Όταν η Ιστορία σού σιγοψιθυρίζει στο αυτί…

Γράφει ο Ηρακλής Γερογιώκας

Περπατώντας κανείς στην παλιά πόλη της Λευκωσίας νιώθει την αύρα των ηρώων της να στολίζει σαρκαστικά την ατμόσφαιρα, άδικα εμπλουτισμένη με την κατήφεια της ημισελήνου λίγα μέτρα παρακάτω. Το πόσο λίγα είναι πρέπει να την περπατήσεις για να το καταλάβεις, τόσο κοντά λες και η δυσωδία των βρώμικων μασχαλών των εποίκων νικά για μια ακόμη φορά την μυρωδιά των προσεγμένων κήπων της ελεύθερης πόλης.

Σε κάθε γωνιά η ιστορία σου σιγοψιθυρίζει στο αυτί. Περπατάς στο στενό πεζοδρόμιο και ρίχνεις κλεφτές ματιές μπας και στην βιασύνη του για λόγο παιδικό ή για δουλειά  αντρίκια σε παρασύρει με το ποδήλατό του ο Ευαγόρας, παίρνοντας κοφτά την στροφή.

 

Πιο κάτω δεσπόζει η Αρχιεπισκοπή, οι σφαίρες στον τοίχο σε ταξιδεύουν σε άλλη σκηνή του δράματος. Οι δυο λιμουζίνες του Μακάριου , παρκαρισμένες στην αυλή, έχουν πολλά να πουν για το Εγώ του Έλληνα που κάνει θαύματα μα δεν ξέρει σχεδόν ποτέ πότε να καταλαγιάσει.

Κρεμάλες στο μουσείο της ΕΟΚΑ, πιστόλια , κράνη , ρούχα και άλλα αντικείμενα που κάποτε ανήκαν σε Θεούς. Τα κοιτάς και περιμένεις και ανοίξει μια πόρτα και να βγει να τα πάρει «μιτά» του , μαζί του ο Μάτσης. Μα δεν θα έρθει, και το ήξερε τόσο καλά , τόσο καλά που ντρέπεσαι που εσύ αναπνέεις τον αέρα του.

 

Το γράμμα του Ευαγόρα Παλληκαρίδη στην αδερφή του, ωδή στον Ελληνισμό και την περιφρόνηση στην απώλεια της ζωής , ένα παιδί που κοίταξε τον θάνατο και γέλασε αθώα, αφοπλιστικά. Είμαι σίγουρος πως  ο Χάρος θα ντράπηκε πολύ που  πήρε το άψυχό του σώμα.

 

 

Ζαλίζεσαι, κουράζεται το μυαλό από τις σκέψεις και τις τύψεις. Ο καυτός ήλιος της Λευκωσίας κάνει τις ενοχές βαρύτερες. Πας στα Φυλακισμένα Μνήματα. Σιωπή. Ακούς την μάνα του Γρηγόρη Αυξεντίου να σιγοψιθυρίζει « χαλάλι της πατρίδος μου , ο γιός μου  η ζωή μου, αφού εν επαραδόθηκε και έμεινε και σκοτώθηκε , ας έχει την ευκή μου.»

Γυρνάω στη Λήδρας. Τέρμα κάτω πριν το οδόφραγμα, δεξιά έχει ένα μικρό καφενεδάκι. Παίρνω μια παγωμένη ΚΕΟ, δεύτερη. Χαϊδεύεις με το χέρι απαλά τον φράχτη του. Είναι σακιά. Ναι , σακιά σαν αυτά που έχουν στα πολυβολεία. Στοιβαγμένα το ένα απάνω στο άλλο. Βάζω κρυφά το χέρι απ’ την άλλη μεριά. Παίρνω ένα αγριολούλουδο. Δεν το μυρίζω, κλείνω ερμητικά το χέρι μου με όλη μου τη δύναμη να το συνθλίψω.

Μα τι μου φταίει το αγριολούλουδο….

*Ο Ηρακλής Γερογιώκας είναι ιδιοκτήτης Κέντρου Ξένων Γλωσσών, υποψήφιος Διδάκτορας σε θέματα Τουρκικης ήπιας ισχύος.

Larissa Press

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.