«Αν βουληθώ να σ’ αρνηθώ, να σ’ απολησμονήσω…»
Γράφει ο Γεώργιος Λ. Κωνσταντόπουλος, Νομικός
«Ο Απρίλης είναι ο πιο άσπλαχνος μήνας» γράφει κάπου στην «Έρημη Χώρα» του ο Τ.Σ. Έλιοτ. Τότε, «κάποια ευπαθή νύχτα του Απρίλη», επέλεξε ο στρατιωτικός Ηγέτης της κυπριακής Εποποιίας, ο αειθαλής Στρατηγός Γεώργιος Γρίβας-«Διγενής», να πυροδοτήσει την θρυαλλίδα της Ελευθερίας του κυπριακού Ελληνισμού από τον βρετανικό αποικιοκρατικό ζυγό. Λίγες στιγμές μετά τα μεσάνυχτα της 31ης Μαρτίου προς 1η Απριλίου 1955 το χρυσοπράσινο φύλο της Μεσογείου φλογίζεται από εκρήξεις ενώ στις καρδιές των Ελληνοκυπρίων φουντώνει ο πόθος της Ελευθερίας και της Ένωσης με την Μητέρα-πατρίδα. Ο ένοπλος εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας της Εθνικής Οργάνωσης Κυπρίων Αγωνιστών (Ε.Ο.Κ.Α.) γράφει τις πρώτες γραμμές ενός ανυπέρβλητου Έπους αντάξιου των ενδοξότερων κατορθωμάτων του Έθνους μας.
Το αίμα του Μόδεστου Παντελή, του πρώτου νεκρού της Οργάνωσης, στερέωσε σε γερά θεμέλια την έναρξη του Αγώνα, που συγκέντρωσε τον ετερόκλητο μεν αλλά βαθύτατο θαυμασμό της διεθνούς γνώμης για την θυσιαστική αυταπάρνηση, το απαράμιλλο φρόνημα ανδρείας των πολεμιστών και την αδάμαστη ελευθεροφροσύνη του Ελληνισμού της πολυφίλητης Κύπρου. Εγκωμιάστηκε με συγχαρητήριο τηλεγράφημα του Φιντέλ Κάστρο προς τον Διγενή∙ συγκίνησε τον Αλμπέρ Καμύ που επιφύλαξε μύδρους, στο περίφημο άρθρο του για τον 23χρονο καταδικασθέντα σε απαγχονισμό Μιχαλάκη Καραολή, “L’ enfant grec”, εναντίον του Στέμματος που ανερυθρίαστα οδηγούσε στην αγχόνη αμούστακους εφήβους∙ γαλβάνισε το φρόνημα των Ιρλανδών Εθνικιστών του IRA για την διεκδίκηση της δικής τους Ανεξαρτησίας από την Βρετανική Κοινοπολιτεία.
Γραμμένη από χέρι με συναίσθηση του αείποτε ανεξόφλητου γραμματίου προς την πατρίδα, μπολιασμένη με τα ζείδωρα νάματα του Έθνους, ριζωμένη στην Ιστορία και στραμμένη προς το μέλλον, η προκήρυξη που κατακλύζει κάθε γωνιά του νησιού ξεκινά ως εξής:
«Με την βοήθειαν του Θεού, με πίστιν εις τον τίμιον αγώνα μας, με την συμπαραστάσιν ολόκληρου του Ελληνισμού και με την βοήθειαν των Κυπρίων, αναλαμβάνομεν τον αγώνα δια την αποτίναξιν του Αγγλικού ζυγού, με σύνθημα εκείνο το οποίον μας κατέλιπαν οι πρόγονοι μας ως ιεράν παρακαταθήκην: «Ή ταν ή επί τας»
Και λίγο αργότερα καταλήγει με το εθνικό προσκλητήριο, που μετετράπη σε παλλαϊκό κύμα που πύκνωσε τόσο την Οργάνωση, ώστε Λαός και ΕΟΚΑ συνταυτίστηκαν σε μια –πλην των κομμουνιστών και ελαχίστων προδοτικών στοιχείων- αξεδιάλυτη ενότητα:
«Έλληνες, όπου και αν ευρίσκεσθε, ακούσατε την φωνήν μας: Εμπρός, όλοι μαζί για την λευτεριά της Κύπρου μας».
Από την ημέρα εκείνη μέχρι τις 25 Νοεμβρίου 1958, όποτε και σκοτώνεται ο Σάββας Ροτσίδης, ο τελευταίος νεκρός του αγώνα της ΕΟΚΑ, το ελληνικό δένδρο της Ελευθερίας ψήλωσε, διψασμένο για το σφρίγος της άλκιμης νιότης των εφήβων που έχυσαν άφθονο αίμα στα βουνά της Τρόοδος και τις αγχόνες∙ το Εικονοστάσι του Έθνους πλούτισε από τις σεπτές και ιερές μορφές των Ηρώων και Μαρτύρων του Αγώνα.
Οι Βρετανοί αποικιοκράτες, αποστειρωμένοι ιδανικών, πίστεψαν αφελώς ότι φυλακίζοντας τα ηρωικά σκηνώματα όσων θυσιάστηκαν θα ενταφίαζαν και την ορμή του αγώνα κάμπτοντας την γενναιοφροσύνη και την πάνδημη ορμή.
Δεν φυλακίζεται όμως η Ελευθερία. Στης Λευκωσίας τα Φυλακισμένα Μνήματα κατοικούν ελεύθερες, αδούλωτες, ελληνικές ψυχές των οποίων η ανδρεία δεν στριμώχνεται σε λέξεις- θα ήταν ασέβεια. Απαγχονισθέντες οι Μιχαλάκης Καραολής, Ανδρέας Δημητρίου, Ανδρέας Ζάκος, Ιάκωβος Πατατσός, Χαρίλαος Μιχαήλ, Μιχαήλ Κουτσόφτας, Στέλιος Μαυρομάτης, Ανδρέας Παναγίδης και Ευαγόρας Παλληκαρίδης∙ Ευκλεώς πεσόντες οι Μάρκος Δράκος, Γρηγόρης Αυξεντίου, Στυλιανός Λένας, Κυριάκος Μάτσης.
Αν διαβάσει κανείς για την δράση, την στωικότητα εμπρός στον ικρίωμα του θανάτου (λες και γεννήθηκαν έτοιμοι για να τελευτήσουν), τις απαράμιλλες επιδόσεις στα πεδία των μαχών θα ταυτιστεί με ό,τι, ο δαφνοστεφής Ποιητής της πολυφίλητης Κύπρου, Κώστας Μόντης, χώρεσε –η μοναδική αυτή ιδιότητα των Ποιητών!- μέσα σε δυο στίχους:
«Όταν διάβασα την ιστορία σου,/το βράδυ είχα πυρετό». (Ποιητική Συλλογή «Στιγμές», 1958)
Δεν προκαλεί, λοιπόν, εντύπωση η οργίλος πλην αγέρωχη και ελληνοπρεπής απόκριση του Κυριάκου Μάτση, του χιλιοβασανισμένου στο κολαστήριο της Ομορφίτας, προς τον Κυβερνήτη Χάρντινγκ, όταν ο τελευταίος του πρότεινε έναντι τριάντα ματοβαμένων αργυρίων να προδώσει τον Αρχηγό του. Σφίγγοντας την γροθιά του και χτυπώντας βίαια το τραπέζι απάντησε: «Ου περί χρημάτων τον αγώνα ποιούμεθα, αλλά περί αρετής. Λυπούμαι εξοχότατε, αλλά με προσβάλλετε».
Μην προσδοκάτε σήμερα κάποιο επετειακό αφιέρωμα, μια επίσημη εκδήλωση μνήμης, ένα τιμητικό στεφάνι… Πολλώ δε μάλλον μην αναμένετε την θεσμοθέτηση της 1ης Απριλίου ως εθνικής επετείου ή ως επίσημης αργίας. Ακόμα χειρότερα μην περιμένετε τα παιδιά μας να διδαχθούν το τετραετές έπος του τιτάνιου Αγώνα του Κυπριακού Ελληνισμού στα σχολεία και τα σχολικά εγχειρίδια. Σώνονται σιγά-σιγά και οι εκπαιδευτικοί με πατριωτικό λόγο είτε καταπνίγονται στο σκοτεινό σπιράλ της εθνομηδενιστικής τυραννίας…
Στον Στρατηγό Διγενή που ανακηρύχθηκε δεύτερος μετά τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη «ΑΞΙΟΣ ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΔΟΣ» από την Ελληνική Βουλή στις 18 Μαρτίου 1959 δεν προσήκει, ως φαίνεται, τέτοια τιμή από ένα επιλήσμον και αγνώμον κράτος που λαφυραγωγεί το ψυχικό, ηθικό και εθνικό απόθεμα των προγονικών αγώνων.
Το επετειακό δίδαγμα που αντλείται είναι η αντίσταση στην λήθη και η υπόμνηση της εθνικής αλήθειας. Είναι το χρέος που κανοναρχεί ο Γεώργιος Σεφέρης:
«Κύριε, βόηθα να θυμόμαστε /πώς έγινε τούτο το φονικό·/την αρπαγή το δόλο την ιδιοτέλεια,/το στέγνωμα της αγάπης·/Κύριε, βόηθα να τα ξεριζώσουμε…».