικούς, τις επιχειρήσεις ”Αρετή” της Αστυνομίας και τους ”Εμιγκρέδες πατριώτες” του φιλήσυχου ”κράτους των Εξαρχείων”…
– Εγώ θυμάμαι τα γεγονότα του ’90-91, όταν πρωτοήρθα στην Αθήνα επί Μητσοτάκη, με την αθώωση του Μελίστα, το κάψιμο της πρυτανείας και τις 500 συλλήψεις αναρχικών, που τραγουδούσαν το ”πότε θα κάνει ξαστεριά”…, είπα συνοφρυωμένη.
– Ααα, ήταν ο εργασιακός πυρετός της εποχής και έπρεπε να συνοδεύεται από ένα ηρωικό άσμα…, είπε με χιούμορ ο συνάδελφος. Αλλά έπεσες στην περίπτωση του αστεριού που ανατέλλει… Γιατί το ’91 πρωτογνωρίσαμε τον Αλέξη απ’ τις καταλήψεις, σχολίασε χαμογελώντας εκείνος
– Ναι είχε κάνει εντύπωση, θυμάμαι, σ’ όλους τους καθηγητές εκείνο το κουκλίστικο πρόσωπο με την αλογοουρά, που έκοβε κι έραβε στις καταλήψεις…, μουρμούρισα. Πού να ξέραμε σε τι περιπέτειες θα μας έβαζε αργότερα…
– Τουλάχιστον οι επιπτώσεις τους ήταν αναίμακτες…, σε αντίθεση…, μουρμούρισε και σταμάτησε ξαφνικά αφήνοντας στον αέρα τη φράση.
– Εννοείς τις τρομοκρατικές επιθέσεις, σίγουρα, που σημάδεψαν όλο το Κέντρο και τα γύρω προάστια…, υπέθεσα.
– Ναι, αυτές εννοώ και δεν ήταν μόνο η 17 Νοέμβρη, αλλά και οι ”Ληστές με τα Μαύρα” το 2000, το ζευγάρι Μαζιώτης και Ρούπα, ο Επαναστατικός Αγώνας και οι ”Πυρήνες της Φωτιάς” πιο πρόσφατα… Ωστόσο όλα άρχισαν το ’75 με τη δολοφονία απ’ τη 17 Ν του Σταθμάρχη της CIA Ρίτσαρντ Γουέλς στο Ψυχικό…
– Και τώρα, τι γίνεται τώρα με τα Εξάρχεια; τον ρώτησα με κρυμμένη αγωνία.
– Τι είχες Γιάννη, τι είχα πάντα, ήταν την τελευταία τετραετία… Είχε καεί το σύμπαν κι εμείς κοιμόμασταν και ξυπνούσαμε με φόβο… Τώρα, με τον Χρυχοΐδη, ίσως καλυτερέψουν τα πράγματα… Αλλά είναι έντονη ακόμα η έλλειψη αστυνόμευσης. Ένας ένστολος γείτονας μού έλεγε τις προάλλες πως δε μπορεί να περάσει μέσα από τα Εξάρχεια… Για φαντάσου…
– Εδώ δεν μπορεί να περάσει το ανακριτικό της τροχαίας, αν γίνει κάποιο δυστύχημα, είπα συλλογισμένη έχοντας κατά νου σχετικό δημοσίευμα.
– Αυτό και μόνο δείχνει την πλήρη εγκατάλειψη των Εξαρχείων από το κράτος. Τουλάχιστον αυτό συνέβαινε μέχρι τώρα…, έκανε αναστενάζοντας.
– Είναι αλήθεια ότι οι δημόσιες υπηρεσίες έχουν εγκαταλείψει την περιοχή και οι τράπεζες φεύγουν σιγά – σιγά, για να μην την πάθουν σαν την Marfin; τον ρώτησα αποθαρρυμένη.
– Έτσι όπως έγιναν τα Εξάρχεια, κανείς της περιοχής δεν μπορεί να εξυπηρετηθεί βασικά. Στο τετράγωνο μεταξύ των οδών Πατησίων – Αλεξάνδρας – Ιπποκράτους και Ακαδημίας δεν υπάρχει ούτε ένα ΑΤΜ ανοικτό, να φανταστείς. Ως και το ταχυδρομείο της οδού Ζαΐμη έκλεισε πριν μερικά χρόνια χρόνια και αναγκάζονται οι Εξαρχειώτες να πάνε σ’ άλλη περιοχή, για να πάρουν μια συστημένη επιστολή ή να στείλουν τα δέματά τους…
– Ευτυχώς που σώθηκε, όπως έμαθα, ένα απ’ τα ιστορικότερα Δημοτικά Σχολεία της Αθήνας…, του είπα παρηγορητικά, με το μυαλό μου σε μια φίλη δασκάλα που υπηρετούσε εκεί.
– Α, ναι… Λες για το 35ο…, έκανε κουνώντας το κεφάλι του. Σ’ αυτό πήγαιναν, πράγματι, πολλά παιδιά παλιά στο παρελθόν, αλλά τώρα λιγόστεψαν επικίνδυνα, με κίνδυνο να μπει λουκέτο στο σχολείο…
– Κατά τα άλλα… οδεύουμε επιτέλους προς αποκατάσταση της ομαλότητας στην περιοχή, όπως υποσχέθηκαν οι νυν κυβερνώντες; τον ρώτησα χαμογελώντας.
– Είναι φανερό ότι κάτι καλύτερο γίνεται απ’ τους προηγούμενους, αλλά δεν ξέρω αν συμβαίνει αυτό για τα μάτια του κόσμου ή ενόψει της επικείμενης ΔΕΘ. Οι επιχειρήσεις – σκούπα δε με παρηγορούν. Χρειάζονται μέτρα βάσει σχεδίου… Έχουν δει πολλά τα μάτια μου και γι’ αυτό είμαι επιφυλακτικός, αν ελπίζω σε κάτι καλύτερο, γιατί έχω εμπιστοσύνη στον Χρυσοχοΐδη…
– Έχεις δίκιο να είσαι επιφυλακτικός, γιατί η κατάσταση εξακολουθεί να είναι έκρυθμη ειδικά στις σχέσεις των αστυνομικών με τους αναρχικούς, απ’ ό,τι διαβάζω…, είπα ανήσυχη.
– Αν δεν μπει ένα τέλος και μ’ αυτήν την κυβέρνηση στο δράμα μας, τότε θα πάρουμε τα βουνά…, μονολόγησε απογοητευμένος.
– Η καλή πρόθεση πάντως υπάρχει και τα πρώτα μέτρα του υπουργού ήταν ενθαρρυντικά…, του είπα παρηγορώντας τον.
– Να είναι αποτελεσματικά μάς ενδιαφέρει, για να ‘χουμε ελπίδα για επιβίωση στην περιοχή, γιατί τώρα δε ζούμε, φυτοζωούμε με τις τόσες μολότοφ που τρώμε καθημερινά…, μουρμούρισε με μικρό αναστεναγμό.
– Θα είναι αποτελεσματικά. Είμαι σίγουρη, του είπα με χαλαρό τόνο και τον κοίταξα καρφωτά στα μάτια, για να του μεταδώσω την αισιοδοξία μου.
Κούνησε το κεφάλι χαμογελώντας και, πιάνοντάς με αγκαζέ, σημάδεψε με τον δείκτη του δεξιού του χεριού ένα κοντινό ζαχαροπλαστείο.
– Στο όνομα της ελπίδας για νεκρανάσταση των Εξαρχείων ας πάμε να πιούμε κάτι δροσιστικό. Τι λες;
– Και δεν πάμε; του είπα ανακουφισμένη, γιατί απ’ την αυγουστιάτικη ζέστη μού ερχόταν λιποθυμιά…
Λίγα λεπτά μετά, καθώς πίναμε μια παγωμένη λεμονάδα, του ζήτησα να βγάλει ένα συμπέρασμα, με βάση το δίλημμα που του έθεσα.
– Λοιπόν, είναι ”γαλατικό χωριό” τα Εξάρχεια ή άντρο αναρχικών τελικά; Πού το κατατάσσεις; τον ρώτησα χαριτολογώντας.
– Τι να σου πω τώρα, δεν ξέρω ειλικρινά… Ή μάλλον ξέρω!.. Ξεκίνησε σαν ”γαλατικό” και τώρα έγινε άντρο με τα όλα του. Και άντρο και γιάφκα και ”σφηκοφωλιά” των αναρχικών και των άλλων καλόπαιδων της Αριστεράς…, είπε και, γέρνοντας στην πλάτη της πολυθρόνας του, ξέσπασε σ’ ένα νευρικό γέλιο για να ξεθυμάνει…
”Κρινιώ Καλογερίδου” (Βούλα Ηλιάδου)