Μήπως το διακύβευμα πρέπει να είναι «Ισχυρή Αντιπολίτευση»;

Γράφει ο Γιάννης Κίτσος, Οικονομολόγος – Σύμβουλος χρηματοοικονομικού και στρατηγικού σχεδιασμού

Πρόσφατα το κυβερνητικό κόμμα ολοκλήρωσε τις εργασίες του 14ου συνεδρίου του. Στο συνέδριο αυτό μεγάλη αίσθηση προκάλεσε αλλά κυρίως «τάραξε τα νερά» η ομιλία του πρώην πρωθυπουργού Αντώνη Σαμαρά., ο οποίος πέραν του ότι καταχειροκροτήθηκε ήταν ίσως ο μόνος ο οποίος είχε το σθένος να μιλήσει για τα πραγματικά πολιτικά προβλήματα της χώρας. Προσωπικά δεν θα ήθελα να σταθώ ούτε στους καλοθελητές της επίσημης γραμμής της κυβέρνησης που θέλησαν να τον λογοκρίνουν, ούτε στους συννεφοπετούμενους που τους προσγείωσε ανώμαλα, πολλώ δε μάλλον σε διάφορους νευρωτικούς της αριστεράς που έχουν εμμονή με το πρόσωπο του. Αν και θα ήταν καλό γι αυτούς δεν είμαστε εδώ για να κάνουμε ψυχοθεραπεία. 

Όπως και να’ χει, το διακύβευμα του συνεδρίου για τις επερχόμενες εκλογές, το οποίο ακούστηκε από τον ίδιο τον πρωθυπουργό αλλά και από όλα τα κυβερνητικά στελέχη ήταν «Ισχυρή Αυτοδυναμία». Με τα σημερινά δεδομένα είναι αυτό εφικτό, κι αν όχι στις επερχόμενες εκλογές ποια είναι τα πραγματικά σενάρια διακυβέρνησης της χώρας;    

Μέχρι την ομιλία του Αντώνη Σαμαρά, στο συνέδριο δινόταν η αίσθηση ότι με ένα μαγικό τρόπο έχουμε ξεχάσει που βρισκόμαστε σήμερα. Πρώτα και κύρια έχουμε ξεχάσει πως η χώρα πτώχευσε γιατί υπηρετούσε πτωχευμένες ιδέες, οι οποίες παραμένουν στο προσκήνιο. Αρκετοί πίστεψαν πως η χώρα το 2019 άλλαξε κατεύθυνση και πως οι απαισιόδοξες αυτές εκτιμήσεις δεν επιβεβαιώθηκαν. Παρόλα αυτά παραμένει τόσο καθηλωμένη πολιτικά από ένα εκσυγχρονιστικό κέντρο που τις έχει κοστίσει διαχρονικά δημοσιονομικά αλλά και εθνικά, όσο και δημογραφικά γερασμένη. 

Η Ελλάδα συνεχίζει να απειλείται από σοβαρούς κινδύνους από την πρώτη, όχι κρίση, αλλά ένδειξη κρίσης στη διεθνή οικονομία, τη στιγμή που σοβαροί Αμερικανοί hedge fund managers προειδοποιούν για τέσσερις φούσκες – στις μετοχές, στα ομόλογα, στην αγορά και στα εμπορεύματα. Υποστηρίζουν δε ότι η κατάσταση που θα δημιουργηθεί θα θυμίζει το 1929 και πως η σημερινή «υπερφούσκα» έχει τη δυναμική να διαγράψει τον περισσότερο πλούτο στην ιστορία. Διανύουμε μια περίοδο υψηλού χρέους, υψηλού πληθωρισμού και υψηλής κοινωνικής και πολιτικής δυσαρέσκειας. Από το περασμένο φθινόπωρο στα χρηματιστήρια βρίσκεται σε εξέλιξη ένας πτωτικός κύκλος. 

Σε όλα τα ανωτέρω θα πρέπει να συμπεριλάβουμε και την νέα τάξη πραγμάτων που πιέζει και τείνει να δημιουργηθεί διεθνώς και που φυσικά επηρεάζει και την χώρα μας τόσο στην περιοχή των Βαλκανίων, στο Αιγαίο όσο και στην Ανατολική Μεσόγειο. Η Ελλάδα καλείται να διαχειριστεί οικονομικούς και εθνικούς κινδύνους και προκλήσεις. Η σημερινή ελληνική πραγματικότητα δυστυχώς είναι πολλή επικίνδυνη για να κάνει τον Έλληνα να αισθάνεται κάποια, έστω και μερική, ασφάλεια.

Ενώ ξεκίνησε δυναμικά, η ελληνική κυβέρνηση από τα μέσα της διαχείρισης της πανδημίας φάνηκε να χάνει τον έλεγχο σε πολλά επίπεδα. Δεν ήταν αποφασιστική στις μεταρρυθμίσεις που η ίδια ήθελε να εισαγάγει με αποτέλεσμα η πλειοψηφία τους είτε, στην καλύτερη περίπτωση, αφορούσε εκσυγχρονισμό και μόνο, είτε έμεινε στα συρτάρια, είτε ακόμα ότι προχώρησε σε νόμο να μην υλοποιείται στην πράξη. Το όποιο εκσυγχρονιστικό κομμάτι εισάχθηκε, υλοποιήθηκε σε βάρος του δημόσιου χρέους και φυσικά με τη  ρευστότητα που δημιούργησε το πάγωμα των δημοσιονομικών κανόνων ή συμφώνου σταθερότητας στην  Ευρώπη και την στήριξη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. 

Η δε όποια αύξηση του ΑΕΠ, αφενός ήταν πλασματική αφού βασίστηκε, στο μεγαλύτερο μέρος της, σε επιδόματα και επιδοτήσεις, αφετέρου εξανεμίστηκε με την εκτίναξη του πληθωρισμού. Ο οποίος ειρήσθω εν παρόδω ξέφυγε εντελώς από την κυβέρνηση. Αρχικά μιλούσε ότι δεν υπάρχει πληθωρισμός, μετά μας έλεγε ότι είναι προσωρινός, μετά ότι ο πληθωρισμός μάλλον δεν είναι προσωρινός και μάλλον λίγο πιο μακροπρόθεσμος και μετά παρότι μιλάμε για στασιμοπληθωρισμό, μας διαβεβαιώνει για συνθήκες ισχυρής ανάπτυξης.    

Το ίδιο διστακτική, όμως, φάνηκε η κυβέρνηση και στα εθνικά ζητήματα. Αφενός καθυστέρησε πολύ να προχωρήσει στις αμυντικές συμφωνίες και να προμηθευτεί το κατάλληλο αμυντικό υλικό, και αφετέρου με την εφαρμογή πολιτικής κατευνασμού ο επιθετικός και προκλητικός γείτονας μας γλίτωσε τις όποιες κυρώσεις θα έπρεπε να επιβληθούν εναντίον του. Διστακτική παρουσιάζεται και στο να δώσει αποτελεσματικές λύσεις που αφορούν στην εσωτερική ασφάλεια της χώρας, με κινδύνους που έχουν προκληθεί τόσο από το μεταναστευτικό όσο και από την έξαρση του εγκλήματος γενικότερα.  

Τέλος, στο ενεργειακό κομμάτι βιάστηκε ασυλλόγιστα, υπήρξε υπερβολικά επιθετική στο να εισαγάγει και να εφαρμόσει πολιτικές ενεργειακής μετάβασης, μιας διαρθρωτικής αλλαγής στα ενεργειακά συστήματα, δηλαδή στροφής προς τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και την ενεργειακή απόδοση και αρνητική στο να προχωρήσει σε εξορύξεις. Αυτά αναφορικά στο κυβερνητικό έργο. 

Στο πολιτικό κομμάτι, ο Κυριάκος Μητσοτάκης συνειδητά δεν επέλεξε να κυβερνήσει με την δεξιά που του έδωσε όμως την εξουσία, συναινεί σε όλες τις σοβαρές μεταρρυθμίσεις για ζητήματα που για χρόνια παραμένουν άλυτα και πρωτοστατεί στην προάσπιση των εθνικών και κυριαρχικών συμφερόντων της χώρας. Αντί αυτής, επέλεξε να κυβερνήσει με το εκσυγχρονιστικό κέντρο, της πολιτικής ορθότητας, του δικαιωματισμού, του κατευνασμού και της κλιματικής αλλαγής.      

Όλα τα ανωτέρω συνετέλεσαν στο να αρχίσει να φθίνει δημοσκοπικά το κυβερνών κόμμα. Με βάση τις σημερινές δημοσκοπήσεις παρουσιάζει αδυναμία να συγκεντρώσει αυτοδυναμία ακόμα και με ενισχυμένης αναλογικής εκλογές. Οπότε, με τα σημερινά δεδομένα τα σενάρια τα οποία βρίσκονται στο τραπέζι είναι πρακτικά δυο. Είτε θα συγκυβερνήσει με το ΠΑΣΟΚ, πράγμα το οποίο, όμως, αρνείται να δεχτεί ο πρόεδρος του. Είτε, σε περίπτωση που αποτύχει η συνεργασία των δυο – ΝΔ – ΠΑΣΟΚ – θα υπάρξει συγκυβέρνηση των δυο κομμάτων και με τον ΣΥΡΙΖΑ. Την δεύτερη περίπτωση βέβαια την αρνείται σήμερα η ηγεσία της ΝΔ, αλλά πέραν του ότι θα κινδυνεύσει με πολιτική αστάθεια αν θα σέρνεται σε διαδοχικές εκλογές μέχρι να προκύψει αυτοδυναμία, έστω και οριακή, υπάρχουν και κάποια άλλα δεδομένα που κάνουν αρκετούς να πιστεύουν ότι η χώρα οδηγείται προς αυτήν την κατεύθυνση.        

Καλώς ή κακώς, για αρκετούς, λοιπόν, η ΝΔ και ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ενιαίος χώρος. Η περίπτωση του κόμματος των Δημοκρατικών στην Αμερική έρχεται να στηρίξει την άποψη αυτή με την λογική ότι, η ΝΔ αντιστοιχεί στην μετριοπαθή πτέρυγα των Δημοκρατικών και ο ΣΥΡΙΖΑ στην νευρωτική και ακραία πολιτικώς ορθή αριστερή τους πτέρυγα. Το διακύβευμα των προηγούμενων εκλογών ήταν «ποτέ ξανά ΣΥΡΙΖΑ», «ποτέ ξανά αριστερά». Περιττό να τονίσω ότι αν ο Κυριάκος Μητσοτάκης ήθελε να απαλλάξει την χώρα από τον νοσηρό χώρο του ΣΥΡΙΖΑ και της αριστεράς είχε όλη την πολιτική νομιμοποίηση να το πράξει από τους πρώτους κιόλας μήνες της διακυβέρνησης του. Με την πρόφαση, όμως, της πολιτικής συναίνεσης, αλλά και της κεντρώας πολιτικής του δεν το έπραξε. 

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης έκανε όμως κι ένα βήμα παραπέρα. Προασπιζόμενος και μεταφέροντας τις κυβερνητικές ισορροπίες εντός του συνεδρίου θέλησε να τις κάνει και κομματικές. Πέραν, λοιπόν, της κυβέρνησης έδειξε και το πλαίσιο, δηλαδή το εκσυγχρονιστικό κέντρο, που θα θελήσει να κινηθεί το κόμμα στις επερχόμενες εκλογές, αγνοώντας εκτός από κυβερνητικά και κομματικά την πολική δεξιά.

Δεδομένου του σοβαρού κινδύνου της ακυβερνησίας και πολιτικής αστάθειας σε συνδυασμό με την εμμονή στο εκσυγχρονιστικό κέντρο και πολιτική συναίνεση του Κυριάκου Μητσοτάκη τα πράγματα οδηγούνται σε συγκυβέρνηση των τριών μεγάλων κομμάτων. Κι εδώ τίθεται ένα σοβαρό πρόβλημα. Τι στιγμή που η σημερινή αντιπολίτευση αρνείται οποιαδήποτε συναίνεση σε μεταρρυθμίσεις, πόσο εύκολα θα το κάνει αυτό ως συγκυβέρνηση; 

Αυτός ο ακατάσχετος και ανούσιος αντιπολιτευτικός λαϊκισμός αποτελεί την πρωταρχική αιτία που η κυβέρνηση είτε αδιαφορεί, είτε αδυνατεί να βελτιώσει το έργο της, είτε ακόμα της δημιουργεί την αλαζονική πεποίθηση ότι είναι καλύτερη από τα χειρότερα που θα μπορούσαμε ενδεχομένως να έχουμε. Τη στιγμή που η χώρα έχει να διαχειριστεί πολύ σοβαρούς εθνικούς και οικονομικούς κινδύνους και προκλήσεις, μπορεί να μου πει κανείς, με ποιον τρόπο θα ληφθούν πρωτοβουλίες σε ζητήματα που για χρόνια παραμένουν άλυτα, αλλά και ποιες μπορεί να είναι αυτές;

Πέραν, όμως, του πρακτικού ζητήματος αυτό δημιουργεί και το εξής θεμελιώδες για την δημοκρατία πρόβλημα. Το βλέπουμε σήμερα σε ένα βαθμό που η χώρα δεν διαθέτει ουσιαστική, σοβαρή και αξιόπιστη αντιπολίτευση. Στην περίπτωση συγκυβέρνησης, όμως, αντιλαμβάνεστε ότι η χώρα μένει και πρακτικά χωρίς εκείνο που βρίσκεται στον κοινοβουλευτικό χαρακτήρα του πολιτεύματός μας, δηλαδή την άσκηση αντιπολίτευσης, αφού αυτή δεν θα υπάρχει. Πέραν της σοβαρότητας και ωριμότητας που πρέπει να έχει μια αντιπολίτευση η πλήρης απουσία της θέτει σοβαρότατο ζήτημα άσκησης κοινοβουλευτικού ελέγχου. Ποιος θα επισημαίνει τις αστοχίες των κυβερνώντων και ποιοι θα ελέγχουν τυχόν αυθαιρεσίες τους;

Κι αν όντως έχουν έτσι τα πράγματα – σενάριο πολύ ισχυρό με βάση τα σημερινά δεδομένα – τότε ποιος θα προστατέψει την χώρα από το ενδεχόμενο βατερλώ της δυνητικής συγκυβέρνησης, αλλά κυρίως από το έλλειμμα δημοκρατίας; Για όλους τους παραπάνω λόγους, λοιπόν, και αν δεν αλλάξει κάτι δραματικά μέχρι τις επερχόμενες εκλογές μήπως το διακύβευμα πρέπει να είναι «Ισχυρή Αντιπολίτευση»;

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.