Περί των σημερινών τουρκικών εκλογών

Γράφει ο Αντώνιος Μιχελόγγονας, Ασκούμενος δικηγόρος

Οι διπλές προεδρικές και βουλευτικές εκλογές που διεξάγονται σήμερα στην Τουρκία, στο πλαίσιο της τελευταίας συνταγματικής αναθεώρησης, είναι αναμφισβήτητα κρισιμοτατες για το μέλλον της γείτονος. Η χώρα είναι πιο διχασμένη από ποτέ, οι ψηφοφόροι καλούνται να επιλέξουν αν θα δώσουν τέλος στο καθεστώς Ερντογάν, που ήδη κλείνει 15 χρόνια στην εξουσία, ή θα ανανεώσουν την εμπιστοσύνη τους.

Δε θα μπω σε αναλύσεις και προβλέψεις για το αποτέλεσμα, υπάρχουν άλλοι καλύτεροι από εμένα να το κάνουν. Θα μείνω σε αυτό που αφορά εμάς. Ποιο είναι το καλύτερο αποτέλεσμα για τις διμερείς μας σχέσεις.

Η κρατούσα εκδοχή στην Ελλάδα για την πολιτική κατάσταση στην Τουρκία είναι η προτίμηση στον Ερντογάν και το πολιτικό Ισλάμ που εκπροσωπεί. Σταθερά από το 2003 μέχρι σήμερα. Οι λόγοι πολλοί, ο βασικός όμως είναι ένας: Η ανάμνηση των εντάσεων και των συγκρούσεων που χαρακτήριζαν τις διμερείς μας σχέσεις όταν ήταν στα πράγματα οι Κεμαλιστες.

Είναι αλήθεια ότι τα πρώτα χρόνια της διακυβέρνησης Ερντογάν οι σχέσεις των δύο χωρών μας βελτιώθηκαν. Και υπήρξε έντονη συνεργασία σε πολλούς τομείς. Και αμοιβαία οφέλη από αυτήν, κυρίως σε οικονομικό επίπεδο.

Πρόκειται όμως για μια ιστορική πραγματικότητα που έχει παρέλθει εδώ και αρκετά χρόνια. Ο Ερντογαν του 2018 δεν έχει σχέση με τον Ερντογάν του 2008. Ο Ερντογάν σήμερα παραμένει ένας χαρισματικός και ικανότατος ηγέτης, έχει όμως δοκιμαστεί και αμφισβητηθεί έντονα σε προσωπικό επίπεδο. Βρίσκεται σε ανοικτό πόλεμο με τον πάλαι πότε μέντορα του, διώκει τους υποστηρικτές του, έχει εγκαταστήσει ένα δικό του καθεστώς στη δημόσια διοίκηση και τις ένοπλες δυνάμεις, έχει περιορίσει τις ατομικές και πολιτικές ελευθερίες. Και κυρίως, έχει μετατρέψει το καθεστώς σε προσωποπαγές, με αποτέλεσμα να αποτελεί ο ίδιος το αντικείμενο του τουρκικού διχασμού. Το δίλημμα των εκλογών είναι καθαρό. Ερντογάν ή αντί-Ερντογάν.

Η αλλαγή που υπέστη ο Ερντογάν σε προσωπικό επίπεδο επηρέασε και τη στάση του στα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής. Δε θεωρεί εαυτόν μόνο Σουλτάνο και ηγεμόνα της Τουρκίας, αλλά και της ευρύτερης περιοχής. Μια σειρά ιστορικών εξελίξεων, με αποκορύφωμα τη στήριξη των ΗΠΑ στο Γκιουλεν, τον έχουν απομακρύνει από το ΝΑΤΟ και το ευρύτερο δυτικό στρατόπεδο. Είναι πλέον μια περιφερειακή δύναμη που παίζει πότε με τις ΗΠΑ και πότε με τη Ρωσία, ανάλογα με τα συμφέροντα του. Όσο για την Ευρώπη, δε στοχεύει πλέον στην ένταξη στην ΕΕ, ούτε υπολογίζει ιδιαίτερα τα ευρωπαϊκά κράτη. Αντιθέτως αυτά έχουν σοβαρό λόγο να τον υπολογίζουν, μετά το όπλο του προσφυγικού που του χάρισε απλόχερα ο Τσίπρας.

Ως αποτέλεσμα των ανωτέρω, άλλαξε και η στάση του Ερντογάν απέναντί μας. Η Ελλάδα παλαιότερα ήταν για αυτόν ένας εταίρος και συνεργάτης στα πλαίσια του ΝΑΤΟ και της ενταξιακής προοπτικής της Τουρκίας. Πλέον είναι απλά μια χώρα που θέλει να εντάξει στη σφαίρα επιρροής του, ως περιφερειακή υπερδύναμη. Στα πλαίσια δε της προσπάθειας για την πολιτική του επιβίωση έχει αλλάξει και τη ρητορική του στο εσωτερικό. Μιλάει πλέον για αναθεώρηση της συνθήκης της Λωζαννης, ζητάει νησιά και βραχονησίδες στο Αιγαίο, μας απειλεί με μαζικές εκροές προσφύγων. Αιχμαλωτίζει Έλληνες στρατιωτικούς, απειλεί την Κύπρο με πόλεμο. Έχει υιοθετήσει μια τελείως εχθρική και απειλητική στάση απέναντί μας, αν κρίνουμε δε από τη γενικότερη πορεία του μάλλον δεν πρόκειται να ηρεμήσει σύντομα. Αντιθέτως, ο άνθρωπος που τα θέλει όλα στο εσωτερικό θα θελήσει τα πάντα και στο εξωτερικό.

Η αλήθεια είναι πως υπάρχει ακόμα διαφορά στη ρητορική του Ερντογάν και της αντιπολίτευσης απέναντί μας. Ο Ερντογαν ακόμα δε μας απειλεί με πόλεμο. Η αντιπολίτευση το κάνει καθημερινά.

Από την απλή απειλή όμως μέχρι τη δυνατότητα υλοποίησης έχει μεγάλη απόσταση.

Αν ο Ερντογάν εκλεγεί ξανά και το ΑΚΡ έχει πλειοψηφία στην Εθνοσυνέλευση η ηγεμονία του θα εδραιωθεί και η όρεξή του θα ανοίξει κι άλλο. Θα θελήσει περισσότερα από εμάς και θα επιδιώξει να τα πάρει. Και σε αντίθεση με τους αντιπάλους του, έχει την ισχύ και το πολιτικό κεφάλαιο για να το πράξει.

Αντιθέτως, ο Ιντζε και η Ακσενερ δεν τα έχουν. Μπορεί να απειλούν περισσότερο, μπορεί να λένε μεγάλα λόγια, σαν αντιπολίτευση που είναι, δεν έχουν όμως δυνατότητα να το πράξουν. Δεν έχουν το πολιτικό κεφάλαιο του Ερντογάν, και θα περάσει καιρός μέχρι να αλλάξει αυτό.

Θεωρώ ότι έχει αλλάξει πλέον η κατάσταση. Πλέον ο Ερντογάν δεν είναι κατάλληλος για τα ελληνικά συμφέροντα. Ίσως σε επίπεδο ρητορικής και εξαγγελιών να είναι καλύτερος, η πορεία του όμως στην αντίθετη κατεύθυνση είναι προδιαγεγραμμένη.

Έχει όμως μια βασική διαφορά από τους άλλους. Έχει μια εδραιωμένη θέση κι ένα δικό του καθεστώς να τον υποστηρίζει. Μπορεί να αναλάβει εξουσία από αύριο κιόλας. Αντιθέτως οι αντίπαλοί του θα χρειαστούν χρόνο να εδραιωθούν. Καταρχάς δεν είναι καθόλου σίγουρο αν θα δεχτεί ο Ερντογάν να παραδώσει. Έπειτα ακόμα κι αν το κάνει η πρώτη προτεραιότητα της νέας ηγεσίας δε θα είναι η Ελλάδα αλλά η εδραίωση τους στο εσωτερικό. Το ξήλωμα του καθεστώτος και η ακύρωση των μεταρρυθμίσεων Ερντογάν. Κάτι τέτοιο θα επιφέρει μια κατάσταση διχασμού και χάους άνευ προηγουμένου στην Τουρκία. Η εσωτερική πόλωση θα επιταθεί, ο Ερντογάν σίγουρα δε θα υποχωρήσει τόσο εύκολα. Θα ακολουθήσουν εσωτερικές συγκρούσεις, κι όχι μόνο πολιτικές. Και θα περάσει αρκετό διάστημα μέχρι να είναι η Τουρκία σε θέση να διοικηθεί και να ασκήσει εξωτερική πολιτική. Πόσο μάλλον για να έχει η νέα της ηγεσία τη δυνατότητα να λάβει αποφάσεις τόσο ριζικές και κρίσιμες, όπως η έναρξη πολέμου με την Ελλάδα.

Φυσικά, θα αναρωτηθεί εύλογα κανείς, και τι θα γίνει όταν θα έχουν τη δυνατότητα; Σε αυτό κανείς δε μπορεί να ξέρει την απάντηση, όπως κανείς δε μπορεί να ξέρει και ποια θα είναι η στάση του Ερντογάν σε ένα χρόνο. Το σίγουρο όμως είναι ένα. Η Ελλάδα θα έχει κερδίσει χρόνο. Και η Τουρκία θα έχει χάσει έναν ηγέτη που πέραν πάσης αμφιβολίας έχει αποδειχθεί ικανότατος.

Συμπέρασμα: Όσο κι αν το δίλημμα για τους Τούρκους είναι ανάμεσα σε Ερντογάν και Ιντζε, ΑΚΡ και αντιπολίτευση, εμείς το βασικό κέρδος που μπορούμε να έχουμε από τις τουρκικές εκλογές είναι ο χρόνος. Δε θέλουμε στην παρούσα ιστορική φάση, που έχουμε μια κυβέρνηση έτοιμη να λύσει όλα τα εθνικά ζητήματα εις βάρος των εθνικών συμφερόντων, να έχουμε απέναντι μια Τουρκία με στιβαρή και ισχυρή ηγεσία, έτοιμη να διεκδικήσει. Ο ένας χρόνος που μπορεί να περάσει μέχρι η νέα ηγεσία να εδραιωθεί ίσως αποδειχθεί κρίσιμος. Και με δεδομένο ότι οι εκλογές είναι διπλές, αν προκύψει ένας δεύτερος γύρος για τις προεδρικές ή απώλεια της πλειοψηφίας του ΑΚΡ στην Εθνοσυνέλευση, ακόμα καλύτερα. Οτιδήποτε στρέφει την προσοχή του Σουλτάνου στο εσωτερικό και του δημιουργεί προσκόμματα στην εξωτερική πολιτική μας ευνοεί.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.