Υπάρχουμε…

Υπάρχουμε,
σ’ ένα κατακερματισμένο σήμερα,
ανάμεσα σε ορίζοντες απροσπέλαστους,
ανάμεσα σε χέρια τεντωμένα
που ψηλαφούν τα σκοτάδια.

Υπάρχουμε,
χωρίς να ξέρουμε το γιατί,
βαδίζοντας δρόμους άγνωστους,
απέναντι σ’ άγνωστο τέλος,
θρυμματιζόμενοι από πλαστότητες
και αυταπάτες.

Υπάρχουμε
μέσα στους μύθους μας,
αναζητώντας τη λύτρωση
σε φαιδρά είδωλα.

Από το «ΛΟΓΟΣ και αιτία για μια σιωπή»

Υπάρχουμε…
Ό,τι πιο σημαντικό μπορεί να ειπωθεί.

Υπάρχουμε. Έστω ως μόρια σκόνης στα μάτια τού σύμπαντος.

Τότε που έγραφα αυτό το ποίημα, εγώ και περισσότερα από 25 χρόνια, ήμουν σε μια ταράτσα της Μονεμβασιάς. Μπροστά μου μια ατελείωτη ακύμαντη θάλασσα, ένα μοναδικό μπλε. Κάποιες γάτες λιάζονταν στο λιθόστρωτο δρομάκι του τείχους, ενώ μέσα από τις αιωνόβιες γκρίζες πέτρες έβγαιναν περίεργες και τρομαγμένες κάποιες σαύρες.

Η σιωπή ήταν απόλυτη. Θυμάμαι πως διάβαζα βυζαντινή ιστορία. Τον Γάλλο Γκουστάβ Σλουμπερζέ, την «Η βυζαντινή εποποιία», τον τόμο «Νικηφόρος Φωκάς», μια έκδοση του 1905. Ο βίος τού δεινού βυζαντινού στρατηγού, και, μετέπειτα αυτοκράτορα (963 – 969), ήταν η πορεία ενός φωτεινού αστεριού σ’ έναν καταμέλανο ουρανό, που την έκοψε βίαια η συνωμοσία τής γυναίκας του, της αυτοκράτειρας Θεοφανούς, η οποία οργάνωσε την δολοφονία του από όργανα των συνωμοτών (10/12/969). Τον έσφαξαν όταν κοιμόταν, όχι στο αυτοκρατορικό κρεβάτι, αλλά στο πάτωμα, κάτι που συνήθιζε ο σκληροτράχηλος στρατιώτης, που απεχθανόταν τις ανέσεις και τις αυτοκρατορικές πολυτέλειες.

Ο βίος του διασώθηκε από χρονικογράφους της εποχής και έγινε αντικείμενο μελέτης από ιστορικούς, για να φτάσει στα δικά μου μάτια χίλια χρόνια μετά την δολοφονία του. Μια ιστορία χιλίων και περισσότερων ετών.

Χίλια και περισσότερα χρόνια ζει και το μεγάλο του έργο: Η μονή Μεγίστης Λαύρας τού Αγίου Όρους, γιατί ο Νικηφόρος Φωκάς χρηματοδότησε και έδωσε ό,τι άλλο χρειαζόταν στον φίλο του Αθανάσιο Αθωνίτη, για να την ιδρύσει. Στα χίλια τόσα χρόνια, το Άγιον Όρος έγινε η θαυμαστότερη μοναστική πολιτεία σε όλον τον κόσμο. Υπάρχει και μετά την δολοφονία τού Νικηφόρου Φωκά και μετά τον θάνατο του Αθανασίου Αθωνίτη.

Υπάρχουμε κι εμείς, έστω χωρίς να μπορούμε ν’ αντιληφθούμε όλες τις αποχρώσεις τού «Υπάρχουμε» και το πώς κάποιες πράξεις μπορούν να νικήσουν την φθορά τού χρόνου.

Υπάρχουμε…

Υπάρχουμε σ’ έναν κόσμο που έχει ανάγκη την λάμψη τού χρυσού. Του μέσα μας χρυσού. Ιδιαίτερα σε εποχές κατακλυσμιαίας μαυρίλας. Αλλά, συνάμα, και εποχές μέγιστης ελαφρότητας, που προχωρά με αναπεπταμένες τις σημαίες τής ζήλειας, της μιζέριας, του μίσους, της ιδιοτέλειας.

Υπάρχουμε κατακερματισμένοι. Πολλά τα φαιδρά είδωλα απέναντί μας. Πολλά τα προσωπεία που ακόμα και αυτές τις ημέρες προτάσσουν το «εγώ». Χρεωκοπημένοι σωτήρες. Η κρίση, ανίκανη να κατανικήσει την διχόνοια. Ανίκανη να κατανικήσει την απίστευτη ελαφρότητά μας.

Θέλω δεν θέλω, στρέφω τα μάτια μου στο τοπίο. Τον ατελείωτο κάμπο τής περιοχής. Αυτόν που διακόπτει προς βορράν η τρομερή οροσειρά τού Ολύμπου.

ΟΛΥΜΠΟΣ. Βουνό με τις υψηλότερες κορυφές τής χώρας.

Αλλά και «ΟΛΥΜΠΟΣ», μια βιομηχανία προϊόντων γάλακτος και όχι μόνον. Ιδιοκτησίας τών αδελφών Σαράντη, εκ Τρικάλων.

Η ειδησεογραφία ομιλεί για μια ακόμα δωρεά. Η αχτίδα φωτός μέσα στην μαυρίλα. Το «εμείς» πάνω από το «εγώ». Απέναντι στην αμφισβήτηση, η απόλυτη διαβεβαίωση πως υπάρχουμε, ικανοί και για τα αγαθά.

17 κλίνες ΜΕΘ…

Οι εριστικοί θα πουν «σιγά το πράγμα». Μέσα από την εριστικότητα θα επιχειρήσουν να δικαιολογήσουν τον ρόλο τους, την ύπαρξή τους. Δεν θα μιλήσουν για το μεγαλείο τής προσφοράς. Και δέκα νοσοκομεία να πρόσφεραν, τα ίδια θα έλεγαν.

Τα ίδια λένε και για την στρατιά τών άλλων δωρητών. Που πυκνώνει, μεγαλώνει. Και για τον Περιφερειάρχη, που ανακοίνωσε την προσφορά τού μισθού του. Και για την παρότρυνση του Πρωθυπουργού να πράξουν παρόμοια οι βουλευτές.

Οι εριστικοί, μάς θυμίζουν πως προχωράμε «θρυμματιζόμενοι από πλαστότητες και αυταπάτες…». Η εριστικότητά τους, το μίσος τους απέναντι στην αγαθή προαίρεση, είναι το οξυγόνο τους. Χωρίς αυτό θα ηχούν ως σκουριασμένοι άδειοι τενεκέδες.

Όμως, η πατρίδα έχει ανάγκη ένα ακόμα «Άγιον Όρος», ένα άλλο «Άγιον Όρος», αυτό που θεραπεύει τον Έλληνα άνθρωπο, όχι τόσο από την πρόσκαιρη νόσο, αλλά από την μόνιμη ανασφάλεια.

Ξεκίνησα ενθυμούμενος ένα παλιό μου ποίημα. Αλλά στον δρόμο εισέρχομαι σε άλλα μονοπάτια, καθώς το ρήμα «Υπάρχουμε» με φέρνει τόσο απέναντι στην ρέουσα πραγματικότητα, όσο και απέναντι σε δραματικά υπαρξιακά ερωτήματα.

Πόσο μικρός και ασήμαντος είμαι; Πόσο εύθραυστος και προσωρινός; Πόσο θα με διαφυλάξουν από την απώλεια όλα όσα έζησα;

Και άλλα…

Η πραγματικότητα έχει τις δικές της ερωτήσεις. Γιατί το σύνολο δεν αντιλαμβάνεται την κρισιμότητα των ημερών; Γιατί οι παρασπονδίες αντιστρατεύονται το κοινό όφελος; Γιατί η υπομονή και η εγκράτεια δεν αποτελεί όπλο για όλους; Τις και τι πταίουν, τελικά;

Δεν θέλω να γράψω άλλα. Έχω την εντύπωση πως φλυαρώ.

Το ότι «υπάρχουμε» δεν εκτιμάται από το σύνολο. Και είναι κρίμα…

Larissa Press

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.